Άνοιξα το παραθύρι για να μετρήσω το φως… Ο πορτοκαλής ήλιος άφησε μια σκιά στο τζάμι… Μα τα παιδιά της γειτονιάς, ανύποπτα στον δρόμο, μ...
Άνοιξα το παραθύρι για να μετρήσω το φως… Ο πορτοκαλής ήλιος άφησε μια σκιά στο τζάμι… Μα τα παιδιά της γειτονιάς, ανύποπτα στον δρόμο, μετρούσαν τα «πόσα μάθαμε και σήμερα, μαμά…».
Οι τεράστιες τσάντες φορτωμένες αμφίβολη γνώση. Οι ήδη γερμένοι ώμοι τους φορτωμένοι ήρωες και προδότες, πρόσωπα και καταστάσεις που εισέβαλαν ξαφνικά στη ζωή τους, ορίζοντάς την πριν καν σκιρτήσει στα αγένεια πρόσωπά τους η πρώτη ανακάλυψη της ζωής και των θαυμάτων της. Κάπου, σε μια άκρη της τσέπης τους, έχει χωρέσει αυτό που ο πατέρας τους σιγομουρμούριζε χθες βράδυ: έρχεται η ανάπτυξη. Εκεί, μαζί με τα Χριστούγεννα έρχεται και η ανάπτυξη… Δηλαδή, τι έρχεται… Σχεδόν έχει έρθει! Τη βλέπεις παντού. Στα πρόσωπα των χοντρών Άι Βασίληδων που έχουν θρονιαστεί στις βεράντες. Τη βλέπεις στις ρημαγμένες γειτονιές, στους άψυχους δρόμους, στα σούρτα-φέρτα των τροϊκανών, στις ανάποδες εφημερίδες των περιπτέρων, στα λιπόσαρκα τραγούδια των φαναριών, στην Πλατεία του Συντάγματος και των προσφύγων της, στον καθημερινό σου καφέ, που όση πια ζάχαρη και να βάλεις, αυτός, εκεί, πικρός…
…Ετούτο το σπίτι στο Χαλάνδρι δεν μισανοίγει την πόρτα του. Την ανοίγει διάπλατα. Όπως ανοίγει την αγκαλιά του, όπως ανοίγει τα χείλη του σε χαμόγελο μεγάλο, ζεστό, αγαπησιάρικο. Ο Γιάννης Φέρτης, ως άντρας παλαιάς κοπής, σε ξεφορτώνει απ’ τα βάρη των χεριών, τινάζει από πάνω σου το νερό της βροχής, περιμένει να καθίσεις και χαμογελώντας πάντα κάθεται δίπλα, κοιτώντας σε στα μάτια.
Συνέντευξη στη Μαρία Δημητρούκα
Συχνά-πυκνά ακούμε: «Παλιότερα ο κόσμος ήταν καλύτερος…». Πότε ήταν καλύτερος;
«Πάντα αυτό θα λέμε. Πάντα όταν μιλάμε για το παρελθόν -επειδή κρατάμε τις καλύτερες των αναμνήσεων- πιστεύουμε ότι ήταν καλύτερα. Ακόμα κι αν ήταν πολύ χειρότερα».
Από ποια ανάγκη;
«Επειδή πάντα τα πράγματα είναι δύσκολα, ο άνθρωπος, απ’ την ανάγκη τού να έχει κάπου να πατήσει ώστε να μπορεί να προχωρήσει, ωραιοποιεί κατά κάποιον τρόπο -μπορεί να γίνεται και ασυνείδητα- το παρελθόν. Το ιστορικό του παρελθόν, το κοινωνικό του, το πολιτιστικό του, ακόμα δε και το προσωπικό του. Οι καταπιεσμένοι άνθρωποι, που πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν, “αρπάζονται” από ένα “καλό” παρελθόν για να βρουν τη δύναμη να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον. Είναι ένα παιχνίδι του μυαλού ίσως όλο αυτό, για να κρατιέται όρθια η ανθρωπότητα. Έτσι, αναπολώντας το παρελθόν, ξεχνάμε τα κακά που ζούμε στον παρόντα χρόνο… Πάντως, ποτέ δεν ήταν καλύτερος ο κόσμος… Λέμε, ας πούμε, τώρα, “τότε που αφήναμε τις πόρτες μας ανοιχτές”. Εγώ το πρόλαβα αυτό. Και γιατί ήταν καλύτερο; Αν το πολυσκεφτείς και του βγάλεις τη γλύκα που του βάζουμε με το ζόρι, χάλια ήταν… Αναπολώ κατά καιρούς κι εγώ κάποια. Αλλά χειρότερα ήταν. Δεν υπάρχει η φτώχεια που υπήρχε τότε και δεν εννοώ πως τώρα δεν υπάρχουν φτωχοί, αλλά τότε ήταν καθεστώς. Δεν πεινούσε ο κόσμος μόνο στην Κατοχή, ούτε σε ειδικές περιπτώσεις, όπως τώρα λόγου χάρη με την κρίση».
Κι εγώ δεν βλέπω τίποτα καλό στις ξεκλείδωτες κι ανοιχτές πόρτες. Έμπαινε κι ο ρουφιάνος, έμπαινε κι ο κουτσομπόλης να δει αν μαγειρεύεις και τι… Επίσης, συχνά-πυκνά λέμε: «Πώς γίναμε έτσι!»… Πότε ήμασταν αλλιώς;
«Ποτέ. Πάντα υπήρχαν οι αδιάφοροι, οι κλέφτες, οι εκμεταλλευτές, οι αχόρταγοι, οι ψεύτες, οι ρουφιάνοι όπως είπες, οι μιζαδόροι, οι κομπιναδόροι, οι βίαιοι, οι βολεψάκηδες και ούτω καθ’ εξής. Δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά η “κοινωνία των αγγέλων” και ούτε θα υπάρξει. Με όσο καλές προθέσεις κι αν ξεκινάει κάποιος να χτίσει μια κοινωνία σύμφωνα με την πλέον κοινωνικά δίκαιη κοσμοθεωρία, στον δρόμο το πράγμα πάντα θα χαλάει. Ο ανθρώπινος παράγοντας θα είναι πάντα η απαρχή του κακού. Αλλοτριώνεται εύκολα ο άνθρωπος. Μόλις αποκτήσει εξουσία, μεταλλάσσεται. Μπορεί πολύ εύκολα από εξουσιαζόμενος να γίνει εξουσιαστής κι εκεί έχουμε έναν φαύλο κύκλο. Και για να το κλείσουμε αυτό, θα σου φέρω ένα παράδειγμα με τον εαυτό μου. Επί Xούντας -ήμουνα εναντίον της δεν υπάρχει θέμα- και εγώ υπήρξα κάποιες φορές αδιάφορος. Δηλαδή, όταν μάθαινα ότι βασανίζανε ανθρώπους, ήμουν έτοιμος να θυσιαστώ. Για δύο μέρες. Μετά το ξεχνούσα και κοίταζα τη δουλειά μου, με την έννοια αν το έργο που παίζαμε θα πάει καλά και τέτοια. Δεν την ήθελα τη Xούντα, αλλά δεν κούνησα και το δαχτυλάκι μου. Άρα, ποτέ δεν ήμασταν αλλιώς, πόσω μάλλον καλύτεροι…».
Έχεις αναρωτηθεί τι έφταιξε και τα τελευταία χρόνια πάμε απ’ το κακό στο χειρότερο, πέραν, βεβαίως, της όποιας πολιτικής;
«Πληρώνουμε λάθη και της δικής μας άσκεπτης και επιπόλαιης συμπεριφοράς. Με ξένο χρήμα, με πλαστικό χρήμα, με δανεικό χρήμα, αποκτήσαμε ξαφνικά νοοτροπία νεόπλουτων. Γίναμε σπάταλοι, χάσαμε κάθε μέτρο, γίναμε υπερόπτες, ματαιόδοξοι και αχόρταγοι. Βρήκαμε τρόπους, διάφορους τρόπους -όχι μόνο με τη δουλειά μας- και βγάζαμε εύκολα χρήματα. Και νομίζαμε πως θα είναι έτσι για πάντα. Εύκολα. Και ξέραμε πολύ καλά τι κάναμε. Όταν κάνεις ας πούμε κομπίνα, ξέρεις τι κάνεις. Προσωπικά γνωρίζω τι γινόταν στην πολεοδομία, στην εφορία… Δεν ξέραμε τα φακελάκια; Δεν τα ξέραμε όλα αυτά; Και τώρα ξαφνικά βγαίνουν και φωνάζουν “πιάσανε τον τάδε, πιάσανε και τον άλλον”… Αστειότητες. Από ‘κεί και πέρα, πάμε στην προσωπική συνείδηση του κάθε ανθρώπου. Και για να συμπληρώσω την παραπάνω κουβέντα μας, οι άνθρωποι, που τώρα βολεύονται, πιστεύουν πως τούτη η εποχή είναι η καλύτερη. Αυτοί που πάντα περνούσαν δύσκολα και άσχημα είναι στα ίδια και χειρότερα. Εκείνοι δε που περνούσαν πολύ καλά, πριν είκοσι ή και τριάντα χρόνια, αναπολούν το παρελθόν».
Η «Αθηναϊκή Δημοκρατία» θεωρείται παγκοσμίως και διαχρονικά ως το πλέον τέλειο πρότυπο δημοκρατικού πολιτεύματος. Ήταν όμως; Πόσο τέλεια μπορεί να είναι μια κοινωνία μέσα στην οποία υπάρχει έστω και ένας σκλάβος;
«Συμφωνώ με την ένστασή σου. Κι εγώ το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Αλλά αυτή ήταν η δομή των τότε κοινωνιών. Ο δούλος ξέρουμε καλά -απ’ τα γραπτά που μας άφησαν- πως δεν ήταν ισότιμος, ούτε ισόνομος με τους ελεύθερους πολίτες, μην έχοντας το δικαίωμα καν της ψήφου. Με τη σημερινή ματιά της Ιστορίας, βεβαίως, τα εκτιμούμε ως άδικα και παράλογα. Για τότε, όμως, ήταν πρόοδος. Αν, μάλιστα, μελετήσεις και τα πολιτεύματα των υπολοίπων χωρών-πόλεων, θα δεις ότι δικαίως θεωρείται ως το πλέον ιδανικό πολίτευμα. Τα επιμέρους δεν τα γνωρίζουμε. Το πώς, δηλαδή, φερόταν ο αφέντης στον δούλο δεν το ξέρουμε. Όπως δεν ξέρουμε πια κι αν είμαστε δικοί τους απόγονοι… Ίσως λίγο αίμα να έχουμε μέσα μας απ’ το δικό τους κι ως εκεί».
Κατά καιρούς κάποιοι αποπειρώνται να βιάσουν τη γλώσσα μας με διάφορους τρόπους. Ένας εξ αυτών είναι ο εξής: Υποστηρίζουν πως η φωνή ακολουθεί τη γραφή. Σε μια γλώσσα ζωντανή, η γραφή δεν πρέπει να ακολουθεί πάντα τη φωνή;
«Φυσικά. Οι αγράμματοι, δηλαδή, τι κάνουν; Να σου φέρω κι ένα παράδειγμα ενός ανθρώπου που υπήρξε και ο πλέον αριστοφανικός ηθοποιός. Εγώ τον πρόλαβα. Ο Χριστόφορος ο Νέζερ. Ήταν αγράμματος. Δεν είχε τελειώσει καν το δημοτικό. Νομίζω πως είχε πάει κάνα δυό χρόνια. Έγινε, λοιπόν, πρωταγωνιστής χρησιμοποιώντας τον λόγο. Τη φωνή του, δηλαδή. Και πόσους άλλους ξέρω που δεν έχουν πάει ούτε στο γυμνάσιο καν και χειρίζονται άψογα τον λόγο. Εν αρχή ην ο λόγος, λοιπόν. Εγώ, παρά το γεγονός ότι είμαι ηθοποιός, δεν τον χειρίζομαι σωστά τον λόγο. Δεν έχω τέτοια ευκολία…».
Όσες φορές -όπως και τώρα- η γλώσσα μας βρέθηκε κυνηγημένη, πού πιστεύεις ότι κρύφτηκε;
«Δεν νομίζω -μπορεί να κάνω και λάθος- ότι κυνηγιέται η γλώσσα. Δεν πιστεύω ότι γίνεται κάτι επίτηδες. Ότι είναι σαθρό το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ναι, συμφωνώ. Αλλά αυτό δεν είναι τωρινό. Το θυμάμαι πάντα να χωλαίνει και να έχει ελλείψεις. Δεν πιστεύω, λοιπόν, πως έχουν πρόθεση να κυνηγήσουν τη γλώσσα. Απλώς δεν ξέρουν τι να κάνουν. Αυτό το υπουργείο είναι πολύ ευαίσθητο και δύσκολο. Θέλει άνθρωπο να κατέχει σε βάθος το αντικείμενο. Θέλει κάποιον, ποιον να σου πω τώρα; Κάποιον σαν τον Κακριδή; Όπως και το Πολιτισμού. Προφανώς τα θεωρούν υπουργεία όχι νευραλγικά και άνευ σημασίας γι’ αυτό και τα αντιμετωπίζουν με λύσεις πρόχειρες και επιπόλαιες. Αδιαφορούν. Όχι ότι κυνηγούν κάτι. Άλλα τους ενδιαφέρουν, πώς, ας πούμε, θα κερδίσουν τις εκλογές… Έτσι νομίζω, γιατί μου είναι αδιανόητο να γίνεται κάτι τέτοιο επίτηδες. Ίσως γιατί εγώ δεν θα το έκανα ποτέ. Μη με τρελαίνεις τώρα κι εσύ. Δεν μπορεί να είναι μεθόδευση η έλλειψη παιδείας. Ρε αδερφέ, υπάρχει κι ο προσωπικός παράγων… Η προσωπική ευθύνη. Το περασμένο καλοκαίρι ήμουν στη Θεσσαλονίκη. Κάτω απ’ το Κρατικό, υπάρχει μια αίθουσα που είναι ο κινηματογράφος “Αριστοτέλειον” και λειτουργεί και σαν θέατρο. Και βλέπω, κάτω απ’ το Κρατικό, όπου εμείς ετοιμάζαμε τους “Πέρσες”, στη διαφημιστική τους ταμπέλα: “Οι φόνισσες της Παπαδιαμάντη”. Έπαθα. Τίγκα. Ευθύνεται κάποιο υπουργείο γι’ αυτό το χάλι ή οι συντελεστές της παράστασης συν τους θεατές; Και ποιος να επέμβει; Θα γίνει χαμός, ότι δήθεν η ελευθερία λόγου παραβιάζεται κ.λπ., κ.λπ. Τι να σου πω… Ας ανοίξει τα μάτια του ο κόσμος. Εγώ τι να κάνω; Αμόρφωτος είμαι. Ένας ηθοποιός με ευαισθησίες είμαι. Ξέρω πολύ καλά ποιος και τι είμαι».
…Το σπίτι μοιάζει σπαρτιάτικο. Καμιά επίδειξη, τίποτα περιττό. Ακριβώς όσα χρειάζονται σε ένα σπίτι ώστε να κάθεται κανείς και να έχει πού να φάει. Το μόνο περίσσιο είναι τα βιβλία. Μα κι αυτά δεν έχουν αλαζονική θέση στο «έμπα» του σπιτιού. Στολίδια των τοίχων, φωτογραφίες σκηνικών, παλιών παραστάσεων του ίδιου από τότε που ήταν θιασάρχης και του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν. Α! Και μια τηλεόραση που κλέβει τις ματιές του συνομιλητή μου, αφού προβάλλει ποδοσφαιρικό αγώνα με τον Παναθηναϊκό. Είναι το δεύτερο πάθος που ανακαλύπτω -το πρώτο είναι το θέατρο- σε τούτον τον ήρεμο -φαινομενικά- και χαμηλών τόνων άνθρωπο. Σύντροφος της ζωής του Γιάννη η επίσης εξαίρετη ηθοποιός Μαρίνα Ψάλτη, η οποία αθόρυβα και ευγενικά θα φροντίσει για τον ζεστό καφέ, θα ρωτήσει αν χρειαζόμαστε κάτι άλλο και θα αποσυρθεί διακριτικά.
Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα στο νεοελληνικό μας κρατίδιο, ζούμε καθημερινά υπό το βάρος των ειδήσεων: Πάνω από 600.000 μικρά παιδιά λιμοκτονούν και περίπου 8.000 συνάνθρωποί μας απεχώρησαν οικειοθελώς… Στη χώρα του Ομήρου και του Παλαμά… Πώς το σχολιάζεις;
«Αυτό δεν σηκώνει σχολιασμό. Τι να σου κάνει ο σχολιασμός; Αυτό κουβαλάει μόνο ντροπή και φρίκη».
Πώς θα χαρακτήριζες σήμερα την πατρίδα μας; Προτεκτοράτο; Αποικία;
«Πώς θα τη χαρακτήριζα… Έλα μου, ντε. Δεν θα πω ότι είμαστε ένα από τα δύο, αλλά αν γίνουμε, εμείς θα φταίμε πρώτοι που τα έχουμε ρίξει όλα στους ξένους. Εμείς δεν πήγαμε, δεν δανειστήκαμε, δεν χρεοκοπήσαμε; Γιατί φταίνε οι ξένοι;».
Εγώ κι εσύ πήγαμε και δανειστήκαμε;
«Βρε, άσε τα “εγώ κι εσύ”… Ψηφίζουμε αυτούς που δανείζονται. Και ξέρεις και κάτι; Οι προσωπικές μας λαμογιές δεν θα πληρώνονταν κάποτε; Εγώ παραδέχομαι δημοσίως ότι έχω πάρει “μαύρα”. Είμαι εντάξει; Όχι, δεν είμαι. Και πάρα πολλοί άλλοι που φωνάζουν δεν είναι εντάξει. Ξέρω πολλούς, μα πάρα πολλούς που κάνανε λαμογιές κι απ’ αυτούς που σήμερα ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ… Άσ’ τα. Βρωμάει το πράγμα. Οι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ στις τράπεζες που τα πήραν χοντρά και τώρα παριστάνουν τους αριστερούς στον ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιου δεν του βρήκανε ένα εκατομμύριο; Δεν θυμάμαι το όνομά του τώρα… Δεν συμφωνώ ότι τα πράγματα καλώς είναι όπως είναι σήμερα, αλλά δεν παίρνεις δάνειο για αυτοκινητάρα, ούτε για διακοπές σε ξενοδοχεία πρώτης μούρης. Πετούσαν του κόσμου τα χρήματα για πρώτο τραπέζι πίστα! Ή να τα καίνε. Ή να τα σκορπάνε για σπασμένα πιάτα και γαρδένιες… Υπήρχε τέτοια νοοτροπία. Και υπάρχει ακόμα. Απ’ την άλλη, βεβαίως, υπάρχουν άνθρωποι που δεν φταίξανε σε τίποτα. Σου λέω για τους άλλους. Και είναι και οι περισσότεροι. Εγώ είμαι ανάμεσα σ’ αυτούς που αν μπορούσαν να κρύψουν, το έκαναν».
Ποια, κατ’ εσέ, στοιχεία συνιστούν μια ελεύθερη χώρα;
«Μια ανύπαρκτη χώρα εννοείς… Αυτή που έχει ελεύθερους ανθρώπους. Δεν υπήρξε κι ούτε θα υπάρξει».
Ποια συνιστούν τη δίκαιη χώρα;
«Ένα και είναι αρκετό. Κανένας πολίτης αδικημένος».
Πολιτισμός ίσον:
« Δεν ξέρω».
Ένας άνθρωπος, που υπηρετεί την τέχνη και τον πολιτισμό πενήντα πέντε χρόνια τώρα, έρχεται με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια που σπάει κόκκαλα να παραδεχτεί άγνοια, εκεί που οι περισσότεροι -αν όχι όλοι- ομότεχνοί του έχουν να αραδιάσουν κατεβατά.
Ετούτος ο όμορφος άντρας με ξαφνιάζει σήμερα όλο και περισσότερο, όλο και πιο ευχάριστα.
Δημοκρατία ίσον:
«Ποιος ξέρει; Ας πούμε, όταν κανείς μπορεί να ζει και να εκφράζεται ελεύθερα».
Ο μαρξισμός μιλάει για την αναγκαιότητα της πάλης των τάξεων. Ο Αισχύλος για τη συνδιαλλαγή των τάξεων. Τι κρίνεις εσύ; Ποιο είναι εφικτό και μπορεί να έχει κι αποτέλεσμα;
«Νομίζω πως κανένα δεν είναι εφικτό. Δεν είναι εύκολη η συνδιαλλαγή έτσι όπως είναι οι άνθρωποι. Όσο για την ταξική πάλη, νομίζω πως αν επικρατήσει η πλευρά του λαού, θα έχουμε πολύ σύντομα κάτι απ’ τα ίδια. Αυτό που είπα πιο πάνω. Ο έως πριν εξουσιαζόμενος θα γίνει εκ των πραγμάτων εξουσιαστής».
Πρέπει εμείς να διακηρύξουμε ως άμεσο και ύψιστο σκοπό μας την αυτο-σωτηρία μας ή με τα χέρια σταυρωμένα να περιμένουμε, έξω από μας, σωτήρες;
«Εγώ δεν περιμένω κανέναν σωτήρα. Το μόνο που περιμένω, ήρεμα πια, είναι ο θάνατος».
Συμφιλιωμένος με την ιδέα του;
«Απολύτως. Έχω πολλά χρόνια στην πλάτη μου. Το μόνο που απεύχομαι είναι η ανημπόρια. Να μη βασανισθώ. Εκεί, είμαι υπέρ της ευθανασίας. Ειδικά όταν κάποιος βασανίζεται, ενώ έχουν εκλείψει οι ελπίδες».
Μάθαμε ποτέ να τιμούμε το ένα αγαθό ή τα δέκα που έχουμε; Ένα ζεστό κρεβάτι, νερό να πλυθούμε, φιλική συντροφιά, ένα πιάτο φαγητό κι αυτόν εδώ τον χρόνο που έχουμε τώρα και μιλάμε;
«Κάποιοι μάθαμε, κι αυτό κάνουμε».
Στην Οδό Φαναριωτών, στις παρυφές του Λυκαβηττού και δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, γεννήθηκε ο Γιάννης Φέρτης την 21η(!) Απριλίου του 1938. Δεν θα μπορούσε να γίνει, λοιπόν, τίποτα άλλο πέρα από «βαμμένος βάζελος», όπως εξάλλου παραμένει ακόμα. «Πήγαινα πιτσιρικάς με τους φίλους μου τις Κυριακές έξω απ’ το γήπεδο. Πλησίαζα κάποιον κύριο και έλεγα με θάρρος: “Θα με πάρετε μαζί σας;”. Αν πήγαινες μόνος έπρεπε να πληρώσεις εισιτήριο. Ενώ έτσι, κάθε Κυριακή με άλλον πατέρα, δεν έχανα κανένα ματς» θα ψιθυρίσει τρυφερά.
Η καταγωγή του είναι από το ορεινό χωριό Δάφνη της Φθιώτιδας. Η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο έγινε το ’59 με το έργο του Καμπανέλλη «Η ηλικία της θάλασσας». Τον κοιτώ και σκέφτομαι πως «δεν έχει ηλικία η θάλασσα, όπως δεν έχει κι αυτός…». Έχει ανοίξει πανιά προς τα ογδόντα χρόνια, αλλά, πιστέψτε με, ούτε οι κακές γλώσσες θα τον έλεγαν για εξηντάρη έστω. Αν δεν υπήρχε το μεγαλειώδες και μακρόχρονο βιογραφικό του, προσωπικά θα μιλούσα για έναν πενηντάρη. Φωνάζω τη σκέψη μου και εκείνος κατεβάζει αμήχανα το κεφάλι, όπως κάνει σε κάθε καλή κουβέντα μου. «Κατά γενική ομολογία είσαι η δεύτερη πλέον σημαντική φωνή στον χώρο, μαζί μ’ εκείνη του Κατράκη» θα του πω, για να αντιμιλήσει μουρμουρίζοντας ντροπαλά «έλα, τι είναι αυτά τώρα…». Μαθητής και απόφοιτος της σχολής του Κουν, μυήθηκε στα ιερά και όσια στο πλέον κατάλληλο υπόγειο της Αθήνας.
Έχει αναμετρηθεί με ρόλους-μεγαθήρια, κερδίζοντας πάντα τη μάχη, μα και τον πόλεμο. «Πιστεύω πως έκανα καλά τη δουλειά μου…». Ενδεικτικά αναφέρω, γιατί δεν χωράνε ούτε τα μισά: «Όρνιθες» «Ευρυδίκη», «Γλυκό πουλί της νιότης», «Άσκηση πέντε δακτύλων», «Πεγκ, καρδούλα μου», «Μικρή μας πόλη», «Μια ιστορία απ’ το Ιρκούτσκ», «Ένας μήνας στην εξοχή», «Βάκχες», «Η Μάνα», «Ο Γλάρος», «Καημένε μου Μάρικ», «Η ηδονή της τιμιότητας», «Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες», «Ο επιθεωρητής», «Αυγουστιάτικο φεγγάρι», «Βρυκόλακες», «Οργισμένα νιάτα», «Αμαντέους», «Ο βυσσινόκηπος», «Δανειστές», «Το πορτρέτο του Όσκαρ Ουάιλντ», «Ο Πατέρας», «Ο θαυματοποιός» που του εξασφάλισε και το Βραβείο Αιμίλιος Βεάκης για την ερμηνεία του. Με σοφία κινήθηκε, επίσης, και στην ερμηνεία ρόλων-συμβόλων της αρχαίας μας τραγωδίας. Τον είδαμε στην Επίδαυρο ως «Διόνυσο» στις Βάκχες, Ορέστη στην «Ορέστεια», αγγελιαφόρο στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», παιδαγωγό στην «Ηλέκτρα» και το φάντασμα του Δαρείου στους «Πέρσες», το διαμάντι του περασμένου καλοκαιριού.
Έχει, επίσης, πάνω από 25 ταινίες στο ενεργητικό του, ενώ άφησε τη σφραγίδα του με τις ερμηνείες του και στη μικρή μας οθόνη. Ενδεικτικά και εδώ: «Το μπλόκο», «Με τη λάμψη στα μάτια», «Ο ανήφορος», «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος», «Υποβρύχιο Παπανικολής», «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», «Βίος ανθόσπαρτος», «Ο συμβολαιογράφος», «Ο επισκέπτης της ομίχλης», «Προδοσία», «Βαμμένος ήλιος».
Τα εκφραστικά του μέσα έγιναν όχημα και κουβάλησαν γερά συγγραφείς όπως: Ουίλιαμς, Ανούιγ, Αριστοφάνης, Τουργκένιεφ, Αρμπούζωφ, Μπρεχτ, Σάφερ, Ουάιλντ, Πιραντέλλο, Γκόγκολ, Ίψεν, Τσέχωφ, Αισχύλος… Καθοδηγήθηκε απ’ την αφρόκρεμα των σκηνοθετών. Ανάμεσά τους ο Πίτερ Στάιν, ο Κάρολος Κουν, ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Ευτύχησε να ανταμώσει επί σκηνής με τους Μ. Κατράκη και Μ. Μερκούρη. Και τόσους άλλους, ων ουκ έστιν αριθμός…
Στο θέατρο «Χορν» της Οδού Αμερικής μοσχοβολάνε όλα: σκηνικά, κοστούμια, πούδρες, ιδρώτας, ένταση. Η παράσταση που ετοιμάζεται για να κάνει την πρεμιέρα της στις 10 τρέχοντος είναι σχεδόν έτοιμη. Η σκηνοθέτις Λίλλυ Μελεμέ, δοκιμασμένη στα δύσκολα, έχει αναλάβει να οδηγήσει τους «ταξιδιώτες» της τσαρικής Ρωσίας -μιας Ρωσίας και μιας εποχής που βολόδερναν ανάμεσα στους μουζίκους και στους βαρκάρηδες του Βόλγα απ’ τη μιά και απ’ την άλλη στη γεμάτη πλήξη και ανία ζωή της αστικής της τάξης- στην κάθαρση με όποιο τίμημα. Στον ρόλο του Βάνια ο Φέρτης και μαζί του το βαρύ πυροβολικό του χώρου: Βόγλης, Μάινας, Μαλικένζου, Ψάλτη, Βαμβακά, Καλτσίκη και Χαραλάμπους.
Ο Βάνιας, ο υπέροχος «Θείος Βάνιας», γίνεται εκμεταλλεύσιμο προϊόν από άγνοια ή από γενναιοδωρία;
«Καλή τη πίστη».
Φεύγω αργά από τούτο το χαμογελαστό σπίτι. Στους δρόμους της Αθήνας δεν έχει αλλάξει τίποτα. Μόνο τα στέκια των άστεγων. Τυχερός όποιος πρόλαβε να ακουμπήσει σε μια είσοδο κτιρίου. Ψευδαίσθηση στέγης. Έτσι είναι αυτά. Άλλος πορεύεται με την ψευδαίσθηση της αγάπης, άλλος με εκείνη των γιορτών. Κι όλοι μαζί, με τη μεγάλη και λαμπερή ψευδαίσθηση της ανάπτυξης…
crashonline
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.