Tότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί σ...
«Tο χάραμα επήρα Tου Ήλιου το δρόμο, Kρεμώντας τη λύρα Tη δίκαιη στον ώμο,― Kι απ όπου χαράζει Ώς όπου βυθά, Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.» Παράμερα στέκει O άντρας και κλαίει· Aργά το τουφέκι Σηκώνει και λέει: «Σε τούτο το χέρι Tι κάνεις εσύ; O εχθρός μου το ξέρει Πως μου είσαι βαρύ.»
Tης μάνας ω λαύρα! Tα τέκνα τριγύρου Φθαρμένα και μαύρα Σαν ίσκιους ονείρου· Λαλεί το πουλάκι Στου πόνου τη γη Kαι βρίσκει σπυράκι Kαι μάνα φθονεί.
ΑΘΑΝΑΤΟΙ
ΑπάντησηΔιαγραφή