Όταν ο Νικολάε επισκέφτηκε την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα, εντυπωσιάστηκε από την εικόνα αυθεντίας που είχαν δημιουργήσει ο Μάο Τσε Τουνγκ κα...
Η Έλενα Τσαουσέσκου απολάμβανε την ίδια αναγνώριση με το σύζυγό της, αναφερόμενη στον Τύπο ως «Μητέρα της Πατρίδας μας», «Πρωτοπόρα Μαχήτρια του Ένδοξου Μέλλοντος της Ρουμανίας», «Πυρσός του Κόμματος» και παρόμοια γελοία προσωνύμια. Τα γενέθλια του Νικολάε και της Έλενα γιορτάζονταν ως εθνικές εορτές. Ο γιος τους, Νίκου, απολάμβανε τις ίδιες τιμές και έγινε σύντομα γνωστό πως αν πέθαινε ο Τσαουσέσκου θα τον διαδεχόταν είτε ο Νίκου είτε η Έλενα.
Υπήρχαν συνδυασμένες προσπάθειες εκ μέρους της Έλενας Τσαουσέσκου να ασκήσει τη δύναμή της και ν’ αναδείξει την εικόνα της ως ηγέτιδας κυρίας της Ρουμανίας. Δόθηκαν αυστηρές οδηγίες ώστε οπουδήποτε εμφανίζονταν τα ονόματα του Νικολάε και της Έλενας (π.χ. στις εφημερίδες) έπρεπε να είναι τυπωμένα στην ίδια σειρά, μαζί, έτσι ώστε το όνομα της Έλενας να έχει την ίδια σπουδαιότητα με εκείνο του συζύγου της. Και αν αυτό, δεν ήταν αρκετά παραπλανητικό, δόθηκαν περαιτέρω εντολές να μην περιλαμβάνονται στα ίδια άρθρα άλλα ονόματα, ώστε τα ονόματα των δικτατόρων να εμφανίζονται όλο και περισσότερο εντυπωσιακά. Και οι φωτογραφίες τους παρουσιάζονταν με την ίδια λεπτότητα. Καμία φωτογραφία του Νικολάε δεν θα εμφανιζόταν χωρίς την Έλενα στο πλευρό του και όλες οι φωτογραφίες έπρεπε να έχουν κόκκινο φόντο, διότι το κόκκινο ήταν το επίσημο χρώμα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Εάν η Έλενα και ο Νικολάε ταξίδευαν στο εξωτερικό για επίσημες επισκέψεις (στην Κίνα, στη Βόρεια Κορέα, αλλά και στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία), στην επιστροφή τους μεταφέρονταν με πούλμαν κάτοικοι από τις γύρω πόλεις, τα κοντινά χωριά και παιδιά από τα σχολεία να τους υποδεχθούν, κρατώντας σημαίες και τραγουδώντας επαινετικούς ύμνους για τους δύο σεβαστούς ηγέτες. Τίποτα δεν αφηνόταν στην τύχη, όλα ήταν οργανωμένα για την προβολή των δύο δικτατόρων. Ειδικότερα μετά το Εθνικό Συνέδριο Γυναικών, η Έλενα τιμήθηκε από μια πολυπληθή ομάδα παιδιών με τα ακόλουθα λόγια:
Ατενίζουμε με εκτίμηση και σεβασμό την αρμονική ζωή αυτής της οικογένειας. Δίνουμε μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι η ζωή της, ως πρώην εργάτριας υφαντουργίας, μαχητικού μέλους της κομμουνιστικής νεολαίας, μέλους του Κόμματος από την εποχή της παρανομίας, σημερινής ηρωίδας, σοσιαλίστριας εργάτριας, επιστήμονος, μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του Πολιτικού Κομμουνιστικού Γραφείου της Ρουμανίας, μαζί με τον σύζυγό της, μας δίνει μια εξαιρετική εικόνα για το μέλλον αυτών των δύο κομμουνιστών. Τα τρία παιδιά του προεδρικού ζεύγους εργάζονται, όπως ο καθένας μας, ακολουθώντας το παράδειγμα των γονιών τους, για να εδραιώσουν τον Σοσιαλισμό στη Ρουμανία. ‘Ολ’ αυτά επιβεβαιώνουν την αλήθεια ότι η εργασία και το προσωπικό παράδειγμα είναι καθήκοντα και απαράβατες υποχρεώσεις για την οικογένεια Τσαουσέσκου.
Η ευνοιοκρατία κρατούσε καλά, αφού δύο αδερφοί του Τσαουσέσκου προωθήθηκαν σε θέσεις-κλειδιά στον ρουμανικό στρατό και τη Σεκιουριτάτε και σε κάποιο σημείο περισσότεροι από είκοσι επτά στενοί συγγενείς του Τσαουσέσκου καταλάμβαναν ισχυρές θέσεις στο ίδιο το κόμμα.
Στο 13ο Συνέδριο του Κόμματος, τον Νοέμβριο του 1984, παρά την παραπαίουσα οικονομία, ο Νικολάε έδειχνε απρόσβλητος. Ανακοίνωσε πως δεν θα γινόταν καμία αλλαγή στο υποχρεωτικό πρόγραμμα βιομηχανοποίησης και δεν ανέφερε καν τα δελτία τροφίμων, από τα οποία τρεφόταν όλη η χώρα, ούτε την ανεπάρκεια καυσίμων και τις διακοπές ρεύματος. Με την αλαζονεία ενός ανθρώπου που είχε ανεβάσει κατακόρυφα το επίπεδο ζωής του, ενώ το βιοτικό επίπεδο της χώρας του κατρακυλούσε, προέβλεψε πως το 1995 η Ρουμανία θα ήταν αυτάρκης ενεργειακά. Όπως ήταν φυσικό, δεν υπήρξε καμία τέτοια αλλαγή πορείας και το 1989 η χώρα βρισκόταν στο χείλος της απόλυτης κατάρρευσης. Τότε, η αποδοκιμασία του κόσμου έφτασε σε τέτοιο σημείο που στις 16 Δεκεμβρίου ξέσπασε εξέγερση στην πόλη Τιμισοάρα. Φαινομενικά, η εξέγερση ξεκίνησε ως μια ειρηνική διαμαρτυρία υποστήριξης ενός αντιφρονούντα Ούγγρου υπουργού, του αιδεσιμότατου Λάζλο Τόκες. Ο Τόκες αντιμετώπιζε την απέλαση από τη χώρα, επειδή είχε εναντιωθεί στο καθεστώς Τσαουσέσκου, καταδικάζοντας κυρίως τις διώξεις κατά Ούγγρων. Αν και η συγκέντρωση ξεκίνησε ειρηνικά, σύντομα μετατράπηκε σε μια τεράστια διαδήλωση εναντίον της κυβέρνησης και η αστυνομία παρενέβη για να διαλύσει τα πλήθη. Στη συνέχεια οι αστυνομικοί υποστηρίχτηκαν από μέλη της Σεκιουριτάτε και τον στρατό. Τα γεγονότα εξελίχτηκαν ραγδαία και, υπό τις διαταγές του στρατηγού Βίκτορ Στανκουλέσκου, ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους. Σκοτώθηκαν αρκετές εκατοντάδες πολίτες και την επομένη του μακελειού ο περισσότερος κόσμος έστρεψε την οργή του ενάντια στον Τσαουσέσκου, πιστεύοντας πως βρισκόταν πίσω από τη διαταγή που είχε δοθεί στον Στανκουλέσκου να χρησιμοποιήσει όπλα.
Την επόμενη νύχια, 50.000 κάτοικοι κατέβηκαν στους δρόμους της Τιμισοάρα, μόνο που αυτή τη φορά κατηγορούσαν πλέον ανοιχτά την κυβέρνηση και τον Τσαουσέσκου. Ατάραχος από τα γεγονότα, ο Τσαουσέσκου αποφάσισε να μιλήσει ο ίδιος σε μια μεγάλη πολιτική συγκέντρωση και γι’ αυτό, την 21η Δεκεμβρίου, ζήτησε να γίνει λαϊκή συνάθροιση στην κεντρική πλατεία του Βουκουρεστίου -τότε γνωστή ως Πιετά Ρεπούμπλικα (πλέον γνωστή ως Πιετά Ρεβολουτιέι). Τη νύχτα εκείνη εμφανίστηκαν περισσότεροι από 80.000 πολίτες για να ακούσουν τι είχε να πει ο πρόεδρος, όμως ο Τσαουσέσκου, αναμφίβολα επειδή είχε χάσει κάθε επαφή με τον λαό του, δεν έκρινε ορθά τη διάθεσή του και όταν άρχισε να ρητορεύει για τις κοινωνικοοικονομικές πολιτικές τους κόμματος, ο κόσμος άρχισε να τον αποδοκιμάζει. Ήταν φανερό πως ξαφνιάστηκε εγώ αγόρευε από το μπαλκόνι του κτηρίου της Κεντρικής Επιτροπής. Το πλήθος κραύγαζε: «Κάτω οι δικτάτορες!» και «Τιμισοάρα! Τιμισοάρα!» και ο Τσαουσέσκου έδειχνε αποσβολωμένος.
Το χειρότερο, όμως, για τον πρόεδρο ήταν πως το γεγονός μεταδιδόταν τηλεοπτικά σε ολόκληρο το έθνος και, αν και το πρόγραμμα διακόπηκε σύντομα από τους λογοκριτές και αντικαταστάθηκε από πατριωτική μουσική, ήταν ήδη πολύ αργά, γιατί όλοι οι πολίτες είχαν δει την ταπείνωση του Τσαουσέσκου.
Μετά από λίγα λεπτά, ο Νικολάε και η Έλενα μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στο κτήριο της Κεντρικής Επιτροπής, όπου έκαναν ένα ακόμη λάθος και, αντί να το σκάσουν από την πόλη την ίδια νύχτα, αποφάσισαν να περιμένουν μέχρι το επόμενο πρωί. Κανείς δεν ξέρει γιατί πήραν αυτή την απόφαση, υπάρχουν κάποιοι όμως που κατηγορούν την Έλενα, ισχυριζόμενοι πως εκείνη ήταν που θεωρούσε το γεγονός ασήμαντο. Όμως για τους Τσαουσέσκου τα δύσκολα είχαν μόλις αρχίσει…
Μέχρι το πρωί, οι διαδηλωτές είχαν εισβάλει στο κτήριο της Κεντρικής Επιτροπής και αναζητούσαν τα θύματά τους. Όταν κατάλαβαν τελικά τον κίνδυνο τον οποίο διέτρεχαν, ο Νικολάε και η Έλενα κανόνισαν να έρθει ελικόπτερο να τους παραλάβει από την οροφή του κτηρίου. Δυστυχώς γι’ αυτούς, το σχέδιό τους έληξε άδοξα, γιατί όταν τελικά προσγειώθηκε το ελικόπτερο για να τους πάρει, είχαν ήδη συλληφθεί και μεταφερθεί στη στρατιωτική βάση της Τιργκοβίστα, πενήντα χιλιόμετρα έξω από το Βουκουρέστι. Μόλις έφτασαν εκεί δικάστηκαν από στρατοδικείο, αποτελούμενο από τρεις πολίτες, πέντε δικαστές, δύο δημόσιους κατηγόρους και δύο συνηγόρους, ενώ ένας εικονολήπτης κατέγραφε τη διαδικασία. Στην αρχή της δίκης ένας από τους κατηγόρους, ο στρατηγός Νταν Βοϊνέα, απήγγειλε κατηγορίες εναντίον τους, που περιλάμβαναν «εγκλήματα κατά του λαού» και πράξεις «ασύμβατες με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Συνοπτικά, οι κατηγορίες, όπως απαγγέλθηκαν από τον εισαγγελέα, Στρατηγό Νταν Βοϊνέα, ήταν οι ακόλουθες:
Πρώτον: Γενοκτονία, σύμφωνα με το Άρθρο 356 του Ποινικού Κώδικα.
Δεύτερον: Ένοπλη επίθεση κατά του λαού και του πολιτεύματος, σύμφωνα με το Άρθρο 163 του Ποινικού Κώδικα.
Τρίτον: Καταστροφή κτιρίων και κρατικών ιδρυμάτων, υποσκάπτοντας έτσι την εθνική οικονομία, σύμφωνα με τα Άρθρα 165 και 145 του Ποινικού Κώδικα.
Από την αρχή της διαδικασίας, όμως, ο Νικολάε αρνήθηκε να συνεργαστεί, λέγοντας πως αναγνώριζε μόνο τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση. «Μόνο ενώπιόν της θα μιλήσω», είπε. Παρά την αδιαλλαξία εκείνου και της Έλενας, η κατηγορούσα αρχή συνέχισε, και τα ακόλουθα αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα:
Με τον ίδιο τρόπο που ο Τσαουσέσκου αρνήθηκε τον διάλογο με τον λαό, αρνείται τώρα τον διάλογο μαζί μας. Πάντοτε ισχυριζόταν πως δρούσε και μιλούσε εκ μέρους των ανθρώπων, πως είναι ο αγαπητός υιός των ανθρώπων, όμως το μόνο που έκανε ήταν να καταδυναστεύει διαρκώς τους ανθρώπους. Σε κάθε αφορμή οργάνωναν μεγαλοπρεπείς εορτασμούς στην οικία τους. Οι λεπτομέρειες είναι γνωστές. Οι κατηγορούμενοι προμηθεύονταν τα ακριβότερα φαγητά και τα πολυτελέστερα ρούχα από το εξωτερικό. Οι πολίτες λάμβαναν μόλις 200 γραμμάρια τροφής την ημέρα, δείχνοντας την ταυτότητά τους. Οι δύο κατηγορούμενοι κατάκλεψαν τον λαό και ακόμη και σήμερα αρνούνται να μιλήσουν. Είναι δειλοί…
Ζητούσαν διαρκώς από τον Νικολάε να απαντήσει, όμως η απάντηση ήταν πάντοτε η ίδια, πως θα μιλούσε μόνον ενώπιον της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης. Ακόμη και όταν ο κατήγορος τον πληροφόρησε πως το σώμα αυτό είχε διαλυθεί, η αντίδρασή του φανέρωσε δυσπιστία, όχι μετάνοια. «Κανείς δεν μπορεί να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση», είπε και ο κατήγορος αποκρίθηκε πως αυτή είχε αντικατασταθεί από το Εθνικό Μέτωπο Σωτηρίας. «Κανείς δεν αναγνωρίζει αυτό το σώμα», απάντησε ο Νικολάε. «Γι’ αυτό μάχεται ο λαός σε ολόκληρη τη χώρα. Αυτή η συμμορία πρέπει να καταστραφεί».
Ούτε η Έλενα Τσαουσέσκου είχε διάθεση μεταμέλειας και διέκοψε πολλές φορές τη δίκη με ανάρμοστα σαρκαστικά σχόλια. Όταν ο εισαγγελέας έδειξε τον Νικολάε και είπε ότι τριάντα τέσσερις άνθρωποι είχαν σκοτωθεί στην εξέγερση, η Έλενα απάντησε: «Κοίτα τι αποκαλούν γενοκτονία!». Η Έλενα συνεχώς ψιθύριζε στον σύζυγό της σε όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, και ανάγκασε πολλές φορές τον εισαγγελέα να την κατηγορήσει ότι πάντοτε υπήρξε πολυλογού και πως δεν ήξερε τι έλεγε. «Έχω παρατηρήσει», είπε ο εισαγγελέας, «ότι δεν ξέρει ούτε καν ανάγνωση και, παρ’ όλ’ αυτά, αυτοαποκαλείται πτυχιούχος πανεπιστημίου». Η Έλενα, τότε, του απάντησε: «Οι διανοούμενοι αυτής της χώρας θα σε δικάσουν, εσένα και τους ομοίους σου». Μετά απ’ αυτό το ράπισμα, ο εισαγγελέας άρχισε ν’ απαριθμεί όλους τους ψεύτικους τίτλους σπουδών της Έλενας.
Η δίκη συνεχίστηκε με διαρκείς ανταπαντήσεις μεταξύ των δύο κατηγορούμενων και των κατηγόρων τους. Ήταν ολοφάνερο πως η Έλενα αντιμετώπιζε ακόμη περισσότερο από τον σύζυγό της υπεροπτικά τους δικαστές, και ακόμη και όταν ο δικαστής την κατηγόρησε πως δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια ακαλλιέργητη χωριάτισσα, εκείνη παρέμεινε ατάραχη. Οι δυο τους παρακολούθησαν ασυγκίνητοι ολόκληρη τη δίκη και, σύμφωνα με το συνήγορο υπεράσπισης, Τίκο Θεοδορέσκου, αρνήθηκαν να δεχτούν τη συμβουλή του και να επικαλεστούν παράνοια. «Ένιωσαν βαθιά προσβεβλημένοι», είπε, «ήταν ανίκανοι ή απρόθυμοι να δεχτούν το μόνο μέσο που θα τους έσωζε τη ζωή. Από εκεί και πέρα αρνήθηκαν τη βοήθειά μου». Τότε ενώπιον του δικαστηρίου παρουσιάστηκε ένας ακόμη κατάλογος εγκλημάτων, που περιλάμβανε τη γενοκτονία περισσότερων από 60.000 πολιτών, την καταστροφή εκατοντάδων ρουμανικών χωριών, την πολιτική που οδήγησε τον κόσμο στη λιμοκτονία και την πρόκληση αναίτιας δυστυχίας σε χιλιάδες παιδιά. Τέλος, ο κατήγορος δήλωσε πως, αν και ήταν εναντίον της θανατικής ποινής, σε αυτή την περίπτωση θα επιθυμούσε να γίνει μια εξαίρεση, γιατί «δεν είχαν να κάνουν με ανθρώπους». Ο δικαστής και ακόμη και ο συνήγορος των Τσαουσέσκου συμφώνησαν, και στους δύο κατηγορούμενους επιβλήθηκε η θανατική ποινή που εκτελέστηκε χωρίς καθυστερήσεις. Οι δύο οδηγήθηκαν έξω από το δωμάτιο, σε μια μικρή αυλή. Ο κατήγορος, που είχε βγει έξω για να καπνίσει, είδε ολόκληρη τη σκηνή και αργότερα θυμόταν πως ο Νικολάε Τσαουσέσκου κοντοστάθηκε όταν είδε μία ομάδα στρατιωτών να τον περιμένει στην αυλή:
Όταν οδηγήθηκαν έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου, υπήρχε ένας διάδρομος περίπου 10 μέτρων που έβγαζε στην αυλή του στρατοδικείου. Από την έξοδο μέχρι τον τοίχο όπου τους πυροβόλησαν, η απόσταση ήταν περίπου 15 μέτρα. Όταν τους πήγαν στην αυλή, ο Τσαουσέσκου στάθηκε μόλις είδε τους στρατιώτες. Νομίζω ότι τότε μόλις συνειδητοποίησε ότι θα τον εκτελούσαν. Πρώτα πήραν αυτόν και τον έστησαν στον τοίχο. Έκαναν δύο βήματα πίσω και πρώτος πυροβόλησε ο αξιωματικός. Οι άλλοι από το εκτελεστικό απόσπασμα ήταν πίσω του. Όταν άρχισαν να πυροβολούν πήδηξε, νομίζω από ένστικτο, γιατί σκόπευαν στα πόδια του. Διέσχισε πηδώντας περίπου μισό μέτρο. Πέθανε πεσμένος ανάσκελα… Κατόπιν εκτέλεσαν και αυτήν…
Η ημερομηνία ήταν 25 Δεκεμβρίου 1989. Ο λαός της Ρουμανίας έλαβε το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο μετά από είκοσι πέντε χρόνια. Τράβηξαν φωτογραφίες από το νεκρό ζευγάρι και τις έστειλαν σε ολόκληρο τον κόσμο, όπου μπήκαν στα πρωτοσέλιδα σχεδόν κάθε εφημερίδας. Το ζευγάρι έμοιαζε με δύο συνταξιούχους κουλουριασμένους στο χιόνι, όμως αν παρατηρούσε κανείς καλύτερα, μπορούσε να διακρίνει πως η δεξιά πλευρά του κεφαλιού του Τσαουσέσκου ήταν καλυμμένη με αίμα, το ίδιο και της Έλενας.
Μετά τον θάνατό τους, οι σοροί του Νικολάε και της Έλενα μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο Γκένσεα, στο Βουκουρέστι, όπου θάφτηκαν σε ξεχωριστούς τάφους. Μέλη της οικογένειας του Τσαουσέσκου αμφισβήτησαν το γεγονός ότι ο Νικολάε και η σύζυγός του έχουν ενταφιαστεί σε τάφο στο Γκεντσέα και με δικαστική εντολή αποφασίστηκε η εκταφή των λειψάνων τους, τον Ιούλιο του 2010, με σκοπό την ταυτοποίηση των νεκρών, με την μέθοδο DNA. Στις 3 Νοεμβρίου 2010 ανακοινώθηκε ότι η σορός της οποίας έγινε εκταφή από το νεκροταφείο στο Βουκουρέστι ανήκε στον Νικολάε Τσαουσέσκου.
--------------------------
ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΤΕ... Ο "ΣΤΟΧΟΣ" ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ ΣΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.