ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΟΥΣΑΝ ΠΡΙΝ ΜΕΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ... ΠΟΛΛΑ ΣΤΕΛΕΧΗ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑ...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΟΥΣΑΝ ΠΡΙΝ ΜΕΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ... ΠΟΛΛΑ ΣΤΕΛΕΧΗ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΣΤΗΚΕ ΚΥΡΙΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 70 ΚΑΙ ΤΟΥ 80, ΗΤΑΝ ΠΑΡΩΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΔΙΕΞΗΓΑΓΕ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ...
Τρεις μέρες μετά το θάνατο του Gheorghiu-Dej τον Μάρτιο του 1965, ο Τσαουσέσκου έγινε γενικός γραμματέας του Ρουμανικού Εργατικού Κόμματος. Μετονόμασε το κόμμα σε «Κομμουνιστικό Κόμμα Ρουμανίας» και ανακήρυξε τη χώρα «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας» (από Λαϊκή Δημοκρατία της Ρουμανίας). Στην αρχή της εξουσίας του ήταν αρκετά δημοφιλής, λόγω και μιας διαφαινόμενης ανεξάρτητης στάσης έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Ανέστειλε την ενεργή συμμετοχή της χώρας στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας (χωρίς να αποχωρήσει από αυτό) και δε συμμετείχε στην εισβολή των δυνάμεων του Συμφώνου στην Τσεχοσλοβακία το 1968, πράξη την οποία καταδίκασε ανοικτά.Το 1974 προσέθεσε στους τίτλους του και το «Πρόεδρος της Ρουμανίας». Το 1984 η Ρουμανία ήταν μια από τις τρεις χώρες του κομμουνιστικού μπλοκ (μαζί με την Γιουγκοσλαβία και την Κίνα) που συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες. Επίσης, ήταν η μόνη χώρα του κομμουνιστικού μπλοκ που είχε επίσημες σχέσεις με την τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα, με την οποία μάλιστα υπέγραψε και δύο συμφωνίες. Παρόλα αυτά, δεν υπήρξε καμία φιλελευθεροποίηση στη χώρα, η οποία εξακολουθούσε να κυβερνάται με σταλινικά πρότυπα. Η μυστική αστυνομία (Σεκουριτάτε) παρακολουθούσε στενά τους πολίτες και ασκούσε λογοκρισία στα Μέσα Ενημέρωσης.
Φυσικά, η δουλειά της Σεκιουριτάτε ήταν να εφαρμόζεται το 290 άρθρο εις βάρος του 28ου και κατά την πορεία της διακυβέρνησης του Τσαουσέσκου εκτιμάται ότι εξανάγκασε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους να δίνουν πληροφορίες για τους συμπολίτες τους. Λάθη του παρελθόντος ή αδιακρισίες μπορούσαν κάθε στιγμή να χρησιμοποιηθούν εναντίον οποιουδήποτε ατόμου. Η Σεκιουριτάτε γνώριζε τα πάντα για τον καθένα· τηλεφωνικές συνδιαλέξεις μαγνητοφωνούνταν, «κοριοί» φυτεύονταν σε δωμάτια, προσωπικά γράμματα ανοίγονταν και διαβάζονταν και πολύ συχνά το προσωπικό ξενοδοχείων, υπάλληλοι καταστημάτων, οδηγοί λεωφορείων και μικροπρεπείς υπάλληλοι όλων των βαθμών δούλευαν για τις δυνάμεις ασφαλείας. Το άγχος, στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, για να κάνουν ή να πουν το σωστό ήταν πελώριο.
Η Σεκιουριτάτε ίδρυσε και λειτούργησε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, που στέγαζαν φυλακισμένους οι οποίοι διατάχτηκαν να σκάψουν ένα κανάλι μήκους 55 χιλιομέτρων (που σύντομα ονομάστηκε το Κανάλι του Θανάτου), από τον Δούναβη μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Το σχέδιο αυτό ήταν μνημειώδες και απαιτούσε την εργασία εκατοντάδων χιλιάδων φυλακισμένων, κάτω από άθλιες συνθήκες. Οι περισσότεροι από αυτούς θα πέθαιναν κατά τη διάρκεια της κατασκευής του καναλιού, όμως οι εργασίες δεν διακόπηκαν. Αντιθέτως, συνεχίστηκαν, γιατί ο Τσαουσέσκου θεώρησε το έργο ως ιδανική ευκαιρία να απαλλάξει τη Ρουμανία από «ανεπιθύμητες μειονότητες». Γι’ αυτόν τον σκοπό, πλήθη από Τρανσυλβανούς και Μολδαβούς Ούγγρους μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο εργασίας της Ντομπρούχα, κατηγορούμενοι για τα πιο ασήμαντα εγκλήματα, όπως το ότι μιλούσαν στη μητρική τους γλώσσα. Η εργασία που ανέλαβαν, το σκάψιμο χαντακιών, το σπάσιμο βράχων και η μεταφορά χώματος με καροτσάκι, έμοιαζε με εκείνη των δούλων, όμως όταν εμφανίζονταν ξένες αντιπροσωπείες, έκρυβαν τους φυλακισμένους, για να μη δει κανείς τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης. Τα στρατόπεδα δεν είχαν επαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής, ούτε τρόφιμα και φαρμακευτικές προμήθειες, έτσι πολλοί πέθαιναν από φυματίωση και δυσεντερία, αφού οι οργανισμοί τους είχαν εξασθενήσει πλήρως από την ανεπάρκεια τροφής και τους συνεχείς ξυλοδαρμούς. Εν ολίγοις, η μεταχείριση των φυλακισμένων ήταν χειρότερη από εκείνη των ζώων, όταν όμως το έργο ολοκληρώθηκε (το 1984), ο Τσαουσέσκου έκρινε πως ήταν ένα από το μεγαλύτερα κατορθώματά του, φανερώνοντας για μια ακόμη φορά τη σκληρότητα του καθεστώτος του.
Το 1966, ο Τσαουσέσκου συνέχισε ακάθεκτος με την ψήφιση νόμων που απαγόρευαν την αντισύλληψη και την άμβλωση. Κατ’ επίφαση, οι νόμοι αυτοί θα οδηγούσαν στην αύξηση του πληθυσμού, όμως ουσιαστικά ήταν ένας ακόμη τρόπος να καταπτοηθούν οι πολίτες. Όλες οι εργαζόμενες στα εργοστάσια υποβλήθηκαν σε μηνιαίες γυναικολογικές εξετάσεις, για να βεβαιωθούν πως υπάκουαν τους νέους νόμους. Οδηγούνταν σε κλινικές, όπου υποβάλλονταν σε πλήρεις ιατρικές και γυναικολογικές εξετάσεις, συχνά υπό την παρουσία κυβερνητικών πρακτόρων, που κάποιοι Ρουμάνοι αποκαλούσαν «εμμηνορροϊκή αστυνομία».Σε έναν από τους διαβόητους λόγους του, ο Τσαουσέσκου ισχυρίστηκε: «Το έμβρυο είναι ιδιοκτησία της κοινωνίας. Οποιοσδήποτε αποφεύγει να αποκτήσει παιδιά είναι λιποτάκτης, που παραβιάζει τους νόμους της εθνικής διαιώνισης». Παρ’ όλα αυτά, πολλές γυναίκες κατέφευγαν σε επικίνδυνες, παράνομες αμβλώσεις, προκαλώντας συχνά σοβαρές βλάβες στις ίδιες. Στη συνέχεια ο Τσαουσέσκου διέταξε όλες τις γυναίκες ηλικίας κάτω των σαράντα ετών να γεννήσουν το λιγότερο τέσσερα παιδιά (αργότερα ο αριθμός αυξήθηκε σε πέντε). Εντοπίστηκαν οι στείρες γυναίκες και αναγκάστηκαν να πληρώσουν ψηλότερους φόρους. Δυστυχώς, ο νέος νόμος κατά των αμβλώσεων εμφανίστηκε την εποχή που στη Ρουμανία υπήρχε ανεπάρκεια τροφίμων, γεγονός που σήμαινε πως τα περισσότερα νεογέννητα ήταν ελλιποβαρή. Η γέννηση των μωρών εκείνων που ζύγιζαν λιγότερο από 1.500 γραμμάρια θεωρούνταν συχνά «αποβολή» και δεν τους παρεχόταν περαιτέρω φροντίδα. Οι γιατροί άρχισαν να σημειώνουν πλαστά στοιχεία στα βιβλία τους και να παραδίδουν πλαστές στατιστικές. «Αν πέθαινε ένα παιδί στην περιοχή μας, ο μισθός μας μειωνόταν από δέκα μέχρι είκοσι πέντε τοις εκατό», είπε η γιατρός Γκρέτα Στανέσκου από το Βουκουρέστι. «Ωστόσο, δεν ήταν δικό μας λάθος: Σεν είχαμε ούτε φάρμακα ούτε γάλα και οι οικογένειες ήταν φτωχές»...
... Ο Τσαουσέσκου έφερε τον λαό του στο χείλος του λιμού. Το 1971 επισκέφτηκε την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα, όπου συνάντησε τον Μάο Τσε Τουνγκ και τον Κιμ Ιλ Σουνγκ, τα καθεστώτα των οποίων τον εντυπωσίασαν. Όταν επέστρεψε στη Ρουμανία ήταν αποφασισμένος να επαναβιομηχανοποιήσει τη χώρα του, με την ίδια μέθοδο που είχαν ακολουθήσει οι σύντροφοί του και γι’ αυτόν τον σκοπό δανείστηκε τεράστια χρηματικά ποσά από πιστωτικά ιδρύματα της Δύσης. Τα χρήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για τη μαζική μεταφορά των κατοίκων της υπαίθρου στις πόλεις, όπου ξεκίνησαν να εργάζονται για την κατασκευή προϊόντων πολυτελείας, που θα εξάγονταν. Όμως ο Τσαουσέσκου το είχε παρακάνει, γιατί μέχρι το 1980 η χώρα του είχε χρέος 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στη συνέχεια πήρε τη μοιραία απόφαση να εξάγει η χώρα του ό,τι παρήγαγε, περιλαμβανομένης της σημαντικότερης φυσικής πηγής της, της τροφής. Αφού ο πληθυσμός της υπαίθρου μειώθηκε δραματικά και η γεωργία είχε ρημάξει, δεν υπήρχαν αρκετά σιτηρά ή γεωργική παραγωγή που να επαρκεί για τη χώρα, όμως με την εξαγωγή αποθεμάτων κρέατος, λαχανικών, φρούτων κ.λπ. η Ρουμανία άρχισε ξαφνικά να υποφέρει από τρομακτική έλλειψη τροφίμων. Ένα τυπικό ρουμανικό ανέκδοτο για την περίοδο αυτή, είναι το παρακάτω:
Ένα Ρουμάνος αξιωματούχος πεθαίνει και πάει στην Κόλαση. Μπαίνοντας στο παλάτι του Σατανά βλέπει δύο ίδια κι απαράλλακτα δωμάτια. Στο ένα υπάρχει μια πινακίδα με την ένδειξη «Ανατολή» και στο άλλο η πινακίδα γράφει «Δύση». Φοβισμένος ο αξιωματούχος ρωτάει τον Διάβολο:
«Ποια είναι η διαφορά μεταξύ τους; Ποιο θα πρέπει να διαλέξω;».
Και η απάντηση:
«Ω, οι υπηρεσίες είναι οι ίδιες. Τη Δευτέρα βράσιμο σε καυτό λάδι, την Τρίτη σούβλισμα, την Τετάρτη φωτιά και θειάφι, την Πέμπτη ψήσιμο στο φούρνο, την Παρασκευή τηγάνισμα…».
Ο Ρουμάνος δείχνει να απορεί:
«Αλλά, γιατί της Ανατολής είναι τόσο γεμάτο κόσμο και της Δύσης σχεδόν άδειο;».
Κι ο Διάβολος αναλαμβάνει να του εξηγήσει:
«Στην Ανατολική Κόλαση πότε ξεμένουν από λάδι, πότε δεν γυρίζουν οι σούβλες και δεν υπάρχει πάντα απόθεμα σε θειάφι…».
Ο Τσαουσέσκου δεν διέθετε πλέον τα μέσα για την αγορά φαρμακευτικών αποθεμάτων, ούτε τα χρήματα για να λειτουργήσουν τα ήδη δαπανηρά διυλιστήρια πετρελαίου της χώρας του και ακόμη και τότε λειτουργούσε μόλις το δέκα τοις εκατό αυτών. Τη δεκαετία του 1980 πάρθηκαν μέτρα λιτότητας και καθιερώθηκε η διανομή ψωμιού με δελτία. Έξω από τα καταστήματα σχηματίστηκαν ουρές και ο κόσμος έπρεπε μερικές φορές να περιμένει για ώρες, σε πολλές περιπτώσεις για να ακούσει πως το προϊόν, για το οποίο είχε έρθει, είχε τελειώσει. Εξαιτίας της έλλειψης καυσίμων, τα σπίτια χρησιμοποιούσαν λαμπτήρες των 40 βατ και τη νύχτα άναβε το ένα τρίτο από τις λάμπες των δρόμων. Η έλλειψη καυσίμων προκάλεσε κρίση και στα νοσοκομεία, αφού οι διακοπές ρεύματος διέκοπταν εγχειρήσεις και τα μηχανήματα υποστήριξης ζωής δεν λειτουργούσαν διαρκώς. Επειδή τα αποθέματα βενζίνης ήταν ανεπαρκή, δόθηκε διαταγή στα ασθενοφόρα να μην ανταποκρίνονται σε κλήσεις ασθενών μεγαλύτερων από τα εβδομήντα έτη.
Ενώ ο λαός της Ρουμανίας υπέφερε, ο Νικολάε Τσαουσέσκου και η οικογένειά του ζούσαν στην πολυτέλεια. Στην ουσία, οι ανισότητες ήταν σκανδαλώδεις. Για παράδειγμα, ο Τσαουσέσκου είχε το προνόμιο να είναι ιδιοκτήτης σαράντα πολυτελών παλατιών, αν και το στολίδι όλων αυτών ήταν αναμφίβολα το ανάκτορο Πριμαβέρι στο Βουκουρέστι. Μετά τον θάνατο των Τσαουσέσκου, ανακαλύφτηκαν ολόκληρα δωμάτια γεμάτα πλούτη. Για παράδειγμα, ένα δωμάτιο ήταν αφιερωμένο στην πελώρια συλλογή από γούνες της Έλενας, ενώ σε άλλο δωμάτιο υπήρχαν εκατοντάδες φορέματα και ακόμη περισσότερα ζευγάρια παπουτσιών. Ένα τρίτο δωμάτιο ήταν αφιερωμένο στα ραμμένα κατά παραγγελία κουστούμια και τον κυνηγητικό ρουχισμό του Νικολάε (πολλά από αυτά δεν είχαν φορεθεί ποτέ). Η διακόσμηση των ανακτόρων δεν πήγαινε πίσω, αφού ήταν γεμάτα με εξαιρετικά ασημικά, ανεκτίμητα χαλιά, πολυελαίους, πορσελάνες και μάρμαρο. Ο πλούτος που κυριαρχούσε μέσα στα ανάκτορα υπήρχε και έξω από αυτά, όπως, για παράδειγμα, η τεράστια συλλογή αυτοκινήτων του Νικολάε, περιλαμβανομένης μιας Μπιούικ Ελέκτρα, δώρο του Ρίτσαρντ Νίξον, μαζί με αρκετές Μερσεντές. Επίσης, υπήρχαν πολλά πολυτελή γιοτ, τα «Snagov I» και «Sangov Il», και η μεγάλη συλλογή του Νικολάε από ταχύπλοα «πυραύλους». Το 1984 ο Τσαουσέσκου διέταξε την κατεδάφιση 10.000 εκταρίων πανάκριβης ακίνητης περιουσίας στο Βουκουρέστι, για να κατασκευαστεί ένα ακόμη παλάτι. Αυτή τη φορά ζήτησε να χτιστεί μια ολόκληρη λεωφόρος (ίδιου μήκους και το ίδιο εντυπωσιακή με τα Ηλύσια Πεδία του Παρισιού), που θα κατέληγε στο «Κάζα Ποπουρούλουι» ή αλλιώς «Σπίτι του Λαού». Όταν ολοκληρώθηκε το κτίριο είχε ύψος 90 μέτρα και κάλυπτε επιφάνεια 220.000 τετραγωνικών μέτρων, καθιστώντας το το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο στον κόσμο, μετά το Πεντάγωνο. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως ιδιοκτήτης αυτού και όλων των άλλων πολυτελών αποκτημάτων ήταν ένας δυτικός «πλεϊιμπόι», και όχι ένας ακλόνητος υποστηρικτής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ωστόσο, ο Νικολάε Τσαουσέσκου συνέχισε να ξοδεύει τα χρήματα της χώρας του (που είχε δανειστεί από τη Δύση) για την πολυτελή ζωή του, ενώ οι πολίτες της Ρουμανίας υπέφεραν από την καταστροφική πολιτική του.
Σε ολόκληρη τη χώρα άρχισαν να ξεφυτρώνουν ορφανοτροφεία, εξαιτίας της πληθυσμιακής έκρηξης που προέκυψε από τους νόμους του Τσαουσέσκου, που απαγόρευαν την άμβλωση και την αντισύλληψη. Εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων, οι οικογένειες δεν είχαν να φάνε, και ένα ακόμη παιδί ήταν το λιγότερο που επιζητούσαν.Οι συνθήκες που επικρατούσαν στα ορφανοτροφεία ήταν αποκρουστικές. Υπήρχε ανεπάρκεια, καμιά φορά πλήρης έλλειψη, σε τρόφιμα, κλινοσκεπάσματα, ρουχισμό και, κυρίως, φάρμακα. Τα παιδιά ήταν συνήθως γυμνά, γιατί δεν υπήρχαν ρούχα να φορέσουν και, εξαιτίας των ανθυγιεινών συνθηκών στις οποίες ζούσαν, πολλά παιδιά υπέφεραν από χρόνια διάρροια και είχαν παράσιτα, όπως ψείρες, σκουλήκια και ψωρίαση. Όμως, δυστυχώς, οι συνθήκες αυτές δεν ήταν ό,τι χειρότερο, αφού οι γιατροί, που έμεναν πίσω σε σχέση με τις ιατρικές προόδους της Δύσης, εξαιτίας των δρακόντειων νόμων του Τσαουσέσκου, άρχισαν να μεταγγίζουν αίμα στα παιδιά, με την ελπίδα πως θα συμπλήρωναν τις διατροφικές τους ανάγκες. Αντιθέτως, αυτό προκάλεσε μια τεραστίων διαστάσεων επιδημία AIDS, αφού το αίμα δεν είχε ελεγχθεί ποτέ, καθώς ο Τσαουσέσκου πίστευε πως αυτή την αρρώστια την είχαν μόνο οι παρακμάζοντες δυτικοί. Στο τέλος της δικτατορίας του Τσαουσέσκου ζούσαν στα ορφανοτροφεία της Ρουμανίας περισσότερα από 150.000 παιδιά, από τα οποία χιλιάδες, ηλικίας δύο με τριών ετών, δεν είχαν μάθει ακόμη να περπατάνε και χιλιάδες άλλα είχαν μολυνθεί με τον ιό του AIDS.
Από τότε που ανέλαβε την εξουσία του κόμματος ο Τσαουσέσκου, το 1965, έφερε στον λαό του μόνο δυστυχία, όμως παρά το γεγονός αυτό, στις 28 Μαρτίου 1974, ορίστηκε ισόβιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση. Μόνο μια επανάσταση μπορούσε να διώξει από την εξουσία τον Τσαουσέσκου και τους οπαδούς του, όμως έπρεπε να περάσει μια δεκαετία για να γίνει αυτό το θαύμα. Εν τω μεταξύ, ο Τσαουσέσκου έστρεψε την προσοχή του σε μια φυλετική ομάδα που μισούσε: Την μειονότητα των Ούγγρων μέσα στη Ρουμανία. Από τότε που ανέλαβαν οι κομμουνιστές τη χώρα, οι Ούγγροι της Ρουμανίας (ιδιαίτερα της Τρανσυλβανίας) υπέφεραν όχι μόνο από τα κομμουνιστικά διατάγματα αλλά και από το εθνικιστικό όραμα του Τσαουσέσκου. Για παράδειγμα, υπό τις οδηγίες του Τσαουσέσκου, οι αρχές επέμειναν στην αναδιανομή του 85% της γης των Ούγγρων σε Ρουμάνους και έκλεισαν ουγγρικά σχολεία, ενώ όλα τα σχολικά βιβλία μεροληπτούσαν εναντίον των Ούγγρων. Απαγορεύτηκε στους Ούγγρους να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα σε δημόσιους χώρους και αν τους έπιαναν να κάνουν κάτι τέτοιο, τους συλλάμβαναν, τους χτυπούσαν και/ή τους φυλάκιζαν. Την δεκαετία του 1980, ως μέρος του προγράμματος πλήρους βιομηχανοποίησης, κατεδαφίστηκαν ολοσχερώς πολλά ουγγρικά χωριά και οι χωρικοί μετακόμισαν με τη βία σε άλλες περιοχές της χώρας.
Η σύζυγος του Τσαουσέσκου, Έλενα, ήταν ακόμη πιο τυραννική. Το 1975 η Έλενα «έπεισε» αρκετούς επιφανείς επιστήμονες να γράψουν εργασίες τις οποίες οικειοποιήθηκε και εξέδωσε με το δικό της όνομα. Επιπλέον, η Έλενα -αν και δεν είχε ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση- κατάφερε με κάποιο τρόπο να αποκτήσει διδακτορικό τίτλο στη Χημεία και στη συνέχεια έγινε διευθύντρια του Χημικού Ινστιτούτου. Οι περισσότεροι συνειδητοποίησαν πως τα προσόντα της ήταν ψεύτικα, κανείς δεν τόλμησε, όμως, να υψώσει τη φωνή του και να αποκαλύψει τα ψέματά της. Η Έλενα ζητούσε επίσης αναγνώριση για τα ακαδημαϊκά της επιτεύγματα στο εξωτερικό, δεχόμενη τιμητικούς τίτλους για τις επιστημονικές της εργασίες από όλες, σχεδόν, τις χώρες που επισκεπτόταν. Ο Μιρκέα Κοντρεάνου, ένας Ρουμάνος διπλωμάτης στην Ουάσιγκτον, αναφέρει: «Ήταν μια αγράμματη, αμόρφωτη, αφελής, αυτοδίδακτη γυναίκα, η οποία νόμιζε πως αν είχε μερικούς τίτλους δίπλα στο όνομά της, θα άλλαζε και την εικόνα της». Η φιλοδοξία της δεν αρκέστηκε στην ακαδημαϊκή καριέρα. Το 1979 αυτοδιορίστηκε μέλος της κυβέρνησης του Νικολάε και το 1980 έγινε Πρώτη Αναπληρώτρια του Προέδρου, δηλαδή ο δεύτερος ισχυρότερος άνθρωπος στη χώρα μετά τον άνδρα της. Πολύς κόσμος, μάλιστα, πίστευε ότι εκείνη βρισκόταν πίσω από τις σκληρότερες αποφάσεις του συζύγου της. Παρ’ όλα αυτά, ο Νικολάε και η σύζυγός του κατάφεραν να δημιουργήσουν γύρω από τους εαυτούς τους υπερβολική προσωπολατρία.
Ένα Ρουμάνος αξιωματούχος πεθαίνει και πάει στην Κόλαση. Μπαίνοντας στο παλάτι του Σατανά βλέπει δύο ίδια κι απαράλλακτα δωμάτια. Στο ένα υπάρχει μια πινακίδα με την ένδειξη «Ανατολή» και στο άλλο η πινακίδα γράφει «Δύση». Φοβισμένος ο αξιωματούχος ρωτάει τον Διάβολο:
«Ποια είναι η διαφορά μεταξύ τους; Ποιο θα πρέπει να διαλέξω;».
Και η απάντηση:
«Ω, οι υπηρεσίες είναι οι ίδιες. Τη Δευτέρα βράσιμο σε καυτό λάδι, την Τρίτη σούβλισμα, την Τετάρτη φωτιά και θειάφι, την Πέμπτη ψήσιμο στο φούρνο, την Παρασκευή τηγάνισμα…».
Ο Ρουμάνος δείχνει να απορεί:
«Αλλά, γιατί της Ανατολής είναι τόσο γεμάτο κόσμο και της Δύσης σχεδόν άδειο;».
Κι ο Διάβολος αναλαμβάνει να του εξηγήσει:
«Στην Ανατολική Κόλαση πότε ξεμένουν από λάδι, πότε δεν γυρίζουν οι σούβλες και δεν υπάρχει πάντα απόθεμα σε θειάφι…».
Ο Τσαουσέσκου δεν διέθετε πλέον τα μέσα για την αγορά φαρμακευτικών αποθεμάτων, ούτε τα χρήματα για να λειτουργήσουν τα ήδη δαπανηρά διυλιστήρια πετρελαίου της χώρας του και ακόμη και τότε λειτουργούσε μόλις το δέκα τοις εκατό αυτών. Τη δεκαετία του 1980 πάρθηκαν μέτρα λιτότητας και καθιερώθηκε η διανομή ψωμιού με δελτία. Έξω από τα καταστήματα σχηματίστηκαν ουρές και ο κόσμος έπρεπε μερικές φορές να περιμένει για ώρες, σε πολλές περιπτώσεις για να ακούσει πως το προϊόν, για το οποίο είχε έρθει, είχε τελειώσει. Εξαιτίας της έλλειψης καυσίμων, τα σπίτια χρησιμοποιούσαν λαμπτήρες των 40 βατ και τη νύχτα άναβε το ένα τρίτο από τις λάμπες των δρόμων. Η έλλειψη καυσίμων προκάλεσε κρίση και στα νοσοκομεία, αφού οι διακοπές ρεύματος διέκοπταν εγχειρήσεις και τα μηχανήματα υποστήριξης ζωής δεν λειτουργούσαν διαρκώς. Επειδή τα αποθέματα βενζίνης ήταν ανεπαρκή, δόθηκε διαταγή στα ασθενοφόρα να μην ανταποκρίνονται σε κλήσεις ασθενών μεγαλύτερων από τα εβδομήντα έτη.
Ενώ ο λαός της Ρουμανίας υπέφερε, ο Νικολάε Τσαουσέσκου και η οικογένειά του ζούσαν στην πολυτέλεια. Στην ουσία, οι ανισότητες ήταν σκανδαλώδεις. Για παράδειγμα, ο Τσαουσέσκου είχε το προνόμιο να είναι ιδιοκτήτης σαράντα πολυτελών παλατιών, αν και το στολίδι όλων αυτών ήταν αναμφίβολα το ανάκτορο Πριμαβέρι στο Βουκουρέστι. Μετά τον θάνατο των Τσαουσέσκου, ανακαλύφτηκαν ολόκληρα δωμάτια γεμάτα πλούτη. Για παράδειγμα, ένα δωμάτιο ήταν αφιερωμένο στην πελώρια συλλογή από γούνες της Έλενας, ενώ σε άλλο δωμάτιο υπήρχαν εκατοντάδες φορέματα και ακόμη περισσότερα ζευγάρια παπουτσιών. Ένα τρίτο δωμάτιο ήταν αφιερωμένο στα ραμμένα κατά παραγγελία κουστούμια και τον κυνηγητικό ρουχισμό του Νικολάε (πολλά από αυτά δεν είχαν φορεθεί ποτέ). Η διακόσμηση των ανακτόρων δεν πήγαινε πίσω, αφού ήταν γεμάτα με εξαιρετικά ασημικά, ανεκτίμητα χαλιά, πολυελαίους, πορσελάνες και μάρμαρο. Ο πλούτος που κυριαρχούσε μέσα στα ανάκτορα υπήρχε και έξω από αυτά, όπως, για παράδειγμα, η τεράστια συλλογή αυτοκινήτων του Νικολάε, περιλαμβανομένης μιας Μπιούικ Ελέκτρα, δώρο του Ρίτσαρντ Νίξον, μαζί με αρκετές Μερσεντές. Επίσης, υπήρχαν πολλά πολυτελή γιοτ, τα «Snagov I» και «Sangov Il», και η μεγάλη συλλογή του Νικολάε από ταχύπλοα «πυραύλους». Το 1984 ο Τσαουσέσκου διέταξε την κατεδάφιση 10.000 εκταρίων πανάκριβης ακίνητης περιουσίας στο Βουκουρέστι, για να κατασκευαστεί ένα ακόμη παλάτι. Αυτή τη φορά ζήτησε να χτιστεί μια ολόκληρη λεωφόρος (ίδιου μήκους και το ίδιο εντυπωσιακή με τα Ηλύσια Πεδία του Παρισιού), που θα κατέληγε στο «Κάζα Ποπουρούλουι» ή αλλιώς «Σπίτι του Λαού». Όταν ολοκληρώθηκε το κτίριο είχε ύψος 90 μέτρα και κάλυπτε επιφάνεια 220.000 τετραγωνικών μέτρων, καθιστώντας το το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο στον κόσμο, μετά το Πεντάγωνο. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως ιδιοκτήτης αυτού και όλων των άλλων πολυτελών αποκτημάτων ήταν ένας δυτικός «πλεϊιμπόι», και όχι ένας ακλόνητος υποστηρικτής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ωστόσο, ο Νικολάε Τσαουσέσκου συνέχισε να ξοδεύει τα χρήματα της χώρας του (που είχε δανειστεί από τη Δύση) για την πολυτελή ζωή του, ενώ οι πολίτες της Ρουμανίας υπέφεραν από την καταστροφική πολιτική του.
Σε ολόκληρη τη χώρα άρχισαν να ξεφυτρώνουν ορφανοτροφεία, εξαιτίας της πληθυσμιακής έκρηξης που προέκυψε από τους νόμους του Τσαουσέσκου, που απαγόρευαν την άμβλωση και την αντισύλληψη. Εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων, οι οικογένειες δεν είχαν να φάνε, και ένα ακόμη παιδί ήταν το λιγότερο που επιζητούσαν.Οι συνθήκες που επικρατούσαν στα ορφανοτροφεία ήταν αποκρουστικές. Υπήρχε ανεπάρκεια, καμιά φορά πλήρης έλλειψη, σε τρόφιμα, κλινοσκεπάσματα, ρουχισμό και, κυρίως, φάρμακα. Τα παιδιά ήταν συνήθως γυμνά, γιατί δεν υπήρχαν ρούχα να φορέσουν και, εξαιτίας των ανθυγιεινών συνθηκών στις οποίες ζούσαν, πολλά παιδιά υπέφεραν από χρόνια διάρροια και είχαν παράσιτα, όπως ψείρες, σκουλήκια και ψωρίαση. Όμως, δυστυχώς, οι συνθήκες αυτές δεν ήταν ό,τι χειρότερο, αφού οι γιατροί, που έμεναν πίσω σε σχέση με τις ιατρικές προόδους της Δύσης, εξαιτίας των δρακόντειων νόμων του Τσαουσέσκου, άρχισαν να μεταγγίζουν αίμα στα παιδιά, με την ελπίδα πως θα συμπλήρωναν τις διατροφικές τους ανάγκες. Αντιθέτως, αυτό προκάλεσε μια τεραστίων διαστάσεων επιδημία AIDS, αφού το αίμα δεν είχε ελεγχθεί ποτέ, καθώς ο Τσαουσέσκου πίστευε πως αυτή την αρρώστια την είχαν μόνο οι παρακμάζοντες δυτικοί. Στο τέλος της δικτατορίας του Τσαουσέσκου ζούσαν στα ορφανοτροφεία της Ρουμανίας περισσότερα από 150.000 παιδιά, από τα οποία χιλιάδες, ηλικίας δύο με τριών ετών, δεν είχαν μάθει ακόμη να περπατάνε και χιλιάδες άλλα είχαν μολυνθεί με τον ιό του AIDS.
Από τότε που ανέλαβε την εξουσία του κόμματος ο Τσαουσέσκου, το 1965, έφερε στον λαό του μόνο δυστυχία, όμως παρά το γεγονός αυτό, στις 28 Μαρτίου 1974, ορίστηκε ισόβιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση. Μόνο μια επανάσταση μπορούσε να διώξει από την εξουσία τον Τσαουσέσκου και τους οπαδούς του, όμως έπρεπε να περάσει μια δεκαετία για να γίνει αυτό το θαύμα. Εν τω μεταξύ, ο Τσαουσέσκου έστρεψε την προσοχή του σε μια φυλετική ομάδα που μισούσε: Την μειονότητα των Ούγγρων μέσα στη Ρουμανία. Από τότε που ανέλαβαν οι κομμουνιστές τη χώρα, οι Ούγγροι της Ρουμανίας (ιδιαίτερα της Τρανσυλβανίας) υπέφεραν όχι μόνο από τα κομμουνιστικά διατάγματα αλλά και από το εθνικιστικό όραμα του Τσαουσέσκου. Για παράδειγμα, υπό τις οδηγίες του Τσαουσέσκου, οι αρχές επέμειναν στην αναδιανομή του 85% της γης των Ούγγρων σε Ρουμάνους και έκλεισαν ουγγρικά σχολεία, ενώ όλα τα σχολικά βιβλία μεροληπτούσαν εναντίον των Ούγγρων. Απαγορεύτηκε στους Ούγγρους να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα σε δημόσιους χώρους και αν τους έπιαναν να κάνουν κάτι τέτοιο, τους συλλάμβαναν, τους χτυπούσαν και/ή τους φυλάκιζαν. Την δεκαετία του 1980, ως μέρος του προγράμματος πλήρους βιομηχανοποίησης, κατεδαφίστηκαν ολοσχερώς πολλά ουγγρικά χωριά και οι χωρικοί μετακόμισαν με τη βία σε άλλες περιοχές της χώρας.
Η σύζυγος του Τσαουσέσκου, Έλενα, ήταν ακόμη πιο τυραννική. Το 1975 η Έλενα «έπεισε» αρκετούς επιφανείς επιστήμονες να γράψουν εργασίες τις οποίες οικειοποιήθηκε και εξέδωσε με το δικό της όνομα. Επιπλέον, η Έλενα -αν και δεν είχε ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση- κατάφερε με κάποιο τρόπο να αποκτήσει διδακτορικό τίτλο στη Χημεία και στη συνέχεια έγινε διευθύντρια του Χημικού Ινστιτούτου. Οι περισσότεροι συνειδητοποίησαν πως τα προσόντα της ήταν ψεύτικα, κανείς δεν τόλμησε, όμως, να υψώσει τη φωνή του και να αποκαλύψει τα ψέματά της. Η Έλενα ζητούσε επίσης αναγνώριση για τα ακαδημαϊκά της επιτεύγματα στο εξωτερικό, δεχόμενη τιμητικούς τίτλους για τις επιστημονικές της εργασίες από όλες, σχεδόν, τις χώρες που επισκεπτόταν. Ο Μιρκέα Κοντρεάνου, ένας Ρουμάνος διπλωμάτης στην Ουάσιγκτον, αναφέρει: «Ήταν μια αγράμματη, αμόρφωτη, αφελής, αυτοδίδακτη γυναίκα, η οποία νόμιζε πως αν είχε μερικούς τίτλους δίπλα στο όνομά της, θα άλλαζε και την εικόνα της». Η φιλοδοξία της δεν αρκέστηκε στην ακαδημαϊκή καριέρα. Το 1979 αυτοδιορίστηκε μέλος της κυβέρνησης του Νικολάε και το 1980 έγινε Πρώτη Αναπληρώτρια του Προέδρου, δηλαδή ο δεύτερος ισχυρότερος άνθρωπος στη χώρα μετά τον άνδρα της. Πολύς κόσμος, μάλιστα, πίστευε ότι εκείνη βρισκόταν πίσω από τις σκληρότερες αποφάσεις του συζύγου της. Παρ’ όλα αυτά, ο Νικολάε και η σύζυγός του κατάφεραν να δημιουργήσουν γύρω από τους εαυτούς τους υπερβολική προσωπολατρία.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.