Λωποδύτης (αρχαία ελληνική): Από το λώπη ή λώπος που σημαίνει ένδυμα και το δύω που σημαίνει βυθίζω, βουτώ (αυτός που κλέβει ρούχα)
Λωποδύτης (αρχαία ελληνική): Από το λώπη ή λώπος που σημαίνει ένδυμα και το δύω που σημαίνει βυθίζω, βουτώ (αυτός που κλέβει ρούχα)
Δεν είναι αυτός που κλέβει ρούχα, αλλά αυτός που βάζει κάτι (ξένο) στις τσέπες του.
ΑπάντησηΔιαγραφή