Στα πηγαδάκια που στήνονταν το σούρουπο, στα σοκάκια και τους δρόμους του χωριού μας, χρόνια η κουβέντα ψιθυριστά περιστρεφόταν γύρω α...
Στα πηγαδάκια που στήνονταν το σούρουπο, στα σοκάκια και τους δρόμους του χωριού μας, χρόνια η κουβέντα ψιθυριστά περιστρεφόταν γύρω από το "φυγιό". Οσοι το τολμούσαν, όμως, άφηναν πίσω την οικογένειά τους, που την περίμενε ο γολγοθάς της εξορίας... Τη Γη, που από μικρά παιδιά την είχαν ποτίσει με ιδρώτα, και τώρα τα είχε κάνει παλικάρια, ίσως δεν θα την έβλεπαν ξανά. Τη Γη μας τη λεβεντογέννα! Που είχε μεγαλώσει γενιές και γενιές. Από πολύ παλιά! Πιο παλιά και απ' τη Φοινίκη και απ' το Βουθρωτό και απ' την Απολλωνία. Είχαν περπατήσει πάνω της γενναίοι άντρες: Σπυρομήλιος, Ζωγράφος, Δούλης, Θύμιος Λιώλης, Σαχίνης, Στ. Κόκκαλης, Γκουβέλης, Παπ' -Αντρέας κ.ά. που με τα ανδραγαθήματα και τις θυσίες τους κράτησαν ζωντανή μέσα μας τη φλόγα και την προσδοκία της λευτεριάς.
Βαριά η κληρονομιά. Για όλες τις γενιές μας. Ιδιαίτερα για τη δική μου γενιά που εκεί, στο κατώφλι των χρόνων του ’90, όταν κατέρρε το κομμουνιστικό σύμπαν, εκλήθη να αναμετρηθεί με την Ιστορία. Να τα βάλει και να ταπεινώσει το πιο δικτατορικό καθεστώς που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Που επί δεκαετίες είχε βάλει μπρος -και δούλευε στο φουλ- την πιο φοβερή μηχανή ψυχικού εξαναγκασμού και αλλοτρίωσης του εθνικού φρονήματος των ανθρώπων μας. Αδικα όμως. Οι ραγιάδες στο βάθος της ψυχής τους παρέμεναν αδούλωτοι.
Κάπου στους τοίχους των φτωχόσπιτων, μέσα σε κάποιο ντουλαπάκι, σιγόκαιγε ένα κρυμμένο καντήλι μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και του Χριστού. Εκεί υποκλίνονταν με ευλάβεια, προσεύχονταν και με βουρκωμένα μάτια ζητούσαν να τους φωτίσει στο τούνελ της απόγνωσης και να βρουν το μονοπάτι της ΕΛΠΙΔΑΣ. Στο ομιχλώδες αυτό τοπίο, ξεκίνησαν μια μέρα και πήραν τη στράτα της ελευθερίας και οι φίλοι μου, οι συντοπίτες-παλικάρια, αφού έκαναν την προσευχή τους σε ερημοκλήσι...
Δεν ξέρω αν είχαν διαβάσει ή είχαν ακούσει το απαγορευμένο (!)δίστιχο διαμάντι "καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά 40 χρόνια σκλαβιά και φυλακή".
Αργότερα θα μαθαίναμε πως κάπου εκεί, δίπλα στα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα που οριοθετούσαν την κόλαση, εκεί όπου η Ζωή μαχόταν με τον Χάρο, το βροντοφώναξαν και το συνυπέγραψαν και οι τέσσερίς τους: Ο Θ. Μάσιος, Ο Β. Μήτρος, ο Θ. Κώτσης και ο Α. Ράφτης.
Ηταν στον ανθό της νιότης τους και είχαν μοναδική λαχτάρα την ελευθερία.Και αψήφησαν έτσι το τραγικό ενδεχόμενο το τυφλό και χωρίς μέλλον λαβωμένο όργανο των αλβανικών συνόρων να τους κόψει το νήμα της ζωής. Οπως και συνέβη την 12η Δεκεμβρίου 1990. Η είδηση έγινε τραγικός ψίθυρος που διαδόθηκε σαν αστραπή από στόμα σε στόμα, διαπέρασε σύγκορμα τον Βούρκο όλο και έφτασε στο χωριό. Πρόσωπα σκαμμένα και βουβά απ’ τον πόνο, απ’ την κρυφή ελπίδα μην είναι το δικό τους παιδί. Αλλά τι σημασία είχε. Οποιο και να ήταν, ήταν δικό τους παιδί, ήταν δικός μας αδελφός.
Το μεσημέρι προς απόγευμα ήταν όλοι παρόντες στην πλατεία του χωριού. Ηταν στιγμές μιας σιωπηρής και αβάσταχτης οδύνης που έμοιαζε με την ηρεμία πριν την καταιγίδα. Χρειαζόταν μόνο μια σπίθα. Ποιος θα έκανε την αρχή; Πού και πού ένα μακρόσυρτο μοιρολόι σού μάζευε την καρδιά κουβάρι. Φήμες λέγανε ότι "θα πάνε τις σορούς τους στο δικαστήριο και θα τους ενταφιάσουν στη φυλακή". Δειλά-δειλά άρχισαν να αρθρώνονται και οι πρώτες κουβέντες. "Πήραν την εσχάτη των ποινών και δεν θα μας δώσουν ούτε τις σορούς να θάψουμε;" Τότε ήταν που ο Β. Μάσιος βροντοφώναξε: "Εμπρός συγχωριανοί! Πάμε να πάρουμε τα παιδιά μας. Πρώτος εγώ και όποιος θέλει με ακολουθεί". Ούτε που το σκεφτήκαμε καν.
Ηταν στιγμές πρωτόγνωρες, στιγμές ηρωικές. Οι άνθρωποι είχαν δημιουργήσει μια ουρά που έφτανε τα 3 χλμ. Από το Αλύκο έως και το Μαραφέντι.
Οποιο φορτηγό περνούσε στον άστρωτο οδικό άξονα όλο λακκούβες, όπως αυτές που είχε ανοίξει στις ψυχές μας ο άδικος χαμός των παιδιών, το εξαγριωμένο πλήθος το σταματούσε. Οι διάλογοι με τους οδηγούς ήταν πολύ σύντομοι:" Ή πάτε εκεί όπου πάμε εμείς ή κατεβαίνετε!". Οποιος οδηγός τα παράτησε, απ’ τον φόβο, αντικαταστάθηκε από κάποιον συγχωριανό μας. Η πέτρα που ένας νεαρός κρατούσε στο χέρι, στην αρχή της ρυμούλκας και ακριβώς πάνω απ’ την καμπίνα, θύμιζε στους οδηγούς πως η ματωμένη μεθόριος ήταν ο μοναδικός προορισμός τους.
Τέσσερα φορτηγά, γεμάτα νέους και πέτρες, ξεκίνησαν για το χωριό Σκάλα-Τσιφλίκι.
Ξαφνικά, πρωτάκουστα συνθήματα για την εποχή ήχησαν δυνατά: «Σκυλί Αλία είσαι δολοφόνος!», «Κάτω η δικτατορία!» «Θέλουμε δημοκρατία!»
Διαβάτες στους δρόμους και παρευρισκόμενοι στις πλατείες των χωριών, απ' όπου διερχόταν το κομβόι (στο χωριό Ντερμίσι προστέθηκε άλλο ένα φορτηγό με αγανακτισμένους νεαρούς, συγχωριανούς του Β. Μήτρου από τη Γέρμα), πλησίαζαν να μάθουν αλλά και να ενθαρρύνουν τους εξεγερμένους. Υπήρχαν και κάποιοι που έσπευδαν να αποσυρθούν και κλειστούν στα σπίτια τους, μη τους δει "κάποιο μάτι» και την επομένη κληθούν να καταθέσουν γιατί το κομμουνιστικό ρητό έλεγε: "Ο αδιάφορος πιο επικίνδυνος από τον εχθρό".
Τίποτε δεν μπορούσε να ανακόψει την πορεία της οργής. Το «μουγκρητό» των φορτηγών της γνωστής μάρκας «Ζίσι», που λες κι έβγαινε απ’ τα ματωμένα στήθη του λαβωμένου τόπου μας, ηχούσε σαν σάλπισμα ξεσηκωμού στ’ αφτιά μας. Η αστυνομική κλούβα, που δέχτηκε βροχή από πέτρες, δεν σταμάτησε καν. Η αγωνία μας έκανε τη διαδρομή να φαντάζει ατέλειωτη. Φθάσαμε επιτέλους στη Βίλα, όπου ήταν σταθμευμένο το φορτηγό με τις σορούς των τεσσάρων παιδιών. Τα λόγια μου μοιάζουν πολύ φτωχά και αδυνατούν να περιγράψουν τη σκηνή που ακολούθησε όταν το πλήθος αντίκρισε τις σορούς, τα κακοποιημένα και τρυπημένα από τις λόγχες κορμιά των λεβεντόπαιδών μας. Οι καρδιές μας σφίχτηκαν μπροστά στη φρικτή θέα του θανάτου, ο φόβος σαν να διαλύθηκε μεμιάς και το μίσος για τους φονιάδες του Χότζα πλημμύρισε σαν η χειμερινή φουσκονεριά της Πόβλας που κυλούσε δίπλα μας.
Μέσα στον αλαλαγμό του πόνου ακούστηκαν φωνές που ζητούσαν να συνεχιστεί η πορεία προς τα σύνορα με σκοπό τη φυγή προς την Ελλάδα. Κάποιοι άλλοι ήθελαν επιστροφή και παρέλαση με τους νεκρούς στους ώμους μέσα στους Αγίους Σαράντα. Τελικά, ούτε το ένα ούτε το άλλο έγινε. Γυρίσαμε στο χωριό. Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι κανείς. Η νύχτα είχε γίνει ένα ατέλειωτο μοιρολόι από τον αβάσταχτο πόνο κάποιας μάνας, αδερφής, συγχωριανής. Η δεκεμβριάτικη αυγή χαιρέτισε τα παιδιά μας σαν ήρωες και ο ήλιος της έκανε στεφάνι τις αχτίδες του στην αματοβαμμένη κόμη τους.
Η παράτολμη απόφαση, να πορευτούμε τελικά με τα φέρετρα προς τους Αγίους Σαράντα και να τα μετατρέψουμε σε λάβαρα διαμαρτυρίας για τον άδικο χαμό τους, όπως και πολλών άλλων σ’ όλη τη στρατοκρατούμενη μεθόριο, είχε ληφθεί. Τα ματωμένα χρονικά του τόπου μας απ’ τη στιγμή εκείνη έμελλε να καταγράψουν την πιο μαζική διαμαρτυρία των 5.000 και πλέον Βορειοηπειρωτών..
Μόλις τα φέρετρα εμφανίστηκαν στο κέντρο του χωριού, έκπληκτοι οι παρευρισκόμενοι αντίκρισαν τα πανό που έγραφαν "Κάτω η δικτατορία! Θέλουμε δημοκρατία!". Σ' όλη τη διαδρομή προς τους Αγίους Σαράντα αντηχούσαν τα συνθήματα "Σκυλί Αλία είσαι δολοφόνος. Κάτω η δικτατορία- Θέλουμε δημοκρατία!». Στο Μετόχι, στο ενδιάμεσο της διαδρομής, μια γιγαντοαφίσα του Ε. Χότζα γκρεμίστηκε σε χρόνο μηδέν. Στην Γκιάστα, λίγο πριν απ’ την πόλη, μας είχαν στήσει μπλόκο αναρίθμητοι αστυνομικοί, στρατιώτες και κομματικοί εγκάθετοι Αλβανοί πολίτες. Τότε μπήκαν μπροστά γυναίκες και παιδιά και το σύνθημα που αντήχησε ήταν "Ο στρατός είναι μ' εμάς". Τίποτα, όμως, δεν μπορούσε να τους πείσει για τις προθέσεις μας. Ολη την ημέρα η προπαγάνδα του κόμματος στην πόλη των Αγίων Σαράντα αλλά και σε όλες τις κρατικές επιχειρήσεις τούς είχε πείσει πως οι Αλυκάτες έρχονταν να κάψουν, να σκοτώσουν και να βιάσουν γυναίκες. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι πολίτες έμειναν ταμπαρωμένοι μέσα στα σπίτια τους και οι δρόμοι της πόλης, όπως μαθεύτηκε, ήταν έρημοι.
Ακολούθησε άγρια συμπλοκή και όταν οι Αλβανοί αστυνομικοί και στρατιώτες είδαν πως έχαναν τον πετροπόλεμο με τους εξεγερθέντες, που δεν άφησαν στιγμή τα φέρετρα απ’ τους ώμους, αξιωματικός σκοπεύει προς το πλήθος και πυροβολεί. Θύμα ο Μ. Μάνος, με συντριπτικό κάταγμα του δεξιού μηριαίου οστού.
Κάπου εδώ τελείωσε και η πρωτοφανής αυτή πορεία, η φήμη της οποίας συγκλόνισε το ετοιμόρροπο καθεστώς. Πολλοί θα αναρωτηθούν ποιοι ήταν οι εμπνευστές και διοργανωτές αυτής της εξέγερσης. Μάθετε, λοιπόν, πως τον κυρίαρχο εμψυχωτικό ρόλο είχαν ο πόνος για τον άδικο χαμό των παιδιών, τα χιλιάδες χρόνια φυλάκισης και εξορίας, οι εκτελέσεις, η ανέχεια, η έλλειψη δημοκρατίας και ίσως ένα κρυφό όνειρο για τους περισσότερους «μήπως είχε σημάνει η ώρα;".
Πηγή: Περιοδικό "ΠΡΟΒΟΛΉ" - Τεύχος 10
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.