Page Nav

HIDE

Pages

Classic Header

{fbt_classic_header}

ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΣΚΛΑΒΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ

Breaking News:

latest

Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ

ΛΗΣΤΑΡΧΟΙ...Οι… πολέμιοι του κράτου. Ο μύθος είναι παγκόσμιος, διαχρονικός και ανά τους τόπους αποδιδόταν σε διαφορετικά πρόσωπα. Πρόκει...

ΛΗΣΤΑΡΧΟΙ...Οι… πολέμιοι του κράτου.
Ο μύθος είναι παγκόσμιος, διαχρονικός και ανά τους τόπους αποδιδόταν σε διαφορετικά πρόσωπα. Πρόκειται για το μύθο του λήσταρχου που μετά τις επιδρομές της συμμορίας του, κυρίως εναντίον των πλουσίων, μοίραζε τη λεία του στους φτωχούς και απέδιδε δικαιοσύνη. Στη Βρετανία ήταν ο «Ρομπέν των Δασών». Στο Μεξικό ήταν ο «Ζορρό». Στον αμερικανικό Νότο ήταν ο Τζέσι Τζέιμς, στην Κίνα ο Μπάι Λανγκ, στη Σικελία ο Τζουλιάνο και στην Ινδία ο Θόκια.

Ο βίος μάλιστα του τελευταίου είναι σε κάποιες λεπτομέρειές του παράλληλος με το «δικό μας» Γιαγκούλα παρότι ανάμεσά τους υπάρχουν 80 χρόνια διαφορά και η απόσταση μεταξύ των δύο τόπων καλύπτει τη μισή υφήλιο. Ο θρύλος και για τους δύο λέει πως βγήκαν στην παρανομία επειδή εκδικήθηκαν το βιασμό ή την ατίμωση θηλυκού μέλους της οικογένειάς τους. Και οι δύο λατρεύονταν από τους ντόπιους χωρικούς, αλλά όχι από τους γαιοκτήμονες. Και οι δύο υπέγραφαν σαν βασιλείς: ο Γιαγκούλας ήταν ο «Βασιλιάς των Ορέων» και ο Θόκια «Βασιλιάς των Ληστών». Στις ΗΠΑ ο Τζέσι Τζέιμς, ο ληστής του 19ου αιώνα, βοηθούσε τους φτωχούς νότιους χωρικούς και εκδικούταν την ήττα και την ταπείνωση του αμερικανικού Νότου από τους Βόρειους. Ο Μπάι Λανγκ, λήσταρχος στην Κίνα στις αρχές του 20ού αιώνα, βασίστηκε σε αυτήν την έμμεση αναδιανομή πλούτου, τη φροντίδα των φτωχών και την επίθεση εναντίον των πλουσίων για την ανοχή και την υποστήριξη των ανταρτών του.

Παντού λοιπόν στον κόσμο υπάρχει αυτή η φιγούρα: Ο λήσταρχος, που αν και παράνομος γινόταν σύμβολο για τους κατατρεγμένους, ο τιμωρός, ακόμα και ο σωτήρας σε κάποιες περιπτώσεις. Μάλιστα οι προσωπικότητες τύπου «Ρομπέν των Δασών» έχουν την… ιδιαιτερότητα να «ευδοκιμούν» κυρίως σε αγροτικές κοινωνίες που μεταβάλλονται σε βιομηχανικές και συνήθως αντικατοπτρίζουν την αντίδραση στη μεταβολή και τη «γενικευμένη επιθυμία για ελευθερία, ηρωισμό και το όνειρο της δικαιοσύνης».

Κάτι δηλαδή ανάλογο με αυτό που συνέβη στις αρχές του νεοελληνικού κράτους και με το οποίο θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας αφιέρωμα.

Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του φαινομένου της ληστείας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος ήταν η μακρόχρονη ενεργή συμμετοχή των ληστών – κλεφτών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του έθνους και το ότι δεν είχαν απαρνηθεί τον κοινωνικό τους ρόλο, που εκείνη την εποχή ήταν απολύτως συμβατός με την ιδεολογία και τους τρόπους της κοινωνικής οργάνωσης της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας. Η ληστεία, εξάλλου, στα χρόνια την οθωμανικής κατοχής και στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν δεκτή ως μια «απολύτως φυσιολογική» έκφραση του κοινωνικού βίου, που δεν ερχόταν σε ρήξη με τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές.

Η ρήξη επήλθε όταν, μετά τους νικηφόρους αγώνες της Επανάστασης του 1821, το ελληνικό κράτος ανεξαρτητοποιήθηκε και προσπάθησε να ορθοποδήσει, βασιζόμενο στα κελεύσματα και τα πρότυπα των προστάτιδων δυνάμεων-κρατών. Στις πρώτες λοιπόν δεκαετίες, οι όροι κλέφτης και αρματολός προσδιορίζουν τους ενόπλους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συμμετείχαν στην επανάσταση και συνδέθηκαν με τον πόλεμο. Οι ληστές και η ληστεία συνδέονται με την κλεφταρματολική παράδοση, όμως σταδιακά άρχισε να σχηματίζεται ένα ρήγμα με τη δράση των ενόπλων που βρίσκονται κυρίως στην ύπαιθρο και τους ορεινούς όγκους.

Οι ένοπλοι διεκδίκησαν αναγνώριση και ένταξή τους στους νέους θεσμούς που δημιουργήθηκαν και όταν οι προσδοκίες τους δεν εκπληρώθηκαν, τότε στράφηκαν κατά του κράτους και βγήκαν στο κλαρί. Από την άλλη πλευρά το κράτος επιχείρησε ένα νέο καταμερισμό της ένοπλης δύναμης και καθώς ο εφοδιασμός με οπλισμό δεν ακολούθησε την κληρονομικότητα, την επιδεξιότητα στα όπλα ή τις ανάγκες διευθέτησης τοπικών διαφορών, όπως γίνονταν στα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, οδήγησε αρκετούς πένητες ένοπλους να «βγουν στο κλαρί».

Έτσι η ανάπτυξη ληστρικών κυκλωμάτων σε περιοχές που συγκέντρωναν ορισμένα γεωγραφικά χαρακτηριστικά και ασκούνταν συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες, μπορεί να συσχετιστεί με την εισβολή του εθνικού/σύγχρονου κράτους στην παραδοσιακή/αγροτική κοινωνία και την ανατροπή των ισορροπιών της. Το κράτος προκειμένου να εδραιώσει και να αναπτύξει τους δικούς του μηχανισμούς και θεσμούς «επιτέθηκε» στις τοπικές και κοινωνικές ιεραρχίες, ενώ παράλληλα ενίσχυσε την αποδιάρθρωση του κοινωνικού παραδοσιακού καταμερισμού ρόλων και αρμοδιοτήτων.

Όμως οι μέθοδοι καταστολής οδηγούν στην ανάπτυξη και ισχυροποίηση της ληστοκρατίας, η οποία μπορεί να εκληφθεί και ως προσπάθεια της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας να αντιδράσει στις κρατικές μεθοδεύσεις, που στόχευαν στην ένταξη της υπαίθρου στο νέο οικονομικό-πολιτικό σύστημα, συχνά με τρόπο που προσέβαλε την αξιοπρέπειά της. Οι αιτίες λοιπόν της ληστείας μπορούν να αναζητηθούν σε αυτή την προσπάθεια του κράτους να δημιουργήσει δομές και μηχανισμούς, που απείχαν από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής της τότε ελληνικής επαρχίας.

Η κλεφταρματολική παράδοση, που ήταν ακόμη ριζωμένη στον τρόπο ζωής των κοινοτήτων, συνδεόταν ιδιαίτερα με τη ληστεία. Η… παράδοση αυτή που ήταν ένας από τους τρόπους διαχείρισης των συγκρουσιακών-επαναστατικών σχέσεων της ελληνικής κοινότητας και της οθωμανικής εξουσίας, πήρε τότε τη μορφή της σύγκρουσης του παραδοσιακού κόσμου με το νέο εθνικό κράτος.

Σημαντική, εξάλλου, αιτία που έσπρωχνε τους «ορεσίβιους» ή «καμπίσιους» ενόπλους στη ληστεία ήταν και το οικονομικό αδιέξοδο που είχε οδηγήσει τους περισσοτέρους στο σημείο της εξαθλίωσης. Η κακή οικονομική κατάσταση οφειλόταν αφενός στην αγροτική πολιτική του κράτους, που στήριζε τους μεγαλοτσιφλικάδες-πολιτευτές και επέτρεπε την καταπίεση και την οικονομική απομύζηση των κολίγων και αφετέρου στις συνεχείς κρατικές παρεμβάσεις στη δομή της νομαδικής κτηνοτροφίας, για την οποία επεδίωκαν τη σταδιακή καταστροφή της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ότι μετά τον «ατυχή» πόλεμο του 1897 παρατηρήθηκε αύξηση στις ληστρικές συμμορίες στα θεσσαλικά βουνά, καθώς οι εξασκημένοι στα όπλα νέοι του κάμπου, αφού έλαβαν μέρος στον αγώνα για την ελευθερία και ηττήθηκαν, δεν μπορούσαν να αντέξουν τη δουλεία και την καταπίεση των τσιφλικάδων, με αποτέλεσμα να «βγουν στο βουνό».



ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΔΕΣ

Οι προστατευόμενοι δολοφόνοι

Ήταν άνοιξη του 1870 και η παλιά Ελλάδα πάσχιζε να γίνει κράτος δικαίου. Η ληστεία όμως ήταν καθημερινό γεγονός, καθώς οι διάφορες ομάδες «αλωνίζουν» ανενόχλητες στην Αττική που ήταν ακόμα γεμάτη από πυκνά δάση. Οι Αμπελόκηποι, για παράδειγμα, ήταν μια χέρσα περιοχή και εκεί που βρίσκεται το σημερινό αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» ήταν πυκνό δάσος με βελανιδιές και πεύκα που οι ντόπιοι κυνηγούσαν αγριογούρουνα.

Με τους περισσότερους κατοίκους της «πρωτεύουσας» στο χαμηλότερο μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο, οι τσιφλικάδες που έχουν εμπλακεί με την πολιτική είτε κάνουν άλλοτε «τα στραβά μάτια» είτε χρησιμοποιούν κάποιες από τις ομάδες των ληστών ως τμήματα του προσωπικού στρατού τους, προκειμένου να επιβάλουν την ισχύ τους. Υπό αυτές τις συνθήκες οι ληστές κυκλοφορούν ανενόχλητοι και αρκετοί έχουν γίνει ασύδοτοι.

Ως τρανή απόδειξη της ασυδοσίας μπορεί να θεωρηθεί η περίπτωση των λήσταρχων Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη, οι οποίοι εξέθεσαν τη χώρα διεθνώς, όταν στις 30 Μαρτίου (ή 11 Απριλίου σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο) αιχμαλώτισαν μια παρέα ξένων περιηγητών. Όταν καταλαβαίνουν ότι έπεσαν πάνω σε «χρυσωρυχείο» και ότι μπορούν να εκβιάσουν για την πολυπόθητη για τους περισσότερους ληστές αμνηστία, ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για την τραγωδία που πρόκειται να ακολουθήσει.

Η «παρέα» αποτελούνταν από το λόρδο και τη λαίδη Μάνκαστερ, τον Άγγλο Βάινερ, το γραμματέα της βρετανικής πρεσβείας Χέρμπερτ, τον Ιταλό γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας κόμη Μπόιλ, τον Άγγλο δικηγόρο της Εταιρείας των Σιδηροδρόμων Λόιντ, τη σύζυγό του και την κόρη τους. Μετά την απαγωγή τους, οδηγούν τους ομήρους σε μια σπηλιά βορειονατολικά της Πεντέλης και απελευθερώνουν τις γυναίκες μαζί με τους χωροφύλακες που συνόδευαν του ξένους. Το μήνυμα που μεταφέρουν είναι το ακόλουθο: «25.000 χρυσές λίρες και αμνηστία, αλλιώς οι λόρδοι θα αφήσουν τα κοκαλάκια τους στο βουνό». Στο άκουσμα του γεγονότος και των αιτημάτων γίνεται πασχαλιάτικα στην Αθήνα μέγας χαμός. Η κυβέρνηση Ζαΐμη βρίσκεται ξαφνικά σε δύσκολη θέση και ξεκινά διαπραγματεύσεις.

Στην αρχή τηρεί σκληρή στάση, αλλά μετά κατόπιν πιέσεων από την αγγλική πρεσβεία δέχεται να δώσει τα χρήματα. Όμως για αμνηστία δεν το συζητά. Οι μέρες περνούν, οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και οι ληστές τριγυρνούν ελεύθεροι στην ευρύτερη περιοχή. Μια Κυριακή μάλιστα πάνε και στην εκκλησία του Ωρωπού να παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία.

Καθώς η αμνηστία καθυστερεί, ο βαρόνος Μάνκαστερ, σοφά ποιών, ζητά από τους ληστές να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αθήνα, να τους στείλει το ποσό των 25.000 λιρών και να φροντίσει για τη χορήγηση της αμνηστίας τους.

Στις 9-21 Απριλίου 1870 η κυβέρνηση αναθέτει στον ταγματάρχη Θεαγένη να πάρει δύο λόχους στρατού και να πάει να ελευθερώσει τους ομήρους. Οι «επίλεκτες δυνάμεις» του Θεαγένη φτάνουν στη θέση Άγιος Γεώργιος Ωρωπού και κάνουν γιουρούσι στους ληστές. Ακολουθεί τρίωρη μάχη, όπου ένας ληστής πέφτει νεκρός και ο Χρήστος Αρβανιτάκης σκοτώνει τον Λόιντ. Οι ληστές υποχωρούν και ο στρατός στο κατόπι τους σκοτώνει άλλους τέσσερις. Η συμμορία φτάνει στο Δήλεσι και οι Αρβανιτάκηδες εξαγριωμένοι σφάζουν τους άλλους τρεις ομήρους: τους Μπόιλ, Βάινερ και Χέρμπερτ. Η αποτρόπαια πράξη τους πρόκειται να μείνει στην ιστορία ως «Η σφαγή στο Δήλεσι».

Οι επιζώντες από τους ληστές σκορπίζονται στα βουνά και η καταδίωξή τους θα κρατήσει μήνες. Όσοι συλλαμβάνονται εκτελούνται κοινή θέα στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα. Ελάχιστοι από αυτούς περνούν στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία, που και εκεί τους συλλαμβάνουν και τους κρεμάνε οι Τούρκοι. Ο διεθνής αντίκτυπος του γεγονότος υπήρξε τρομερός. Στον ευρωπαϊκό Τύπο η Ελλάδα αναφερόταν ως «φωλεά ληστών και πειρατών», «χώρα ημιβαρβάρων», «εντροπή διά τον πολιτισμόν». Σε επίσημα κείμενα διατυπωνόταν η άποψη ότι η Ελλάδα «τίθεται εκτός του κύκλου των εξευγενισμένων κρατών» και ότι «αι ληστείαι συμφωνούνται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα». Η αγγλική κυβέρνηση, μάλιστα, χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία ανάξια για οποιαδήποτε υποστήριξη.

Όταν μαθεύεται ότι στα απέραντα κτήματα του υπουργού Στρατιωτικών Σκαρλάτου Σούτσου στο Τατόι οι Αρβανιτάκηδες έβρισκαν προστασία, ο τελευταίος παραιτείται και αργότερα το ίδιο κάνει όλη η κυβέρνηση Ζαΐμη.

Έμπνευση για τη λαϊκή μούσα

Η παλαιά παραδοσιακή αντίληψη, που θεωρούσε την κλεψιά αρετή και πολλούς από τους ληστές συνεχιστές των κλεφταρματολών που αποκαθιστούσαν την κοινωνική αδικία, δεν άφησε, όπως φαίνεται, τη λαϊκή μούσα ασυγκίνητη. Έτσι πλήθος τραγουδιών, πολλά από τα οποία είναι μεταποιήσεις και προσαρμογές παλαιότερων δημοτικών και κλέφτικων, αναφέρονται σε επεισόδια από τη ζωή και τα έργα… διάσημων ληστών. Μερικά από αυτά, μάλιστα, διατηρούνται μέχρι σήμερα στο ρεπερτόριο των τραγουδιών της δημοτικής μουσικής, έχοντας όμως απολέσει, με το πέρασμα του χρόνου, τη ληστρική καταγωγή τους. Ένα τέτοιο τραγούδι είναι το δημοφιλές τσάμικο «Παπαλάμπραινα».

Είναι ζήτημα αν υπάρχουν ανάμεσα στους πολλούς σύγχρονους εκτελεστές της «Παπαλάμπραινας» κάποιοι που να γνωρίζουν το γεγονός στο οποίο αναφέρεται: Ο παπα-Λάμπρος Ζέρβας ήταν εφημέριος στο χωριό Ρωμύλι της Πυλίας το 1860. Ένας συγχωριανός του σκέφτηκε να συνεργαστεί με μια συμμορία για να τον ληστέψουν. Οι ληστές έφτασαν απόγευμα έξω από το χωριό και κρύφτηκαν στα γύρω δέντρα. Δύο από αυτούς επισκέφτηκαν τον παπα-Λάμπρο και του ζήτησαν να αγοράσουν ένα βόδι που πουλούσε. Με τις διαπραγματεύσεις όμως νύχτωσε και ο παπάς προθυμοποιήθηκε να τους φιλοξενήσει. Τη νύχτα κι ενώ όλο το χωριό κοιμόταν, ειδοποίησαν τους συντρόφους τους που όρμησαν στο σπίτι για να αρπάξουν χρήματα. Δυστυχώς για αυτούς, η κόρη του παπά, Παναγιώτα, κατάφερε να βγει από το σπίτι κι άρχισε να καλεί σε βοήθεια τα ξαδέρφια της, Γιώργη και Κώστα Ζέρβα. Έτσι ξύπνησαν και οι άλλοι χωρικοί που τους έτρεψαν σε φυγή. Στην καταδίωξη που ακολούθησε σκοτώθηκε ένας ληστής και άλλος ένας τραυματίστηκε. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, πάντως, γύρω από τα ονόματα των ληστών σχηματίστηκαν θρύλοι οι οποίοι αργότερα βοήθησαν στο να αναπτυχθεί ιδιαίτερη συμπάθεια για κάποιους από αυτούς και η «ζωή» τους να περάσει στις επόμενες γενιές είτε με τη μορφή του δημοτικού τραγουδιού είτε μέσω της λεγόμενης «λαϊκής» λογοτεχνίας και της παραλογοτεχνίας.



ΝΤΑΒΕΛΗΣ

Ο… κατά λάθος ήρωας

Ο Χρήστος Νταβέλης (που το πραγματικό του όνομα είναι Νάτσιος), γεννήθηκε στο Στείρι Βοιωτίας περί το 1832. Έφηβος εγκαταλείπει τη γενέτειρά του και έρχεται στην Αθήνα όπου για κάποιο διάστημα εργάζεται ως βοσκός σε κοπάδια της Μονής Νταού Πεντέλης και πουλά το γάλα στην Αθήνα. Δεν στεριώνει όμως εκεί, καθώς ο ηγούμενος της μονής που τον χρησιμοποιούσε ως μεταφορέα των σημειωμάτων του προς μοναχή, υποψιαζόμενος ότι έχει συνάψει σχέσεις μαζί της, τον κατηγορεί για κλοπή. Ο νεαρός Νάτσιος που τιμωρήθηκε με «ραβδισμό στις φτέρνες» (φάλαγγα), διαφεύγει στα Στύρα όπου εκεί ερωτεύεται την κόρη ενός παπά. Η κοπέλα όμως ήταν ταμένη από τον πατέρα της σε έναν τσέλικα της περιοχής ο οποίος για να απαλλαγεί από αυτόν τον υποδεικνύει σε απόσπασμα χωροφυλάκων ως ένα φυγόστρατο ονόματι Νάστος που αναζητούσε. Παρόλο που τούς λέει ότι ονομάζεται Χρήστος Νάτσος, εκείνοι δεν τον πιστεύουν και όταν επιχειρούν να τον συλλάβουν ακολουθεί συμπλοκή όπου σκοτώνεται έναν χωροφύλακα. Έτσι βγαίνει στα βουνά και βρίσκει καταφύγιο στη συμμορία του ξαδέλφου της μητέρας του, του φημισμένου ληστή Κακαράπη (πραγματικό όνομα Μπελούλιας). Σύντομα όμως δημιούργησε τη δική του συμμορία με την οποία ληστεύει ταξιδιώτες, χωρικούς και βοσκούς. Η συμμορία του Νταβέλη, καταδυναστεύει την Αττική, τη Βοιωτία, την Εύβοια και τη Φθιώτιδα.

Υπαρχηγός της ομάδας του ήταν ο Γιάννης Μέγας που γίνεται ορκισμένος εχθρός του και ο άνθρωπος που τελικά θα σκοτώσει τον Νταβέλη. Η ρήξη μεταξύ τους ήρθε όταν η Ιταλίδα κόμισσα Λουίζα Μπανκόλι, που είχε ζητήσει την προστασία της συμμορίας προκειμένου να επισκεφθεί με ασφάλεια τους Δελφούς, ερωτεύτηκε τον Νταβέλη. Ταυτόχρονα όμως την είχε ερωτευτεί και ο υπαρχηγός του που για να τον εκδικηθεί κατατάχθηκε στη Χωροφυλακή όπου έγινε αξιωματικός. Ήταν πια το 1853 και ο Νταβέλης δρούσε στη Θεσσαλία.

Η ληστρική δράση του Νταβέλη δεν είχε κάτι το εξαιρετικό για την εποχή του. Όμως ένα περιστατικό διέδωσε τη φήμη του στην Ελλάδα, καθώς εξελήφθη από τους Έλληνες ως πράξη αντίστασης εναντίον της ξένης αυθαιρεσίας. Το 1855, στην εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου, με τον ηθελημένα ταπεινωτικό αποκλεισμό της Αθήνας από τον αγγλο-γαλλικό στόλο και την ξενική κατοχή του Πειραιά ο Νταβέλης πέτυχε στην οδό Πειραιώς, τη σύλληψη ενός Γάλλου αξιωματικού ονόματι Μπερτώ ή Μπρετώ. Έτσι από τους Εγγλέζους που τον παρομοιάζουν με το διάβολο (Devil) αποκτά το προσωνύμιο «Νταβέλης».

Για την απελευθέρωσή του ο Νταβέλης εισέπραξε το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 30.000 δρχ. σε χρυσό από την ελληνική κυβέρνηση. Η τελευταία ταχύτατα ενέδωσε στις απαιτήσεις του Νταβέλη θέλοντας αφενός να αποφύγει την ανάμειξη των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, κι αφετέρου να προλάβει τυχόν αποκαλύψεις για τη διαπλοκή ανάμεσα σε ληστρικές συμμορίες και πολιτικά πρόσωπα της εποχής. Η είσπραξη των λύτρων έγινε στην παραλία του Κορινθιακού, όπου ο Νταβέλης είχε καταφύγει στηριζόμενος σε δίκτυο υποστηρικτών.

Την άνοιξη του 1856, η δράση του κορυφώθηκε γύρω από την Αθήνα και το Μάιο αιφνιδίασε τους χωροφύλακες που έδρευαν στην… κωμόπολη του Μενιδίου, αναγκάζοντάς τους να του παραδώσουν τα όπλα τους. Έπειτα από αυτή την ταπείνωση, η Χωροφυλακή τον καταδίωξε ανελέητα μέχρι τον Παρνασσό. Όταν η αλληλογραφία του με την κόμισσα Μπανκόλι, πέφτει στα χέρια της Χωροφυλακής και γίνονται γνωστές οι επόμενες κινήσεις του, περικυκλώνεται κοντά στο Ζεμενό της Βοιωτίας. Ήταν 12 Ιουλίου του 1856.

Επικεφαλής στο απόσπασμα ήταν ο Αραχωβίτης Γιάννης Μέγας που είχε γίνει πια υπολοχαγός. Κατά τη σύγκρουση που ακολούθησε, ο Νταβέλης πριν σκοτωθεί από χωροφύλακα, πρόλαβε να σκοτώσει τον Μέγα πυροβολώντας και φωνάζοντας «ούτε ο Νταβέλης στα βουνά ούτε ο Μέγας στα παλάτια».

Το καλοκαίρι του 1856 και για πολλές ημέρες, το κεφάλι του Νταβέλη καρφωμένο σε ένα κοντάρι στήθηκε στην πλατεία Συντάγματος σε κοινή θέα.

Ανάμεσα στους θρύλους που αφορούν τον Νταβέλη, ένας τον θέλει να κατεβαίνει συχνά, μεταμφιεσμένος, στην Αθήνα όπου έπινε καφέ και συζητούσε ανενόχλητος στα καφενεία της πόλης, ενώ η τοπική παράδοση αναφέρει πως από το καταφύγιό του στο Σπήλαιο των Αμώμων, έφτανε, μέσω υπόγειας σήραγγας, στη βίλα της Δούκισσας της Πλακεντίας όπου περνούσε ρομαντικές στιγμές μαζί της.

Ωστόσο, ο τελευταίος δεν φαίνεται να έχει βάση, καθώς όλα δείχνουν ότι η επιστροφή του Νταβέλη ως ληστή στην Πεντέλη συνέβη λίγο μετά το θάνατο της δούκισσας.



ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ

Ο «Βασιλεύς των Ορέων»

Ο Φώτης Γιαγκούλας γεννήθηκε στα 1900 στο χωριό Λιβαδερό του νομού Κοζάνης. Ξεκίνησε τη ζωή του ληστή στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου όταν κατηγορήθηκε ότι χάθηκαν δυο άλογα από τη βοσκή. Έμεινε στις φυλακές της Λάρισας τέσσερις μήνες και όταν ξαναγύρισε στο χωριό, πήρε τον «κακό το δρόμο». Συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά μετά τη δολοφονία του πατέρα κοπέλας που αγαπούσε φίλος του και αρνιόταν να του τη δώσει. Πηγαίνει στις φυλακές της Αίγινας, παραμένει εκεί δύο χρόνια και αποφασίζεται να μεταφερθεί στο Γεντί Κουλέ. Λίγο πριν από τη γέφυρα Μπαμπά κοντά στη Λάρισα το τρένο ελάττωσε την ταχύτητά του, οπότε ο Γιαγκούλας πήδηξε από το τρένο με τις βαριές του αλυσίδες και εξαφανίστηκε. Εμφανίζεται στο Μεταξά όπου πήγε να ζητήσει ένα κορίτσι, που αγαπούσε πολύ καιρό, την Ευαγγελία. Ο πατέρας της δεν ήθελε να τη δώσει σε ληστή κι έτσι ο Γιαγκούλας την απαγάγει και ζει μαζί της στο λημέρι του. Ακολουθεί η δολοφονία από εκδίκηση του αστυνόμου Σούλιου που ήταν ο άνθρωπος που τον συνέλαβε για το φόνο του πατέρα της κοπέλας στον Πολύραχο. Μέχρι το 1920 ο Φώτης Γιαγκούλας είναι διάσημος πια και η αμοιβή για το κεφάλι του εκτινάσσεται από τις 20.000 στις 600.000 δραχμές. Ποσό αστρονομικό για την εποχή καθώς στο ενεργητικό του Γιαγκούλα καταχωρούνται πάνω από 20 φονικά. Το 1925 απαγάγει δύο επιφανείς Λαρισαίους και τους μεταφέρει στον Όλυμπο ζητώντας λύτρα. Προδίδεται όμως από το ληστή Αγριόκωτσο και περικυκλώνεται από καταδιωκτικό απόσπασμα 30 ανδρών. Στη συμπλοκή ο Γιαγκούλας σκοτώνεται από ενωμοτάρχη. Ο «βασιλιάς των Ορέων» περνά στην ιστορία. Το κεφάλι του κρεμάστηκε στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης και αργότερα μεταφέρθηκε και μουμιοποιήθηκε στο μουσείο Ιατροδικαστικής.

paraskevi13.com

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.