Η στρατιωτική χούντα που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ταϊλάνδης ανακοίνωσε σήμερα ότι κρατά την πρώην πρωθυπουργό της χώρας Γινγκλάκ Σιν...
«Κρατάμε τη Γινγκλάκ, την αδελφή της και τον γαμπρό της», δήλωσε ανώτερος στρατιωτικός στο Ρόιτερς. Και οι δύο συγγενείς της πρώην πρωθυπουργού κατείχαν πολιτικές θέσεις.
«Θα το κάνουμε για όχι περισσότερο από μία εβδομάδα (. . .). Πρέπει απλώς να βάλουμε σε μια σειρά τα πράγματα στη χώρα», πρόσθεσε ο ίδιος, ο οποίος αρνήθηκε να πει πού κρατείται η Γινγκλάκ.
Νωρίτερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανέφεραν φήμες σύμφωνα με τις οποίες η Γινγκλάκ είχε αναχωρήσει για το εξωτερικό, όπου ζει αυτοεξόριστος και ο αδερφός της Ταξίν μετά το πραξικόπημα του 2006 εναντίον του.
Παρόλα αυτά η Γινγκλάκ, όπως και ο μεταβατικός πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης Νουεϊτάμρονγκ Μπουνσονγκφεϊζάν, που ανέλαβε την εξουσία στις 7 Μαΐου μετά την αποπομπή από τη θέση αυτή της Γινγκλάκ έπειτα από απόφαση της δικαιοσύνης, παρουσιάστηκαν στη συνάντηση με τη στρατιωτική ηγεσία.
Συνολικά περίπου 100 πολιτικοί του κόμματος Πούε Τάι της Γινγκλάκ, αλλά και του Δημοκρατικού Κόμματος της αντιπολίτευσης κλήθηκαν από τον στρατό να παρουσιαστούν ενώπιόν του.
Εξάλλου σε πολλούς πολιτικούς παράγοντες της Ταϊλάνδης απαγορεύθηκε η έξοδος από τη χώρα. «Συνολικά, απαγορεύεται σε 155 πρόσωπα να ταξιδέψουν στο εξωτερικό χωρίς άδεια» του νέου στρατιωτικού καθεστώτος, «με στόχο τη διατήρηση της ειρήνης και της τάξης», ανακοίνωσε ένας εκπρόσωπος του στρατού.
Διαβεβαιώνοντας ότι απλώς θέλουν να διευθετήσουν την πολιτική κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα εδώ και επτά μήνες, οι στρατηγοί επέβαλαν απαγόρευση της κυκλοφορίας για κάποιες ώρες καθημερινά και απαγόρευσαν τις συγκεντρώσεις περισσότερων από 5 προσώπων.
Παρόλα αυτά περίπου 30 Ταϊλανδοί αψήφησαν την απαγόρευση και διαδήλωσαν κατά του πραξικοπήματος μπροστά από το Μνημείο της Δημοκρατίας, ενώ οι στρατιώτες απλώς τους παρακολουθούσαν χωρίς να επέμβουν.
Γενικά η κατάσταση στην Μπανγκόκ ήταν ήρεμη σήμερα, χωρίς άρματα στους δρόμους, όπως είχε συμβεί το 2006, όμως τα σχολεία παρέμειναν κλειστά. Επίσης πολλοί στρατιωτικοί ήταν ανεπτυγμένοι γύρω από την έδρα της κυβέρνησης, εγκαταλελειμμένη εδώ και μήνες, ενώ οι τελευταίοι αντικυβερνητικοί διαδηλωτές, ευχαριστημένοι με το πραξικόπημα, μάζευαν τις σκηνές τους.
Ο ισχυρός αρχηγός του στρατού της Ταϊλάνδης Πραγιούθ Τσαν-ότσα εξήγησε χθες Πέμπτη ότι το πραξικόπημα κρίθηκε απαραίτητο «ώστε η χώρα να επιστρέψει στην κανονικότητα».
Ο στρατηγός αναφέρθηκε στα βίαια επεισόδια που σημειώνονται στη χώρα από το φθινόπωρο, από τα οποία έχουν χάσει τη ζωή τους 28 άνθρωποι.
«Ο επικεφαλής του στρατού Πραγιούθ ανέλαβε την εξουσία», αναφέρει στην πρώτη σελίδα της σήμερα η εφημερίδα The Nation.
«Θέλω όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι να βοηθήσουν στην οργάνωση της χώρας. Πρέπει να γίνουν οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις πριν τις εκλογές. Αν η κατάσταση είναι ειρηνική, είμαστε έτοιμοι να επιστρέψουμε την εξουσία στο λαό», υπογράμμισε ο αρχηγός του στρατού.
Σήμερα το πρωί τα τηλεοπτικά δίκτυα στην Ταϊλάνδη παρέμεναν κλειστά και μετέδιδαν μόνο μουσική και μια σταθερή εικόνα που έδειχνε το όνομα του νέου καθεστώτος: Εθνικό Συμβούλιο για τη Διατήρηση της Ειρήνης και της Τάξης. Τακτικά μεταδίδονταν ανακοινώσεις της χούντας, τις οποίες διάβαζε ένας εκπρόσωπος του στρατού, καθώς και μικρά δελτία ειδήσεων.
Πάντως αργότερα μέσα στην ημέρα άρχισαν να μεταδίδονται κάποια από τα τακτικά προγράμματα σε ορισμένα τηλεοπτικά δίκτυα. Το PBS, που είχε αψηφήσει τις εντολές της χούντας και μετέδιδε ειδήσεις μέσω του καναλιού του στο YouTube δεν έχει ξεκινήσει να μεταδίδει, ενώ υπάρχουν πληροφορίες ότι ο αναπληρωτής διευθυντής του σταθμού απομακρύνθηκε από την έδρα του καναλιού αφού το έκλεισαν οι στρατιώτες.
Το Διαδίκτυο και κυρίως οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν ακόμη κανονικά, όμως ο στρατός έχει απειλήσει ότι θα προχωρήσει σε μπλοκάρισμα ιστότοπων αν εντοπίσει επικριτικό υλικό.
Κάποιοι παρατηρητές εκτιμούν ότι η κρίση συνδέεται πάνω απ' όλα με τη μάχη σχετικά με το ποιος θα βρίσκεται στην εξουσία τη στιγμή της διαδοχή του βασιλιά Μπουμιμπόλ Αντουλγιαντέτζ, 86 ετών.
Ο μακροβιότερος μονάρχης του κόσμου νοσηλευόταν σε νοσοκομείο από το 2009 ως το 2013. Ο πρίγκιπας διάδοχος Βατζιραλονγκόρν δεν χαίρει της ίδιας λατρείας που αποδίδεται στον πατέρα του, όμως κάποιοι από τους υποστηρικτές της Γινγκλάκ επισημαίνουν τον τελευταίο καιρό την πίστη τους σε αυτόν.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.