Τα Παλαιά Ανάκτορα είναι σήμερα η έδρα της Βουλής των Ελλήνων. Πρόκειται για νεοκλασικό κτήριο, σχεδιασμένο από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα τ...
Χρησιμοποιήθηκε ως ανάκτορα από τον Βασιλιά της Ελλάδος Όθωνα και στη συνέχεια από τον Βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο τον Α΄ μέχρι το 1910 όπου μετεγκαταστάθηκε σε νεότερα, επί της οδού Ηρώδου του Αττικού, εξ ου και η ονομασία αυτών Παλαιά Ανάκτορα. Στη δυτική πλευρά του κτιρίου διαμορφώθηκε ο χώρος σε Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και πρόσφατα ο υποκείμενος αυτού χώρος σε υπόγειο χώρο στάθμευσης, παραμονής και φύλαξης των οχημάτων των βουλευτών και της Βουλής, ενώ οι εξωτερικοί χώροι τόσο της ανατολικής όσο και της νότιας πλευράς απ΄ αρχής διαμορφώθηκαν σε μεγάλο ενιαίο εθνικό κήπο, που υφίσταται μέχρι και σήμερα.
Το κτήριο κατασκευάστηκε στο διάστημα 1836-1847, προορισμένο να γίνει ανάκτορο του Όθωνα, μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834. Ανεγέρθηκε με έξοδα του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, ως προσωπικό δάνειο προς τον Όθωνα. Η τελική επιλογή του χώρου για την ανέγερση των παλαιών ανακτόρων έγινε από τον ίδιο τον Γκέρτνερ στα τέλη του 1835 μετά την απόρριψη των προτάσεων των Κλεάνθη, Σάουμπερτ, Κλέντσε και Σίνκελ που προέβλεπαν στις θέσεις Ομόνοια, Κεραμεικό και Ακρόπολη αντίστοιχα, όπου στη τελευταία είχε αντιδράσει και ο ίδιος ο Λουδοβίκος, ο πατέρας του Όθωνα.
Ειδικότερα η περιοχή ανέγερσης που πρότεινε ο Γκέρτνερ ήταν η συνέχεια της διασταύρωσης των οδών Σταδίου, (περιφερειακής οδού τότε), και Ερμού επί μικρού και ομαλού λόφου που εκτός του πλέον υγιεινού κλίματος που παρουσίαζε, δέσποζε και της τότε Αθήνας στο ανατολικότερο άκρο της. Έτσι δόθηκε εντολή στον Γκέρτνερ να εκπονήσει τα σχέδια του κτιρίου. Η δε εκπόνηση αυτών έγινε σε πολύ ελάχιστο διάστημα κατά τον μικρό χρόνο παραμονής του στην Αθήνα, (από τον Δεκέμβριο του 1835 μέχρι τον Μάρτιο του 1836), όπου και αποτέλεσε κατόρθωμα που μόνο η μεγάλη συγκέντρωση των ικανοτήτων του μπορούσε να φέρει σε πέρας.
Η θεμελίωση του κτιρίου έγινε στις 25 Ιανουαρίου π.ημ./ 6 Φεβρουαρίου ν.ημ. του 1836 παρουσία του Λουδοβίκου Α΄ και των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων. Τον Μάρτιο ο Γκέρτνερ επέστρεψε στο Μόναχο αφήνοντας την διεύθυνση της ανέγερσης της οικοδομής στους βαυαρούς ανθυπολοχαγούς Σλότερ και Χος. Ο Γκέρτνερ, στο γραφείο του στο Μόναχο, αποπεράτωσε την εκπόνηση μελετώντας όλες τις λεπτομέρειες φθάνοντας τον αριθμό των 247 σχεδίων που αφορούσαν μόνο το κτίριο των ανακτόρων Αθηνών. Σήμερα τα σχέδια αυτά περιλαμβάνονται στη μεγάλη συλλογή Moniger του Μονάχου, ενώ ένας πολύ μικρός αριθμός εξ αυτών δόθηκε στο μουσείο της Βουλής που αποδεικνύουν την επιμέλεια της κάθε λεπτομέρειας.
Βασικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην ανέγερση του κτιρίου ήταν πέτρα, μάρμαρο και ξύλα τα οποία προέρχονταν η μέν πέτρα κυρίως από τον Υμηττό, τον Λυκαβηττό και από την περιοχή "Πινακωτά", περιοχή της Αθήνας παρά το λόφο Στρέφη, τα δε μάρμαρα προέρχονταν κυρίως από την Πεντέλη, λίγα από τον Υμηττό, επίσης λίγα από την Τήνο, τηνΠάρο και τη Νάξο και κάποια ελάχιστα από την Καρράρα και τη Γένοβα της Ιταλίας και τέλος τα ξύλα προέρχονταν από την Εύβοια. Συγκινητική υπήρξε η προσέλευση πολλών κατοίκων και ιδίως νησιωτών που ζητούσαν να εργαστούν αφιλοκερδώς στην ανέγερση των ανακτόρων όπως Τηνιακοί, Σιφναίοι, Παριανοί, Ναξιώτες κ.ά. Τελικά μόλις ολοκληρώθηκαν τα κτίσματα των τοίχων τον Νοέμβριο του 1840 ο Γκέρτνερ επέστρεψε στην Αθήνα για να επιβλέψει την συνέχεια της οικοδόμησης καθώς και τη ζωγραφική διακόσμηση των εσωτερικών χώρων φέρνοντας επί τούτου μαζί του τους περίφημους ζωγράφους ιστορικών παραστάσεων της εποχής, Γιόχαν Σράουντολφ, Ούλριχ Χαλμπρέιτερ και Ιωσήφ Κραντσμπούργερ οι οποίοι και ανέλαβαν τις μεγάλες τοιχογραφίες με παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία, και την ελληνική επανάσταση του 1821, ειδικά στην αίθουσα των τροπαίων. Μετά από τρίμηνη παραμονή ο Γκέρτνερ επέστρεψε και πάλι στο Μόναχο αφήνοντας αυτή τη φορά στη θέση του τον μηχανικό Ριέντελ ο οποίος και αποπεράτωσε το κτίριο με επιτυχία, το 1847.
Το κτήριο κατασκευάστηκε στο διάστημα 1836-1847, προορισμένο να γίνει ανάκτορο του Όθωνα, μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834. Ανεγέρθηκε με έξοδα του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, ως προσωπικό δάνειο προς τον Όθωνα. Η τελική επιλογή του χώρου για την ανέγερση των παλαιών ανακτόρων έγινε από τον ίδιο τον Γκέρτνερ στα τέλη του 1835 μετά την απόρριψη των προτάσεων των Κλεάνθη, Σάουμπερτ, Κλέντσε και Σίνκελ που προέβλεπαν στις θέσεις Ομόνοια, Κεραμεικό και Ακρόπολη αντίστοιχα, όπου στη τελευταία είχε αντιδράσει και ο ίδιος ο Λουδοβίκος, ο πατέρας του Όθωνα.
Ειδικότερα η περιοχή ανέγερσης που πρότεινε ο Γκέρτνερ ήταν η συνέχεια της διασταύρωσης των οδών Σταδίου, (περιφερειακής οδού τότε), και Ερμού επί μικρού και ομαλού λόφου που εκτός του πλέον υγιεινού κλίματος που παρουσίαζε, δέσποζε και της τότε Αθήνας στο ανατολικότερο άκρο της. Έτσι δόθηκε εντολή στον Γκέρτνερ να εκπονήσει τα σχέδια του κτιρίου. Η δε εκπόνηση αυτών έγινε σε πολύ ελάχιστο διάστημα κατά τον μικρό χρόνο παραμονής του στην Αθήνα, (από τον Δεκέμβριο του 1835 μέχρι τον Μάρτιο του 1836), όπου και αποτέλεσε κατόρθωμα που μόνο η μεγάλη συγκέντρωση των ικανοτήτων του μπορούσε να φέρει σε πέρας.
Η θεμελίωση του κτιρίου έγινε στις 25 Ιανουαρίου π.ημ./ 6 Φεβρουαρίου ν.ημ. του 1836 παρουσία του Λουδοβίκου Α΄ και των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων. Τον Μάρτιο ο Γκέρτνερ επέστρεψε στο Μόναχο αφήνοντας την διεύθυνση της ανέγερσης της οικοδομής στους βαυαρούς ανθυπολοχαγούς Σλότερ και Χος. Ο Γκέρτνερ, στο γραφείο του στο Μόναχο, αποπεράτωσε την εκπόνηση μελετώντας όλες τις λεπτομέρειες φθάνοντας τον αριθμό των 247 σχεδίων που αφορούσαν μόνο το κτίριο των ανακτόρων Αθηνών. Σήμερα τα σχέδια αυτά περιλαμβάνονται στη μεγάλη συλλογή Moniger του Μονάχου, ενώ ένας πολύ μικρός αριθμός εξ αυτών δόθηκε στο μουσείο της Βουλής που αποδεικνύουν την επιμέλεια της κάθε λεπτομέρειας.
Βασικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην ανέγερση του κτιρίου ήταν πέτρα, μάρμαρο και ξύλα τα οποία προέρχονταν η μέν πέτρα κυρίως από τον Υμηττό, τον Λυκαβηττό και από την περιοχή "Πινακωτά", περιοχή της Αθήνας παρά το λόφο Στρέφη, τα δε μάρμαρα προέρχονταν κυρίως από την Πεντέλη, λίγα από τον Υμηττό, επίσης λίγα από την Τήνο, τηνΠάρο και τη Νάξο και κάποια ελάχιστα από την Καρράρα και τη Γένοβα της Ιταλίας και τέλος τα ξύλα προέρχονταν από την Εύβοια. Συγκινητική υπήρξε η προσέλευση πολλών κατοίκων και ιδίως νησιωτών που ζητούσαν να εργαστούν αφιλοκερδώς στην ανέγερση των ανακτόρων όπως Τηνιακοί, Σιφναίοι, Παριανοί, Ναξιώτες κ.ά. Τελικά μόλις ολοκληρώθηκαν τα κτίσματα των τοίχων τον Νοέμβριο του 1840 ο Γκέρτνερ επέστρεψε στην Αθήνα για να επιβλέψει την συνέχεια της οικοδόμησης καθώς και τη ζωγραφική διακόσμηση των εσωτερικών χώρων φέρνοντας επί τούτου μαζί του τους περίφημους ζωγράφους ιστορικών παραστάσεων της εποχής, Γιόχαν Σράουντολφ, Ούλριχ Χαλμπρέιτερ και Ιωσήφ Κραντσμπούργερ οι οποίοι και ανέλαβαν τις μεγάλες τοιχογραφίες με παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία, και την ελληνική επανάσταση του 1821, ειδικά στην αίθουσα των τροπαίων. Μετά από τρίμηνη παραμονή ο Γκέρτνερ επέστρεψε και πάλι στο Μόναχο αφήνοντας αυτή τη φορά στη θέση του τον μηχανικό Ριέντελ ο οποίος και αποπεράτωσε το κτίριο με επιτυχία, το 1847.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.