"ΘΕΛΩ ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΤΗ ΒΡΩΜΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ... ΘΕΛΩ ΕΝΑ ΟΠΛΟ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΩ ΟΣΟΥΣ ΠΙΟ ΠΟΛΛΟΥΣ ΜΠΟΡΩ...!!! ...
"ΘΕΛΩ ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΤΗ ΒΡΩΜΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ... ΘΕΛΩ ΕΝΑ ΟΠΛΟ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΩ ΟΣΟΥΣ ΠΙΟ ΠΟΛΛΟΥΣ ΜΠΟΡΩ...!!!
Η δυστυχία και ο θάνατος που σκόρπησαν οι σαράντα χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες που εισέβαλαν παράνομα και κατά παράβαση του Καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών στη Κύπρο, δημιούργησαν θλιβερές καταστάσεις και απίστευτα ανθρώπινα δράματα.
Μάνες να θρηνούν πάνω από τους τάφους των παιδιών τους, χήρες και ορφανά να υποφέρουν, άντρες που ποτέ πριν δεν έκλαψαν, να κλαίνε σαν μωρά. Γυναίκες να έχουν υποστεί την πιο εξευτελιστική και εφιαλτική εμπειρία, θλιβερές εικόνες που ακόμα και εμάς -που γεννηθήκαμε αρκετά χρόνια μετά την εισβολή- μας συγκλονίζουν κάθε φορά.
Εμπειρίες και βιώματα που έμειναν βαθιά ριζωμένα μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Κάποιοι τα μοιράστηκαν με συνανθρώπους τους. Κάποιοι άλλοι τα κρατάνε ακόμα βαθιά μέσα τους και κάνουν ότι μπορούν για να ξεχάσουν. Αυτό συνέβη και σε πολλές Κύπριες γυναίκες, οι οποίες είχαν βιώσει την πιο εφιαλτική εμπειρία, το βιασμό.
Αμέσως μετά την Τούρκικη Εισβολή ήταν η μοναδική φορά που συγκατατέθηκε η Εκκλησία μας, να υποβληθούν σε έκτρωση οι Κύπριες που είχαν πέσει θύματα βιασμού, καθότι η Εκκλησία μας εγκρίνει την έκτρωση μόνο όταν υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή της μητέρας.
Μια τέτοια φρικτή εμπειρία έζησε και η γυναίκα που ανοίγει σήμερα την καρδιά της στην «Μ», και για ευνόητους λόγους δε θα αναφέρουμε το πραγματικό της όνομα αλλά θα την αποκαλούμε Μαρία. Για όλα αυτά τα χρόνια χρόνια το κρατούσε βαθιά μέσα της. Η 25χρονη τότε Μαρία, ποτέ δεν συζήτησε με κανέναν τον βάναυσο βιασμό της κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Ούτε καν με τον ηλικιωμένο τότε πεθερό της που ήταν μάρτυρας στον εφιάλτη που η Μαρία βίωσε και που όπως η ίδια αναφέρει, συντελέστηκε από Τουρκοκύπριους και όχι Τούρκους στρατιώτες. Ούτε οι γονείς, ούτε τα παιδία, ούτε τα εγγόνια της γνωρίζουν το παραμικρό για το δράμα που πέρασε τότε και κουβαλά μέχρι σήμερα στην ψυχή της.
Η εξήντα δύο ετών σήμερα Μαρία, αποφάσισε να ανοίξει την καρδιά της στη «ΜΑΧΗ» και να μπει στην επώδυνη διαδικασία να θυμηθεί και να μιλήσει για όλα όσα βίωσε τότε.
«Πίστευα πως ποτέ δεν θα έβγαζα από το στόμα μου όλα όσα έζησα κατά το διάστημα της τουρκικής εισβολής. Ούτε οι γονείς, ούτε τα αδέρφια μου έμαθαν ποτέ τίποτα. Ένα μυστικό που έκτος από τον ηλικιωμένο τότε πεθερό μου, κανείς δε γνώριζε. Ούτε καν στο άντρα μου βρήκα ποτέ το κουράγιο να μιλήσω!
Φοβόμουν πως αν το μάθαινε, θα με σιχαινόταν. Ίσως επειδή γερνάω, αποφάσισα να το πω, μόνο και μόνο για να μην το πάρω μαζί μου στον τάφο. Ποτέ δεν τολμούσα να μιλήσω στους δικούς μου. Ήθελα κάποιον ξένο που να μου εμπνέει εμπιστοσύνη και να μου υποσχεθεί πως ότι και να γίνει δεν θα αποκαλύψει ποτέ το πραγματικό μου όνομα. Και ο λόγος είναι ότι, οι δικοί μου θα με λυπούνται και σίγουρα θα αλλάξει η συμπεριφορά τους απέναντι μου.
Θα με προσέχουν περισσότερο και θα με ρωτάνε όλο και περισσότερα επειδή δε θα αρκεστούν σε αυτά που θα τους πω.
Κατά την διάρκεια της τουρκικής εισβολής άφησα τους γονείς μου και ακολούθησα τον άντρα μου στο δικό του χωρίο, καθότι δεν ήθελε να αφήσει μόνο τον πατέρα του. Η μητέρα του πέθανε όταν ήταν μικρός. Αγαπούσα πολύ τον μακαρίτη τον πεθερό μου, γιατί με είχε πάντα σαν δική του κόρη.
Ακόμα και μετά το βιασμό μου, δεν άλλαξε καθόλου η συμπεριφορά του απέναντι μου. Για τον εφιάλτη που έζησα δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν ούτε καν στον γιό του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που με κοιτούσε στα μάτια κάθε φορά. Ακόμα και στις τελευταίες του στιγμές λίγα χρόνια αργότερα, δε μου ανάφερε το παραμικρό. Ήξερε πως θα ντρεπόμουν και θα πληγωνόμουν μαζί.
Γνώριζα πως πονούσε πολύ και εκείνος που δεν μπόρεσε να με προστατέψει, με το όπλο στον κρόταφο τον έσπρωξαν να μπει στο δωμάτιο. Εικόνες που μέχρι χτες δεν ήθελα να φέρνω στη μνήμη μου αλλά δυστυχώς για πάρα πολλά χρόνια με έκαναν να πετάγομαι από τον ύπνο μου.
Έκανα αμέτρητες προσπάθειες να τις βγάλω από το μυαλό μου, αλλά μάταια. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που με άρπαξε ο ένας από τους δύο από τα μαλλιά και με πέταξε χάμο, γονάτισε πάνω από το κεφάλι μου και με κρατούσε από τους αγκώνες. Προσπάθησα να ξεφύγω αλλά ήταν αδύνατον, άρχισα να κλαίω και να ουρλιάζω, να τους παρακαλάω να με αφήσουν, εκείνος που μου κρατούσε τα χέρια θύμωσε πολύ, μου είπε κάτι στα τούρκικα και αφού έβαλε τα γόνατα του πάνω στα χέρια μου, μου έκλεισε το στόμα .
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, αδύνατη να αντιδράσω άλλο, παρά μόνο να κλαίω. Όταν τελείωσαν, αυτός που μου κρατούσε τα χέρια μου έδωσε μια κλωτσιά στη μέση και μου μίλησε ελληνικά «Εν λία σας ‘κομα». Ήμουν σίγουρη πως επρόκειτο για τουρκοκύπριο.
Σωριασμένη στο πάτωμα έκλαια από πόνο και ντροπή. Κανείς δεν θα μπορούσε να βγάλει τη βρωμιά και τον πόνο από μέσα μου. Τραβούσα και έτριβα το δέρμα μου με όλη μου τη δύναμη, θέλοντας να το βγάλω για να φύγω από πάνω μου τη βρωμιά, αλλά το μόνο που κατάφερνα, ήταν να γεμίσω το σώμα μου με μώλωπες και να πονάω ακόμα περισσότερο. Με σιχαινόμουν.
Ντρεπόμουν να κοιτάξω στα μάτια όλους εκείνους τους ανθρώπους που μαζευόταν στο σπίτι μας τις μέρες που ακολούθησαν. Μαζευόμασταν σε ένα σπίτι όσοι περισσότεροι γινόταν, επειδή φοβόμασταν. Ντρεπόμουν όλες εκείνες τις μεγάλες γυναίκες που μας έβαζαν να ντυνόμαστε με παλιά ρούχα και μερέζες για να μοιάζουμε γριές. Έκρυβαν εμάς τις μικρότερες, μας έσπρωχναν πίσω και στέκονταν μπροστά για να μας προστατέψουν έτσι από τα χέρια των Τούρκων.
Πολλές ήταν οι φορές που δεν άντεχα και ήθελα να φωνάξω τους με όλη τη δύναμη της φωνής μου: άδικα προσπαθείτε να με προστατεύεστε, εμένα με σκότωσαν ήδη, γιατί και ο βιασμός, θάνατος είναι. Τώρα θέλω να βγάλω τη βρωμιά από το σώμα και τη ψυχή μου αλλά δεν μπορώ, το μόνο που θέλω είναι ένα όπλο να σκοτώσω όσο πιο πολλούς μπορώ» .
Θυμάμαι τις πρώτες μέρες τις εισβολής που μάζεψαν τα πάντα από τα σπίτια, έπιπλα, κρεβάτια, ρούχα, ακόμα και τα καροτσάκια των μωρών τα έβαζαν στα φορτηγά και έφευγαν. Το χωρίο κάποια στιγμή έμοιαζε με κόλαση, διέλυσαν τα πάντα. Νεκρά ζώα στους δρόμους αλλά και άνθρωποι.
Δε θα ξεχάσω επίσης όταν έριχναν πυροβολισμούς χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Μια μέρα μάθαμε πως από αδέσποτη σφαίρα σκοτώθηκε να φανταστείτε άνθρωπος που καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας του με την μάνα του και την γυναίκα του. Η σφαίρα τον βρήκε στη κοιλιά, έβγαλε τρεις ήχους και πέθανε μπροστά στα μάτια των δύο γυναικών. Μετά σκότωσαν ακόμα δύο. Τους έθαψαν σε ένα πρόχωμα, άλλοι λένε πως τους βρήκαν μετά και άλλοι πως όχι.
Πολλοί μείναμε μέχρι και τη στιγμή που γύριζαν στο χωρίο και φώναζαν πως όλοι πρέπει να το εγκαταλείψουμε. Χάθηκαν πολλές ζωές. Αρκετοί συγγενείς του άντρα μου που μεταφέρθηκαν στο γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία δεν επέστρεψαν ποτέ.
Μακάρι ποτέ ξανά να μην βιώσει κανένας λαός, κανένα κράτος ότι εμείς το 1974. Όλος αυτός ο κόσμος που βίωσε όλη αυτή τη δυστυχία να πάψει να υποφέρει άλλο».
Με αυτά τα λόγια, περίγραψε στη η Μαρία την τραγική εμπειρία του βιασμού της από τουρκοκύπριους «αδελφούς» μας.
Μια τέτοια φρικτή εμπειρία έζησε και η γυναίκα που ανοίγει σήμερα την καρδιά της στην «Μ», και για ευνόητους λόγους δε θα αναφέρουμε το πραγματικό της όνομα αλλά θα την αποκαλούμε Μαρία. Για όλα αυτά τα χρόνια χρόνια το κρατούσε βαθιά μέσα της. Η 25χρονη τότε Μαρία, ποτέ δεν συζήτησε με κανέναν τον βάναυσο βιασμό της κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Ούτε καν με τον ηλικιωμένο τότε πεθερό της που ήταν μάρτυρας στον εφιάλτη που η Μαρία βίωσε και που όπως η ίδια αναφέρει, συντελέστηκε από Τουρκοκύπριους και όχι Τούρκους στρατιώτες. Ούτε οι γονείς, ούτε τα παιδία, ούτε τα εγγόνια της γνωρίζουν το παραμικρό για το δράμα που πέρασε τότε και κουβαλά μέχρι σήμερα στην ψυχή της.
Η εξήντα δύο ετών σήμερα Μαρία, αποφάσισε να ανοίξει την καρδιά της στη «ΜΑΧΗ» και να μπει στην επώδυνη διαδικασία να θυμηθεί και να μιλήσει για όλα όσα βίωσε τότε.
«Πίστευα πως ποτέ δεν θα έβγαζα από το στόμα μου όλα όσα έζησα κατά το διάστημα της τουρκικής εισβολής. Ούτε οι γονείς, ούτε τα αδέρφια μου έμαθαν ποτέ τίποτα. Ένα μυστικό που έκτος από τον ηλικιωμένο τότε πεθερό μου, κανείς δε γνώριζε. Ούτε καν στο άντρα μου βρήκα ποτέ το κουράγιο να μιλήσω!
Φοβόμουν πως αν το μάθαινε, θα με σιχαινόταν. Ίσως επειδή γερνάω, αποφάσισα να το πω, μόνο και μόνο για να μην το πάρω μαζί μου στον τάφο. Ποτέ δεν τολμούσα να μιλήσω στους δικούς μου. Ήθελα κάποιον ξένο που να μου εμπνέει εμπιστοσύνη και να μου υποσχεθεί πως ότι και να γίνει δεν θα αποκαλύψει ποτέ το πραγματικό μου όνομα. Και ο λόγος είναι ότι, οι δικοί μου θα με λυπούνται και σίγουρα θα αλλάξει η συμπεριφορά τους απέναντι μου.
Θα με προσέχουν περισσότερο και θα με ρωτάνε όλο και περισσότερα επειδή δε θα αρκεστούν σε αυτά που θα τους πω.
Κατά την διάρκεια της τουρκικής εισβολής άφησα τους γονείς μου και ακολούθησα τον άντρα μου στο δικό του χωρίο, καθότι δεν ήθελε να αφήσει μόνο τον πατέρα του. Η μητέρα του πέθανε όταν ήταν μικρός. Αγαπούσα πολύ τον μακαρίτη τον πεθερό μου, γιατί με είχε πάντα σαν δική του κόρη.
Ακόμα και μετά το βιασμό μου, δεν άλλαξε καθόλου η συμπεριφορά του απέναντι μου. Για τον εφιάλτη που έζησα δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν ούτε καν στον γιό του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που με κοιτούσε στα μάτια κάθε φορά. Ακόμα και στις τελευταίες του στιγμές λίγα χρόνια αργότερα, δε μου ανάφερε το παραμικρό. Ήξερε πως θα ντρεπόμουν και θα πληγωνόμουν μαζί.
Γνώριζα πως πονούσε πολύ και εκείνος που δεν μπόρεσε να με προστατέψει, με το όπλο στον κρόταφο τον έσπρωξαν να μπει στο δωμάτιο. Εικόνες που μέχρι χτες δεν ήθελα να φέρνω στη μνήμη μου αλλά δυστυχώς για πάρα πολλά χρόνια με έκαναν να πετάγομαι από τον ύπνο μου.
Έκανα αμέτρητες προσπάθειες να τις βγάλω από το μυαλό μου, αλλά μάταια. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που με άρπαξε ο ένας από τους δύο από τα μαλλιά και με πέταξε χάμο, γονάτισε πάνω από το κεφάλι μου και με κρατούσε από τους αγκώνες. Προσπάθησα να ξεφύγω αλλά ήταν αδύνατον, άρχισα να κλαίω και να ουρλιάζω, να τους παρακαλάω να με αφήσουν, εκείνος που μου κρατούσε τα χέρια θύμωσε πολύ, μου είπε κάτι στα τούρκικα και αφού έβαλε τα γόνατα του πάνω στα χέρια μου, μου έκλεισε το στόμα .
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, αδύνατη να αντιδράσω άλλο, παρά μόνο να κλαίω. Όταν τελείωσαν, αυτός που μου κρατούσε τα χέρια μου έδωσε μια κλωτσιά στη μέση και μου μίλησε ελληνικά «Εν λία σας ‘κομα». Ήμουν σίγουρη πως επρόκειτο για τουρκοκύπριο.
Σωριασμένη στο πάτωμα έκλαια από πόνο και ντροπή. Κανείς δεν θα μπορούσε να βγάλει τη βρωμιά και τον πόνο από μέσα μου. Τραβούσα και έτριβα το δέρμα μου με όλη μου τη δύναμη, θέλοντας να το βγάλω για να φύγω από πάνω μου τη βρωμιά, αλλά το μόνο που κατάφερνα, ήταν να γεμίσω το σώμα μου με μώλωπες και να πονάω ακόμα περισσότερο. Με σιχαινόμουν.
Ντρεπόμουν να κοιτάξω στα μάτια όλους εκείνους τους ανθρώπους που μαζευόταν στο σπίτι μας τις μέρες που ακολούθησαν. Μαζευόμασταν σε ένα σπίτι όσοι περισσότεροι γινόταν, επειδή φοβόμασταν. Ντρεπόμουν όλες εκείνες τις μεγάλες γυναίκες που μας έβαζαν να ντυνόμαστε με παλιά ρούχα και μερέζες για να μοιάζουμε γριές. Έκρυβαν εμάς τις μικρότερες, μας έσπρωχναν πίσω και στέκονταν μπροστά για να μας προστατέψουν έτσι από τα χέρια των Τούρκων.
Πολλές ήταν οι φορές που δεν άντεχα και ήθελα να φωνάξω τους με όλη τη δύναμη της φωνής μου: άδικα προσπαθείτε να με προστατεύεστε, εμένα με σκότωσαν ήδη, γιατί και ο βιασμός, θάνατος είναι. Τώρα θέλω να βγάλω τη βρωμιά από το σώμα και τη ψυχή μου αλλά δεν μπορώ, το μόνο που θέλω είναι ένα όπλο να σκοτώσω όσο πιο πολλούς μπορώ» .
Θυμάμαι τις πρώτες μέρες τις εισβολής που μάζεψαν τα πάντα από τα σπίτια, έπιπλα, κρεβάτια, ρούχα, ακόμα και τα καροτσάκια των μωρών τα έβαζαν στα φορτηγά και έφευγαν. Το χωρίο κάποια στιγμή έμοιαζε με κόλαση, διέλυσαν τα πάντα. Νεκρά ζώα στους δρόμους αλλά και άνθρωποι.
Δε θα ξεχάσω επίσης όταν έριχναν πυροβολισμούς χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Μια μέρα μάθαμε πως από αδέσποτη σφαίρα σκοτώθηκε να φανταστείτε άνθρωπος που καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας του με την μάνα του και την γυναίκα του. Η σφαίρα τον βρήκε στη κοιλιά, έβγαλε τρεις ήχους και πέθανε μπροστά στα μάτια των δύο γυναικών. Μετά σκότωσαν ακόμα δύο. Τους έθαψαν σε ένα πρόχωμα, άλλοι λένε πως τους βρήκαν μετά και άλλοι πως όχι.
Πολλοί μείναμε μέχρι και τη στιγμή που γύριζαν στο χωρίο και φώναζαν πως όλοι πρέπει να το εγκαταλείψουμε. Χάθηκαν πολλές ζωές. Αρκετοί συγγενείς του άντρα μου που μεταφέρθηκαν στο γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία δεν επέστρεψαν ποτέ.
Μακάρι ποτέ ξανά να μην βιώσει κανένας λαός, κανένα κράτος ότι εμείς το 1974. Όλος αυτός ο κόσμος που βίωσε όλη αυτή τη δυστυχία να πάψει να υποφέρει άλλο».
Με αυτά τα λόγια, περίγραψε στη η Μαρία την τραγική εμπειρία του βιασμού της από τουρκοκύπριους «αδελφούς» μας.
MAXHNEWS
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.