Το κείμενο χωρίς πλάκα, είναι για όσκαρ. Αν πραγματικά το έχει γράψει αυτός, μιλάμε για παιδί θαύμα, σε βαθμό που θυμίζει Κάρολο Μαρξ. Το ...
Το κείμενο χωρίς πλάκα, είναι για όσκαρ. Αν πραγματικά το
έχει γράψει αυτός, μιλάμε για παιδί θαύμα, σε βαθμό που θυμίζει Κάρολο
Μαρξ. Το ότι και οι δύο είχαν λύσει το “ταξικό τους άγχος” ίσως εντέλει
να παίζει ρόλο…
Του Παναγιώτη Αγγελόπουλου από το TVXS.
Όσο πλησιάζουν οι εκλογές, τόσο η «στρατηγική έντασης» θα
κλιμακώνεται. Ενδεικτική του κλίματος είναι μια πρόσφατη έκθεση του
Ινστιτούτου Πίτερσον, που τάσσεται ανοιχτά υπέρ μιας «επιδρομής»
καταθετών στις Ελληνικές τράπεζες (bank run), η οποία, σπέρνοντας τον
φόβο, θα ενίσχυε τα κόμματα που στηρίζουν το πρόγραμμα της Τρόικας.
Μάλιστα, στην «καλύτερη περίπτωση», όπως
τουλάχιστον την αντιλαμβάνονται οι αναλυτές του Ινστιτούτου, μια
καταστροφική απόσυρση καταθέσεων θα μπορούσε να σταθεί αιτία για την
ακύρωση των εκλογών, δεδομένου ότι αν οι εκλογές διεξαχθούν εν μέσω
πανικού, οι «σχιζοφρενείς» πολίτες, που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα το
ξανακάνουν, «εξουδετερώνοντας πολιτικά τον λαϊκισμό σε όλη την Ευρώπη».[1]
Αυτή τη φορά, λοιπόν, το δίλημμα φαίνεται να παίρνει την μορφή
«ευρώ ή δραχμή». Το διακύβευμα, όπως διατυπώνεται από τις
νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, είναι σαφές: ή οι πολίτες ψηφίζουν τα
«υπεύθυνα» κόμματα, που θα τηρήσουν κατά γράμμα τη δανειακή σύμβαση, ή
η Ελλάδα αποπέμπεται από την ευρωζώνη. Δεν πρέπει, ωστόσο, να
παραγνωρίζεται ότι μια τέτοια εξέλιξη θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου,
οδηγώντας πιθανότατα στη διάλυση της ευρωζώνης. Αυτός είναι και ο λόγος
που, παρά τις απειλές των Σόιμπλε και Μπαρόζο, οι Ολάντ, Μέρκελ, Μόντι
και Γιούνκερ επιβεβαιώνουν την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, με τον
τελευταίο, μάλιστα, να διακηρύσσει ότι οι Έλληνες είναι «συνιδιοκτήτες»
του κοινού νομίσματος. Ως απάντηση δε στους εκβιασμούς, ο Jacques
Delpla, ανώτερος οικονομικός σύμβουλος της BNP-Paribas και μέλος της
Επιτροπής Συμβούλων του Γάλλου πρωθυπουργού, δήλωσε πρόσφατα πως «η
απειλή προς την Ελλάδα ότι θα αποκλειστεί από τη δανειοδότηση εκ μέρους
της Ε.Ε. δεν έχει καμία αξιοπιστία: η ευρωπαϊκή οικοδόμηση υπήρξε
πάντοτε προσανατολισμένη προς την ειρήνη και την ευημερία και δεν θα
πράξουμε διαφορετικά με την Ελλάδα». Την ίδια στιγμή, ο οίκος
αξιολόγησης Fitch διαμηνύει ότι το σενάριο εξόδου της Ελλάδας από το
ευρώ παραμένει «απίθανο», συμπληρώνοντας μάλιστα ότι «η λιτότητα από
μόνη της δεν αποτελεί λύση».
Πέρα όμως από την πιθανότητα ή μη της εξόδου της Ελλάδας από την
ευρωζώνη, το ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορεί να χαραχθεί μια
βιώσιμη πολιτική διεξόδου από την κρίση σε αυτή τη βάση. Ίσως μια
αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία και συγκεκριμένα, στην απάντηση της
αγγλικής και γαλλικής Αριστεράς στην κρίση της δεκαετίας του 1970,
οδηγήσει στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Συνοπτικά, η κρίση του
’70 στις ανεπτυγμένες οικονομίες, που έβαλε τέλος στη «χρυσή εποχή του
καπιταλισμού», αποτέλεσε μια δομική κρίση του κυρίαρχου προτύπου
οργάνωσης της παραγωγής και του Κεϋνσιανού παρεμβατικού κράτους, που
ρύθμιζε την συνολική ζήτηση. Στον πυρήνα της, η κρίση εξέφραζε την
αδυναμία αυτού του συστήματος κοινωνικοοικονομικών και
πολιτικο-θεσμικών σχέσεων να αναπαραγάγει αποτελεσματικά τους όρους
ύπαρξης και διατήρησής του.[2]
Από τα μέσα ήδη της δεκαετίας του 1960 διαφάνηκαν οι πρώτες ρωγμές
στην ομαλή λειτουργία του συστήματος. Με την ανεργία στην Ευρώπη να
βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα (1-4%), οι πολιτικές
κινητοποιήσεις των εργαζομένων κορυφώθηκαν (Μάης του ’68 στη Γαλλία, το
«καυτό φθινόπωρο» του 1969-70 στην Ιταλία) και η διαπραγματευτική
δύναμη των συνδικάτων ενισχύθηκε, οδηγώντας σε μισθολογική έκρηξη, η
οποία, παράλληλα με την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, επέφερε μια
δραματική συμπίεση των κερδών του κεφαλαίου προς όφελος των δυνάμεων
της εργασίας. Και ενώ η πάλη μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών για τη
διανομή του εισοδήματος εντεινόταν, ο τετραπλασιασμός της τιμής του
πετρελαίου και η διεθνής συναλλαγματική αστάθεια μετά την κατάρρευση
του συστήματος σταθερών ισοτιμιών Μπρέτον Γουντς το 1970-73 άλλαξαν την
κατάσταση, βυθίζοντας τις ανεπτυγμένες χώρες στην ύφεση και
εκτοξεύοντας στα ύψη τον πληθωρισμό και την ανεργία – το παράδοξο
φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού.
Αυτή την κατάσταση κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι Εργατικοί στην
Βρετανία το 1974 και οι Σοσιαλιστές και Κομμουνιστές στη Γαλλία το
1981, με την υιοθέτηση της «Εναλλακτικής Οικονομικής Στρατηγικής» και
του «Κοινού Προγράμματος». Επρόκειτο για εθνικές στρατηγικές που, παρά
τις μεταξύ τους διαφορές, αποσκοπούσαν στην αύξηση των δημοσίων
επενδύσεων, την αναδιανομή του εισοδήματος «προς τα κάτω» και την
καταπολέμηση της ανεργίας. Κεντρικοί άξονες ήταν οι κεϋνσιανές
πολιτικές αναθέρμανσης· οι εθνικοποιήσεις των μεγάλων παραγωγικών
μονάδων και ο δημοκρατικός επανασχεδιασμός της οικονομίας· η ενίσχυση
των δημοσίων προγραμμάτων υγείας, παιδείας και στέγασης, καθώς και της
εργασιακής νομοθεσίας· η προοδευτική, κλιμακούμενη φορολογία· ο έλεγχος
των τιμών για την τιθάσευση του πληθωρισμού· η μείωση του ελλείμματος
τρεχουσών συναλλαγών μέσω προστατευτικών εμπορικών μέτρων· και ο
έλεγχος της διασυνοριακής κίνησης κεφαλαίων για να αποφευχθεί το
λεγόμενο «capital strike», που είχε γονατίσει την ίδια περίοδο την
κυβέρνηση του Αλιέντε στη Χιλή. Όπως σημειώνει ο Ντόναλντ Σασούν, η
βασική θεωρία ήταν ο ριζοσπαστικός κεϋνσιανισμός, το βασικό όργανο το
εθνικό κράτος.[3]
Η αποτυχία της βρετανικής και της γαλλικής προοδευτικής πολιτικής,
μολονότι εφαρμόσθηκαν σε διαφορετική διεθνή συγκυρία και με
διαφορετικούς συσχετισμούς δυνάμεων, επιτρέπει, εντούτοις, την εξαγωγή
κάποιων κοινών συμπερασμάτων. Στη Βρετανία, οι Εργατικοί του Ουίλσον
κέρδισαν τις εκλογές του ’74 με σύνθημά τους την κοινωνική ισότητα.
Κατά την πρώτη διετία, η κυβέρνηση επιδόθηκε στην εφαρμογή της
«Εναλλακτικής Οικονομικής Στρατηγικής», όπως αυτή εξειδικεύτηκε από το
«Κοινωνικό Συμβόλαιο», το οποίο έφερε την σφραγίδα της αριστερής
πτέρυγας του κόμματος και των ενισχυμένων από το «κίνημα βάσης» (shop
stewards movement) συνδικάτων. Ως αντιστάθμισμα για τα οφέλη του
προωθημένου αυτού κοινωνικού προγράμματος, οι εργαζόμενοι δέχτηκαν το
πάγωμα των μισθών τους, προκειμένου να μειωθεί ο ετήσιος ρυθμός αύξησης
του πληθωρισμού, που το 1975 είχε φτάσει το 25%.
Το 1976, τα σχέδια της Βρετανικής αριστεράς ανατράπηκαν. Παρά την
μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών και τη συγκράτηση του
πληθωρισμού (15%), οι δυνάμεις του κεφαλαίου αντιστάθηκαν στην
μεταρρυθμιστική απόπειρα. Με όχημα τις γνωστές μας «αγορές» και με
αφορμή το δημοσιονομικό έλλειμμα, οργάνωσαν συστηματική επίθεση
εναντίον της στερλίνας, με αποτέλεσμα την υποτίμησή της κατά 12%, τον
Ιούλιο του ίδιου έτους. Με τα επιτόκια να ακολουθούν ανοδική πορεία και
τις κεντρικές τράπεζες να αρνούνται τη συνέχιση του δανεισμού, η
κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια απόκρουσης της επίθεσης των διεθνών
χρηματοπιστωτικών αγορών, προσέφυγε στο ΔΝΤ. Η προσφυγή αυτή
αποδείχτηκε κομβική απόφαση· ένας αξιωματούχος του Αμερικανικού
υπουργείου Εξωτερικών περιέγραφε ως εξής την ατμόσφαιρα των
διαπραγματεύσεων: «Όλοι είχαμε την αίσθηση ότι υπήρχε πολύ σοβαρός
κίνδυνος οι εξελίξεις να οδηγήσουν σε γενική κατάρρευση. Στα μάτια μου,
το δίλημμα ήταν αν η Βρετανία θα παρέμενε στο φιλελεύθερο σύστημα της
Δύσης ή, αντίθετα, αν θα επέλεγε μια ριζοσπαστική αλλαγή πορείας.
Ανησυχούσαμε γιατί ο Τόνι Μπεν (ηγέτης της αριστερής πτέρυγας των
Εργατικών) εξωθούσε την κυβέρνηση να γυρίσει την πλάτη στο ΔΝΤ. Πίστευω
ότι, αν αποφασιζόταν κάτι τέτοιο, το όλο σύστημα θα άρχιζε να
αποσυντίθεται. Ένας θεός ξέρει τι θα έκανε η Ιταλία και έπειτα η
Γαλλία… Οι συνέπειες θα ήταν μεγάλες, όχι μόνο αναφορικά με την
οικονομική ανάκαμψη, αλλά και στο πολιτικό επίπεδο. Γι’αυτό βλέπαμε τις
εξελίξεις με όρους Αποκάλυψης».
Το επακόλουθο της προσφυγής ήταν η υποβολή της χώρας σε αυστηρό
πρόγραμμα λιτότητας και «εσωτερικής υποτίμησης». Παρά τις αντιστάσεις
που προέβαλαν τα συνδικάτα και πολλά μέλη των Εργατικών, η Εναλλακτική
Οικονομική Στρατηγική ακρωτηριάστηκε· οι εργαζόμενοι ένιωσαν
προδομένοι. Ακολούθησε έκρηξη απεργιών, οι οποίες κορυφώθηκαν με το
«χειμώνα της δυσφορίας» του 1978-79, που έριξε την κυβέρνηση. Η
αδυναμία της τελευταίας να διαχειριστεί την κρίση μέσω ενός εθνικού
κεϋνσιανισμού προλείανε το έδαφος για τον μονεταρισμό και τον αυταρχικό
κρατισμό της Θάτσερ.
Σχεδόν μια δεκαετία από το πραξικόπημα του Πινοσέτ στη Χιλή, η
εκλογή των Ρήγκαν και Θάτσερ επισφράγιζε την κυριαρχία του
νεοφιλελευθερισμού και του «δόγματος του σοκ». Ό,τι έγινε με τρομακτική
βιαιότητα στη Χιλή, η άνοδος δηλαδή μιας πολιτικής που κατεδαφίζε το
κράτος πρόνοιας και κατέλυε τα κοινωνικά-εργατικά δικαιώματα,
παραδίδοντας την κοινωνία στην πλήρη κυριαρχία της καπιταλιστικής
αγοράς, έγινε κοινοβουλευτικά στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Σε μια
εξέλιξη όμως, που έμοιαζε καταλυτική, το 1981 ο Φρανσουά Μιττεράν
κέρδισε τις γαλλικές προεδρικές εκλογές και προχώρησε στον σχηματισμό
κυβέρνησης Σοσιαλιστών-Κομμουνιστών στη βάση του «Κοινού Προγράμματος»
του 1972. Αν και με την υιοθέτηση πολιτικής τόνωσης της ζήτησης (που
συμπεριλάμβανε σημαντικές αυξήσεις, εως 30%, σε μισθούς και συντάξεις)
εμποδίστηκε η ύφεση και προστατεύτηκε η εγχώρια βιομηχανία από μια
«βρετανικού τύπου» κατάρρευση, η ανεργία συνέχισε την ανοδική της
πορεία – τον Μάιο του 1982 οι άνεργοι έφταναν τα δύο εκατομμύρια, 8%
του εργατικού δυναμικού. Παράλληλα, το γεγονός ότι η γαλλική κυβέρνηση
ακολουθούσε μια πολιτική δημοσιονομικής επέκτασης, τη στιγμή που οι
υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες συρρίκνωναν κοινωνικές παροχές, μισθούς και
επενδύσεις, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του πληθωρισμού και των
εισαγωγών και, συνεπώς, την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και της
ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Τη ζοφερή αυτή πραγματικότητα ήρθε
να συμπληρώσει η περαιτέρω συμπίεση των κερδών και η εκτίναξη του
δημοσιονομικού ελλείμματος.
Οι κερδοσκοπικές επιθέσεις των διεθνών χρηματαγορών εναντίον του
φράγκου και η άνοδος των επιτοκίων δεν άργησαν· σε διάστημα δεκαοκτώ
μηνών το φράγκο υποτιμήθηκε τρεις φορές, ενώ παρά τους όλο και
αυστηρότερους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, η μαζική φυγή
συνέχιζε ακατάπαυστα. Καθώς η κρίση βάθαινε και η πιθανότητα
συντονισμένης αναθέρμανσης των Ευρωπαϊκών οικονομιών δεν διαφαινόταν,
ήδη από τον Ιούνιο του 1982 η κυβέρνηση συνεργασίας, παρά τις
εσωτερικές αντιρρήσεις, έκανε στροφή στην επιθετική λιτότητα,
υποχωρώντας στην πίεση των «αγορών», δηλαδή στις επιταγές των δυνάμεων
του κεφαλαίου: προτεραιότητα δεν ήταν πια η ανεργία, αλλά ο πληθωρισμός
και το έλλειμμα. Οι δημόσιες επενδύσεις περικόπηκαν, η ανεργία, που
μόλις είχε αρχίσει να σταθεροποιείται, έφτασε το 10%, οι μισθοί
πάγωσαν, ενώ η καθολική προστασία του κράτους πρόνοιας άρχισε να
υποχωρεί. Μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές του ’84, οι Σοσιαλιστές,
σχηματίζοντας μόνοι τους, αυτή τη φορά, κυβέρνηση, συνέχισαν στην ίδια
κατεύθυνση, προωθώντας την πλήρη απελευθέρωση της ροής κεφαλαίων, την
απορρύθμιση, τις ιδιωτικοποιήσεις και το «κλείδωμα» της ισοτιμίας του
φράγκου στα πλαίσια της ΟΝΕ, κίνηση που αποτέλεσε το πρώτο βήμα προς τη
νομισματική ενοποίηση. Ο Μιττεράν αποδείχτηκε βασιλικότερος του
βασιλέως.[4]
Οι εμπειρίες της Βρετανίας και της Γαλλίας ανέδειξαν τα όρια της
στρατηγικής αντιμετώπισης της κρίσης της δεκαετίας του ’70. Σε συνθήκες
χαμηλής κερδοφορίας και αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης, διαφάνηκαν
ανυπέρβλητα εμπόδια στην εφαρμογή εθνικών κεϋνσιανών πολιτικών. Και
αυτό, διότι η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική έτεινε να ενισχύει τον
πληθωρισμό, καθώς οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύονταν την τόνωση της
ζήτησης για να αυξήσουν τις τιμές και να αποκαταστήσουν τα περιθώρια
κέρδους τους. Ο πληθωρισμός, με τη σειρά του, προκαλούσε πτώση των
πραγματικών μισθών τη στιγμή που η αυτοπεποίθηση και διαπραγματευτική
δύναμη των εργαζομένων αυξανόταν λόγω της εκλογής «δικής τους»
κυβέρνησης. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Βρετανίας, το τεταμένο
οικονομικό κλίμα και η πτωτική ανεργία ευνόησαν επιθετικές
διαπραγματεύσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, οδηγώντας σε ένα
ανοδικό σπιράλ μισθών και τιμών.
Η περιχαράκωση των κεϋνσιανών πολιτικών στα όρια του εθνικού
κράτους προσέκρουσε και στον παράγοντα της διεθνοποίησης των
καπιταλιστικών οικονομιών. Η έκθεση των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών
στον διεθνή ανταγωνισμό και, μετά την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς,
στις κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες, σήμαινε ότι η μεμονωμένη
εφαρμογή επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο θα
προκαλούσε ταχύτερη αύξηση του πληθωρισμού και των εισαγωγών απ’ότι
στους εμπορικούς εταίρους, και συνεπακόλουθα, απώλεια
ανταγωνιστικότητας. «Επειδή ο καπιταλισμός είχε γίνει ένα πραγματικά
διεθνοποιημένο σύστημα, οι εθνικές σοσιαλδημοκρατίες υποβάλλονταν στους
περιορισμούς του ισοζυγίου πληρωμών».[5]
Συνοψίζοντας, οι στρατηγικές του «σοσιαλισμού σε μία χώρα» που
υιοθέτησαν οι αριστερές κυβερνήσεις στην δυτική Ευρώπη, ακολουθώντας
πεπατημένα μονοπάτια, ήρθαν αντιμέτωπες με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες
της κεφαλαιακής συσσώρευσης και την εντονότερη αλληλεξάρτηση των
οικονομιών. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι θεσμικοί συμβιβασμοί
μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, όπως εκφράστηκαν στο παρεμβατικό
κράτος πρόνοιας, δεν άντεξαν στις πιέσεις της βιομηχανικής παρακμής,
του στασιμοπληθωρισμού, της χαμηλής κερδοφορίας και της επιτάχυνσης της
διεθνούς κινητικότητας των κεφαλαίων. Στα ανωτέρω ήρθε να προστεθεί η
επάνοδος των διεθνών χρηματαγορών, των οποίων η επιφυλακτικότητα – ή
και επιθετικότητα – ένταντι των αριστερών κυβερνήσεων διαμόρφωσε το
έδαφος κατά τρόπο καθοριστικό.
Παρατηρείται, ωστόσο, ότι μια φιλολαϊκή έκβαση της κρίσης θα ήταν
δυνατή στη βάση της διαμόρφωσης αφενός, μιας καινοτόμου δημοκρατικής
αναδιάρθρωσης των εθνικών οικονομιών και αφετέρου, μιας ευρωπαϊκά
συντονισμένης κρατικής επεκτατικής παρέμβασης στην οικονομία. Όπως,
όμως, παρατηρούν οι Λάσκος και Τσακαλώτος, η κυρίαρχη στη δυτική Ευρώπη
Αριστερά «συνέχιζε να θεωρεί δεδομένη την ύπαρξη πολλών βαθμών
ελευθερίας για την άσκηση της πολιτικής δράσης, της νομοθετικής
πρωτοβουλίας και, κυρίως, της οικονομικής της παρέμβασης στα όρια του
εθνικού κράτους. Όμως, υπήρχαν ήδη πολλές ενδείξεις πως ο κεϋνσιανισμός
σε εθνικό επίπεδο έπνεε τα λοίσθια».[6]
Με την ήττα της Αριστεράς, σφραγίστηκε η άνοδος ενός άγριου,
νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στην Ευρώπη και τον κόσμο. Ο
νεοφιλελευθερισμός, εκτός από ουτοπικό δόγμα, ότι η αγοραία συναλλαγή
αποτελεί ένα σύστημα ηθικών αρχών που μπορεί να χρησιμεύσει ως οδηγός
της ανθρώπινης δραστηριότητας στο σύνολό της, συνιστά ένα αντιδραστικό
πολιτικό πρότζεκτ για την εγκαθίδρυση ομαλών συνθηκών για την
κεφαλαιακή συσσώρευση και την αποκατάσταση της εξουσίας των οικονομικών
ελίτ.[7]
Στα χρόνια που ακολούθησαν την ταραγμένη δεκαετία του ’70, ο
νεοφιλελευθερισμός στηρίχτηκε στην επάνοδο των διεθνών χρηματαγορών και
την απορρύθμιση τους, την «συσσώρευση μέσω της απαλλοτρίωσης»
(ιδιωτικοποιήσεις, εμπορευματοποίηση συλλογικών αγαθών κ.α.) και την
αναδιανομή του εισοδήματος από την εργασία προς το κεφάλαιο. Στο
τελευταίο συνέβαλλαν η αποδυνάμωση των συνδικάτων, η ελαστικοποίηση των
εργασιακών σχέσεων και το άνοιγμα των αγορών του Τρίτου Κόσμου, τα
οποία, με τη σειρά τους, καταδείκνυαν την αλλαγή του συσχετισμού
δυνάμεων. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που ο Πωλ Κρούγκμαν ονομάζει «μεγάλη
απόκλιση», δηλαδή η έκρηξη της εισοδηματικής ανισότητας σε Βικτοριανά
επίπεδα.
Στην Ευρώπη, ως όχημα της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης λειτούργησαν η
Συνθήκη του Μάαστριχτ και συνολικά η ΟΝΕ. Το πεπερασμένο, όμως, αυτής
της στρατηγικής αναδείχτηκε με την κρίση του 2007-08. Αν και η κρίση
ξέσπασε στις ΗΠΑ, όταν τα υπερδανεισμένα φτωχά νοικοκυριά (οι οφειλέτες
«NINJA»: no income, no job, no assets) άρχισαν να χρεοκοπούν μαζικά,
εκμηδενίζοντας την αξία των τοξικών δανείων που κατείχαν τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύντομα μεταφέρθηκε στην άλλη πλευρά του
Ατλαντικού. «Το κεφάλαιο», υπογραμμίζει ο Χάρβεϊ, «ποτέ δεν αντικρούει
τις τάσεις του προς την κρίση, απλώς τις μετατοπίζει. Αυτό το κάνει με
διττή έννοια, από το ένα μέρος του κόσμου σε ένα άλλο και από ένα είδος
προβλήματος σε ένα άλλο». Έτσι, η σφοδρότητα της κρίσης μετατοπίστηκε
από τις τράπεζες στα δημόσια οικονομικά, με συνέπεια την ραγδαία
επιδείνωση των δημοσιονομικών θέσεων των κρατών, και στη συνέχεια,
στους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους με τη μορφή της λιτότητας και
της ανεργίας.[8]
Στην ευρωζώνη, η κρίση εκδηλώθηκε ως διπλή κρίση του
νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και του ενιαίου νομίσματος. Στη ρίζα της
πρώτης βρίσκονται η ακραία ανισότητα, η φτώχεια, η απορρύθμιση των
χρηματαγορών και η «εκτεταμένη εμπορευματοποίηση του κύκλου της ζωής
μέσω της υπερχρέωσης (στεγαστικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες), και της
ιδιωτικοποίησης-περικοπής της κοινωνικής ασφάλισης», με την τελευταία
να λειτουργεί ως αντίβαρο στις τάσεις υποκατανάλωσης. Ως αποτέλεσμα, η
κρίση πήρε τη μορφή πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και ανεπαρκούς
ζήτησης.[9]
Παράλληλα, η κρίση της ευρωζώνης ανάγεται στην ίδια τη δομή και τη
στρατηγική του ενιαίου νομίσματος. Σύμφωνα με τους Μηλιό και
Σωτηρόπουλο, οι επίμονες ανισορροπίες (στα ισοζύγια χρηματοοικονομικών
και τρέχουσων συναλλαγών) στο εσωτερικό της ευρωζώνης και η διόγκωση
του ιδιωτικού (και δημόσιου) χρέους αποτελούν μια ενεργή αντίφαση της
συνoλικότερης αρχιτεκτονικής. Από τη μια πλευρά, συνέβαλαν στην
οργάνωση της κοινωνικής συναίνεσης γύρω από τη νεοφιλελεύθερη
αναπτυξιακή στρατηγική. Από την άλλη, όμως, αποδείχτηκαν ένα καθεστώς
συμβίωσης ιδιαίτερα ευάλωτο σε απρόβλεπτα οικονομικά συμβάντα. Η
αντιμετώπιση των ανωτέρω ανισορροπιών, δεδομένου του νεοφιλελεύθερου
προσανατολισμού της ευρωπαϊκής πολιτικής, επιχειρείται μέσα από
συνθήκες «ύφεσης» των πραγματικών εισοδημάτων της εργασίας – με
αυταρχική επιτήρηση όρων και απολαβών – και έμφαση στην
ανταγωνιστικότητα. Επιλογή εξαιρετικά επικίνδυνη για την οργάνωση της
κοινωνικής συναίνεσης, αποτελεί εγγενές και αναγκαίο παρακολούθημα της
αποστολής της ΟΝΕ, ως μηχανισμού διαρκούς πίεσης προς τα κράτη-μέλη,
τόσο του «κέντρου» όσο και της «περιφέρειας», για αναδιοργάνωση
(ελαστικοποίηση, υποβάθμιση) της εργασίας.[10]
Η σύζευξη της κρίσης της ευρωζώνης με εκείνη του νεοφιλελευθερισμού
καταδεικνύει συνεπακόλουθα, ότι η ελληνική κρίση δεν αποτελεί παρά
κεφάλαιο της κρίσης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, μιας κρίσης
που δεν επιδέχεται προοδευτικές, φιλολαϊκές λύσεις στα στενά όρια των
εθνικών συνόρων. Διέξοδο από μια τέτοια κρίση θα μπορούσε να εγγυηθεί η
αναθεώρηση των σαθρών θεμελίων της ευρωζώνης. Στα άμεσα μέτρα, σύμφωνα
με τους Γιάνη Βαρουφάκη και Στιούαρτ Χόλαντ, θα πρέπει να
συμπεριλαμβάνεται η έκδοση ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, με σκοπό την χρηματοδότηση ενός
«New Deal» για την Ευρώπη. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα αποτελούσε το πρώτο
βήμα στη δημιουργία ενός «μηχανισμού ανακύκλωσης πλεονασμάτων» για την
προώθηση παραγωγικών επενδύσεων στις ελλειμματικές περιοχές της
Ευρώπης, ώστε να αντιμετωπιστούν οι εσωτερικές ανισορροπίες και η
ελλιπής συνολική ζήτηση. Επιπρόσθετα, απαιτείται η διαγραφή του
μεγαλύτερου μέρους του κρατικού χρέους, με τη μετακύλιση του «νομίμου»
χρέους (έως 60% του ΑΕΠ σύμφωνα με το Μάαστριχτ) στην ΕΚΤ και την
αποπληρωμή του υπολοίπου με ρήτρα ανάπτυξης και απασχόλησης, παράλληλα
με την ανακεφαλαίοποίηση και ενοποίηση του ευρωπαϊκού τραπεζικού
συστήματος.[11]
Προϋπόθεση, ωστόσο, για την υλοποίηση των ανωτέρω προτάσεων είναι
αφενός, η ριζική αναθεώρηση του ρόλου της ΕΚΤ και αφετέρου, η θέση των
ευρωπαϊκών τραπεζών υπό δημόσιο, διαφανή έλεγχο και η λειτουργία τους
στη βάση του δημοσίου συμφέροντος. Η κρισιμότητα ενός
κοινωνικοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος συναρτάται με τη
συμβολή του στην οικοδόμηση ενός κοινωνικά ωφέλιμου προτύπου ανάπτυξης.
Στο πλαίσιο του τελευταίου, απαιτείται, επίσης, σε πανευρωπαϊκό
επίπεδο, η υπεράσπιση των συλλογικών αγαθών και του κράτους πρόνοιας, ο
οικολογικός μετασχηματισμός της οικονομίας, η ρύθμιση και φορολόγηση
των χρηματαγορών, η αναδιανομή του εισοδήματος και της εξουσίας από το
κεφάλαιο προς την εργασία και η ακύρωση των νόμων που μετατρέπουν την
αξιοπρεπή διαβίωση από δικαίωμα σε προνόμιο. Είναι, δηλαδή, σαφές ότι,
πέραν του απονομιμοποιημένου μνημονίου, χρειάζεται επανεξέταση του
συνολικού πλαισίου στρατηγικής (Μάαστριχτ, Σύμφωνο Σταθερότητας και
Ανάπτυξης, κλπ.), στον αντίποδα μιας «ανάπτυξης» βασισμένης στην
υποβάθμιση της συλλογικής ευημερίας, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις
«ειδικές ζώνες ελεύθερου εμπορίου». Εξάλλου, όπως προφητικά διαπίστωνε
ο Καρλ Πολάνυι, «η καθιέρωση του μηχανισμού της αγοράς ως μοναδικού
ρυθμιστή της τύχης των ανθρώπων και του φυσικού τους περιβάλλοντος… θα
κατέληγε στην κατάλυση της κοινωνίας… Αχρηστεύοντας την εργασιακή
δύναμη του ανθρώπου, το σύστημα αναπόφευκτα θα αχρήστευε την φυσική,
ηθική και ψυχολογική οντότητα που λέγεται «άνθρωπος».[12]
Καμία ανάλυση, ωστόσο, δεν θα πρέπει να λησμονεί το γεγονός ότι οι
ιδιαιτερότητες της ελληνικής πολιτικής οικονομίας και τα δομικά
προβλήματα του μεταπολιτευτικού κρατικού μηχανισμού (η στρεβλή ανάπτυξη
του ελληνικού κεφαλαίου, η χρόνια, συστηματική και εκτεταμένη διαφθορά)
προσδίδουν μια «μοναδικότητα» στην ελληνική κρίση. Επί παραδείγματι, η
αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος, αποτελεί εν μέρει συνέπεια μιας
«πολύ μεγάλης, χρόνιας και συνειδητής από την πλευρά της εξουσίας,
ταξικά μεροληπτικής υστέρησης των δημοσίων εσόδων… στην τελευταία
δεκαετία, ενώ οι δαπάνες υπολείπονταν κατά 1-3% σε σχέση με τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο, τα έσοδα ήταν 4-7% μικρότερα».[13]
Η ανεξέλεγκτη φοροδιαφυγή και η φοροαπαλλαγή, ιδιαίτερα των μεγάλων
εισοδημάτων, σε συνδυασμό με τις πελατειακές σχέσεις, που έθρεψε ο
δικομματισμός, αποτέλεσαν βασικές αιτίες του αρπακτικού και άκοπου
πλουτισμού μερίδων της κοινωνίας. Βέβαια, στις νεοφιλελεύθερες
αναλύσεις, οι τραπεζίτες, οι κατασκευαστές και οι προμηθευτές όπλων και
ηλεκτρονικών συστημάτων σπάνια συγκαταλέγονται στα συντεχνιακά
συμφέροντα. Σπάνια, επίσης, τονίζεται ότι από το 1995 η Ελλάδα έχει το
υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στην Ε.Ε. των 15 (20-22%)· ότι το μερίδιο
μισθών στο ΑΕΠ πέφτει από τα μέσα της δεκαετίας του ’80· ότι οι
κοινωνικές παροχές και μεταβιβάσεις υπολείπονται του Ευρωπαϊκού μέσου
όρου κατά 2-4%· ή, τέλος, ότι η εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα ήταν
διαρκώς και είναι πολύ μεγαλύτερη του μέσου όρου της Ε.Ε.
Οι ιδιομορφίες της ελληνικής πολιτικής οικονομίας, και η ανάγκη
συθέμελου μετασχηματισμού της σε προοδευτική κατεύθυνση, δεν αναιρεί τη
διαπίστωση ότι η υπέρβαση της κρίσης ή θα γίνει σε πανευρωπαϊκό
επίπεδο, ή δεν θα γίνει καθόλου, χωρίς αυτό να υποβαθμίζει την ανάγκη
εκπόνησης σχεδίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, την
ανόρθωση της κοινωνίας, τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και
τον εξορθολογισμό της δημόσιας διοίκησης. Η πολιτική της εθνικής
περιχαράκωσης και της επιστροφής στη δραχμή, σε συνθήκες μάλιστα
περιπλοκότερες εκείνων, που αντιμετώπισαν οι κυβερνήσεις στην Βρετανία
και τη Γαλλία, δεν αποτελεί, στην παρούσα συγκυρία, λύση. Μια εθνική
ανταγωνιστική στρατηγική εξόδου από το ευρώ που βασίζεται στους δύο
δομικούς άξονες της υπάρχουσας πολιτικής (δημοσιονομική πειθαρχία ως
μέσο για την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και τη συνέχιση της
φορολογικής ασυλίας του κεφαλαίου, εισοδηματική «υποτίμηση») δεν
αποτελεί, εξάλλου, τίποτα περισσότερο από μια ακραία εκδοχή του
παραπάνω πλαισίου.[14]
Άλλωστε, το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει «ολοκληρωθεί» σε
τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι νοητή μια ανώδυνη έξοδος κράτους-μέλους
από το ενιαίο νόμισμα.
Συνεπώς, η πολιτική διεξόδου από την κρίση πρέπει να
προσανατολίζεται στην αναμόρφωση των όρων με τους οποίους εντάσσεται η
κάθε χώρα-μέλος στην ευρωζώνη και την Ε.Ε. Η τελευταία αποτελεί
προνομιακό πεδίο κοινής πάλης για την αλλαγή του συσχετισμού
δυνάμεων κεφαλαίου-εργασίας, την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού και
την σφυρηλάτηση της δημοκρατίας. Το πραγματικό διακύβευμα των
επερχόμενων εκλογών δεν είναι «ευρώ ή δραχμή»· αντιθέτως, συμπυκνώνεται
στο δίλημμα νεοφιλελευθερισμός και λιτότητα ή κοινωνική συνοχή,
δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια. Στην Ευρώπη των «αγορών», αντιπαραβάλλεται
η κοινωνική Ευρώπη των λαών και της αλληλεγγύης. Η μάχη, όπως
διαπιστώνει ο Σλάβοϊ Ζίζεκ, δεν δίνεται μόνο για την Ελλάδα, καθώς η
χώρα μας «δεν είναι εξαίρεση. Αποτελεί ένα από τα κύρια πεδία δοκιμών
ενός νέου κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου, δυνητικά καθολικής εφαρμογής:
μιας απο-πολιτικοποιημένης τεχνοκρατίας, στην οποία θα επιτρέπεται
στους τραπεζίτες και άλλους ειδήμονες να κατεδαφίζουν τη δημοκρατία.
Σώζοντας την Ελλάδα από τους φερόμενους ως σωτήρες, σώζουμε και την
ίδια την Ευρώπη».[15]
olympia.gr
΄Ελεος πια με τους αριστερούς ζάμπλουτους επαναστάτες του κώλου που δε γνωρίζουν τι πάει να πει καθημερινότητα και αγώνας επιβίωσης αλλά κατά τα άλλα το παίζουν ανθρωπιστές. Ας ρωτήσει τη μανούλα και τον πατερούλη του για όλους αυτούς που στηλιτεύει στο άρθρο του. Συχνά πυκνά τρώνε και πίνουν μαζί τους, άσε που πιστεύω πως τους γνωρίζει και προσωπικά.
ΑπάντησηΔιαγραφή