Δολοφονείται στη Θεσσσαλονίκη, από τον Αλέξανδρο Σχινά, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ και ανεβαίνει στο θρόνο ο Διάδοχος-Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος...
(Του Γιάννη Ράγκου) Η δολοφονία του βασιλιά Γεώργιου του Α’, τον Μάρτιο του 1913 στη Θεσσαλονίκη, αποτελεί κατά μία έννοια το ελληνικό αντίστοιχο της δολοφονίας του Αμερικανού προέδρου Τζ. Κέννεντυ, που συνέβη 50 χρόνια αργότερα στο Ντάλλας των Η.Π.Α. Και στις δυο περιπτώσεις: το θύμα ήταν ο ανώτερος πολιτειακός παράγοντας της χώρας, οι αρχές υιοθέτησανσχεδόν από την αρχή τη θεωρία του «μοναχικού δράστη» με προσωπικά κίνητρα, ο βασικός ύποπτος βγήκε από τη μέση προτού ολοκληρωθεί η ανάκριση, ενώ στο πέρασμα του χρόνου αναπτύχθηκαν ποικίλες θεωρίες για την πραγματική ταυτότητα των δραστών και τη συνωμοσία που κρυβόταν πίσω τους…
Όταν στις 5 Οκτωβρίου του 1912, η Ελλάδα κήρυσσε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μπαίνοντας στο πλευρό των -τότε- συμμάχων της Σέρβων και Βούλγαρων, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τρεις εβδομάδες αργότερα οι πολεμικές εξελίξεις θα υποχρέωναν την τουρκική φρουρά της Θεσσαλονίκης να παραδώσει την πόλη -η οποία αποτελούσε τον κύριο στόχο της εκστρατείας κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο- στον ελληνικό στρατό. Η πρωτεύουσα της Μακεδονίας ήταν πεδίο σύγκρουσης των ενδοβαλκανικών επιδιώξεων, που εκφράζονταν κυρίως από την πλευρά της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, αλλά και των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.
Στις 28 Οκτωβρίου, τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν θριαμβευτικά στην πόλη και την επομένη ακολούθησε ο 68χρονος, τότε, βασιλιάς Γεώργιος Α’, τον οποίο συνόδευε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού.
Λόγω της εύθραυστης κατάστασης που επικρατούσε, ο Γεώργιος αποφάσισε να εγκατασταθεί στην πόλη, ώστε να επισημοποιήσει, αλλά κυρίως να εδραιώσει την εκεί ελληνική παρουσία. Στο διάστημα της παραμονής του, συνήθιζε, όπως και στην Αθήνα, να πραγματοποιεί καθημερινούς περιπάτους, χωρίς συνοδεία ή με ελάχιστη προστασία.
Το μεσημέρι της 5ης Μαρτίου 1913, ο Γεώργιος, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του ταγματάρχη Φραγκούδη, κατέβηκε από το μέγαρο Χατζηλαζάρου, που χρησιμοποιούσε ως βασιλική κατοικία, στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου προκειμένου να πραγματοποιήσει επίσκεψη εθιμοτυπίας στον Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν επί του πολεμικού πλοίου «Γκέμπεν», που βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης.
«[…] Η Α. Μεγαλειότης, ομιλών εις τον υπασπιστήν του, εξέφραζε την μεγάλην του χαράν δια την πτώσιν των Ιωαννίνων (σ.σ.: στις 22 Φεβρουαρίου 1913), πλειστάκις τονίσας των νέον θρίαμβον των Ελληνικών όπλων» σημείωνε σε σχετικό ρεπορτάζ η εφημερίδα «Εμπρός» στις 7 Μαρτίου και συμπλήρωνε: «Η αυτή ευδιαθεσία του Βασιλέως εξηκολούθησε και μετά μίαν ώραν όταν η Α. Μ. ήρχισε να επιστρέφη εις το Ανάκτορον. Όταν διήρχετο προ του Λευκού Πύργου, εγγύτατα του πλήθους το οποίον περιεστοίχιζε την κατ’ εκείνην την ώραν παιανίζουσαν μουσικήν, επλησίασεν, ανεμίχθη μετά των πολιτών, ήκουσε μουσικήν και κατά την δημοκρατικήν του συνήθειαν, συνωμίλησε μετά των ανθρώπων του λαού οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί. Μετά τούτο, εισήλθεν εις την λεωφόρον της Αγίας Τριάδας […]».
Στη συμβολή με την οδό Βασιλίσσης Όλγας, τον περίμενε από ώρα ο Σερραίος Αλέξανδρος Σχινάς. Γύρω στις 3, είδε τον Γεώργιο και τον υπασπιστή του να περνούν, τους πλησίασε και από μικρή απόσταση πυροβόλησε τον βασιλιά μία φορά, προκαλώντας, ωστόσο, καίριο τραύμα. Αμέσως μετά, επιχείρησε να πυροβολήσει και τον Φραγκούδη, αλλά αυτός πρόλαβε να τον αφοπλίσει και να τον παραδώσει σε δύο Κρητικούς χωροφύλακες, που είχαν προστρέξει στο σημείο της δολοφονίας.
Ο Γεώργιος μεταφέρθηκε στο ιατρείο του «Παπάφειου Ιδρύματος», αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να προσφέρουν καμιά βοήθεια, καθώς ο βασιλιάς ήταν ήδη νεκρός. Από το νοσοκομείο, η σορός του μεταφέρθηκε με ανοικτό αυτοκίνητο στο μέγαρο Χατζηλαζάρου, όπου το συνόδευσαν οι υπασπιστές του Πάλλης, Σκουμπουρδής και Φραγκούδης. Παράλληλα, ο Αλ. Σχινάς μετήχθη στο Αστυνομικό Τμήμα Φαλήρου Θεσσαλονίκης, όπου αμέσως άρχισαν οι ανακρίσεις από τον πρωτοδίκη Β. Κανταρέ και τον γραμματέα Γιαννιώτη.
Η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν, ενώ μόλις νύχτωσε τα φώτα των δρόμων και των κατοικιών παρέμειναν σβηστά και άρχισαν οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες από τις εκκλησίες. Στις 8 Μαρτίου, σε έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής, ο Κωνσταντίνος ορκίστηκε ως νέος βασιλιάς, ενώ στις 12 Μαρτίου αναχώρησε με τη βασιλική θαλαμηγό «Αμφιτρίτη» για την Θεσσαλονίκη, με τη συνοδεία πλοίων του ελληνικού πολεμικού ναυτικού αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων!
Αφού εκτέθηκε για πολλές ημέρες σε λαϊκό προσκύνημα, η ταριχευμένη σωρός του Γεωργίου μεταφέρθηκε στον Πειραιά με την «Αμφιτρίτη», στην οποία επέβαιναν τα μέλη της οικογένειάς του και άλλοι αξιωματούχοι. Ακολούθως, και μέσα σε κλίμα μελαγχολικής μεγαλοπρέπειας, έφτασε στην Αθήνα, όπου στις 20 Μαρτίου τελέστηκε η κηδεία και κατόπιν ετάφη στο λόφο «Παλιόκαστρο» στα ανάκτορα του Τατοΐου.
Στις 22 Απριλίου, ο Αλ. Σχινάς, μεταφερόμενος στον πάνω όροφο του κτηρίου όπου εκρατείτο, «διέφυγε της προσοχής των χωροφυλάκων και ηυτοκτόνησε πεσών εκ του παραθύρου» (από τη σχετική ανακοίνωση της αστυνομίας). eglima.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.