Με μια σκληρή ανακοίνωση η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος διατυπώνει τις αντιρρήσεις της για διατάξεις που αφορούν στο νομοσχέδιο του Υπουργεί...
Με μια σκληρή ανακοίνωση η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος διατυπώνει τις αντιρρήσεις της για διατάξεις που αφορούν στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης σχετικά με τις «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου κ.ά. διατάξεις».
Στη ανακοίνωσή τους οι εισαγγελικοί λειτουργοί κάνουν λόγο για «ευκαιριακές» ρυθμίσεις και «αυθαίρετη νομοθετική μείωση του χρόνου πραγματικής έκτισης της ποινής» που έχει ως αποτέλεσμα «τη γενικευμένη, χωρίς εξαιρέσεις ελευθέρωση καταδικασθέντων για εγκλήματα κάθε βαθμίδας και βαρύτητας» γεγονός που «ισοδυναμεί με ακύρωση των δικαστικών αποφάσεων».
Ακολουθεί ολόκληρη η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος:
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, με αφορμή την προώθηση προς ψήφιση εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Σχεδίου Νόμου «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου κ.ά. διατάξεις», μετά τη θέση του σε δημόσια διαβούλευση σε βραχεία προθεσμία, επισημαίνει τα εξής :
(Α) Νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που εξαντλούνται στην επιθυμία «αποσυμφόρησης των καταστημάτων κράτησης» και, μάλιστα, μέσω «εκτάκτων μέτρων» (βλ. τον τίτλο του άρθρου 4 του Σχεδίου Νόμου), εγγράφονται στη χορεία των ευκαιριακών, αποσπασματικών και ξένων –τελικά- με το ποινικό δόγμα ρυθμίσεων, στις οποίες η Πολιτεία δια των ετών επιδεικνύει ιδιαίτερη προτίμηση.
Ο υπερπληθυσμός των καταστημάτων κράτησης αποτελεί προφανώς μείζον πρόβλημα, τούτο όμως δεν μπορεί να επιλύεται με την αυθαίρετη νομοθετική μείωση του χρόνου πραγματικής έκτισης της ποινής και, συνακόλουθα, με τη γενικευμένη, χωρίς εξαιρέσεις ελευθέρωση καταδικασθέντων για εγκλήματα κάθε βαθμίδας και βαρύτητας, η οποία :
(i) ισοδυναμεί με ακύρωση των δικαστικών αποφάσεων που τις επέβαλαν in casu, επί τη βάσει συγκεκριμένων πραγματικών και νομικών δεδομένων,
(ii) αναιρεί το γενικό και ειδικό προληπτικό αποτέλεσμα της επιβληθείσας ποινής,
(iii) αποδομεί το σχήμα της επιβολής τιμωρίας δίκαιης και ανάλογης με το έγκλημα που τέλεσε ο δράστης, τον οποίο -εν τέλει- επιβραβεύει για λόγους που συναρτώνται με μόνη την παροιμιώδη αδυναμία της Πολιτείας να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη μέσα και τις υποδομές αντιμετώπισης της εγκληματικότητας,
(iv) είναι δυνατόν να εγείρει ζητήματα διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης, στο μέτρο που χωρίς εξαιρέσεις, συνδεόμενες με τη βαρύτητα του εγκλήματος (όπως εκείνες λ.χ. που προβλεπόταν στο άρθρο 1 Ν 4043/2012 στο οποίο παρέπεμπε το άρθρο 8 § 5 Ν 4198/2013), προβλέπει γενική ελευθέρωση των κρατουμένων ενώ, τέλος,
(v) ενισχύει την εντύπωση μιας Πολιτείας που λειτουργεί με ασυνέχεια, αυτοαναιρούμενη και μη σεβόμενη τους νόμους που η ίδια θέσπισε, στο ευαίσθητο, μάλιστα, πεδίο του ποινικού φαινομένου.
Ο νομοθέτης οφείλει να αναλογιστεί εν προκειμένω, εάν η αιτία της συμφόρησης των καταστημάτων κράτησης οφείλεται σε αξιόλογο βαθμό στην καταχρηστική πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων και ειδικών ποινικών διαδικασιών εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, για την εξυπηρέτηση συχνά σκοπών άσχετων με την ποινική παράβαση καθαυτή, ώστε η όποια ρεαλιστική πολιτική αντιμετώπισής της, θα έπρεπε προ παντός να περιλάβει τη χρηστή, συνεπή, συστηματικά οργανωμένη και δογματικά ανθεκτική ποινική νομοθέτηση.
(Β) Παρά τον ανθρωπισμό που διαπνέει μείζον μέρος των προς ψήφιση διατάξεων, όσον αφορά στην απόλυση καταδίκων ασθενών (από ορισμένες νόσους) ή αναπήρων (ορισμένων ποσοστών), είναι αμφίβολο εάν ένας τέτοιος «à la carte» ανθρωπισμός μπορεί να αποτελέσει επιστημονικά αποδεκτό κριτήριο επιεικούς μεταχείρισης κατηγοριών καταδίκων:
(i) διασπά τη σύνδεση μεταξύ της πράξης τους και του σκοπού που τάχθηκε να υπηρετήσει η ποινή που τους επιβλήθηκε,
(ii) δεν αφήνει περιθώριο εξατομικευμένης εξέτασης της εκάστοτε περίπτωσης από τη δικαστική αρχή και
(iii) παρίσταται –στο μέτρο που βασίζεται σε μονομερή, γενική πρόκριση ηλικιακών μεγεθών ή άλλων αξιολογήσεων (ασθενείας ή αναπηρίας) χωρίς καμία εξαίρεση συναρτώμενη με τη βαρύτητα της πράξης- ως μη ενταγμένος στο ποινικό δόγμα, που απαιτεί την επιβολή και έκτιση της κύρωσης σε ατομικό, εξατομικευμένο και μη διεπόμενο από γενικά χαρακτηριστικά πλαίσιο.
(Γ) Παρά το γεγονός ότι με το Σχέδιο Νόμου προωθούνται, επίσης, ρυθμίσεις σχετικά με τους ανήλικους παραβάτες, αποβλέπουσες στην άμβλυνση των συνεπειών της ποινικής μεταχείρισής τους και στην κοινωνική ενσωμάτωσή τους, σύμφωνα με τα Διεθνή Κείμενα, παραβλέπεται ο υπαρκτός κίνδυνος της εκμετάλλευσης αυτής ακριβώς της (αδικαιολόγητα επιεικούς, ιδίως για τα κακουργήματα που επισύρουν βαρείες ποινές πλην της ισόβιας κράτησης) μεταχείρισης, από ένα κύκλο ατόμων που έχει διαπιστωθεί ότι ενεργούν οργανωμένα, είτε χρησιμοποιώντας ανηλίκους, είτε εμφανιζόμενοι αυτοί ως ανήλικοι –όντες αλλοδαποί ενήλικοι- διαπράττοντες μείζονος κοινωνικής απαξίας αδικήματα. Ορισμένες από τις προωθούμενες διατάξεις παρίστανται να διευκολύνουν μια τέτοια αμιγώς εγκληματική και σχεδιασμένη δράση. Και στο σημείο αυτό, οι γενικές ρυθμίσεις του Σχεδίου Νόμου παραπέμπουν μάλλον σε πρόθεση συλλήβδην «αμνήστευσης» και όχι εξατομικευμένης εξέτασης της παραβατικής συμπεριφοράς (διαπιστωμένων και μη) ανηλίκων.
Το ΔΣ της ΕΕΕ με λύπη καταγράφει, τέλος, ότι κατά τη διαδικασία σύνταξης και αυτού του Σχεδίου Νόμου δεν ζητήθηκε η συνεισφορά ή οι παρατηρήσεις του Εισαγγελικού Κλάδου, ενώ και η βραχεία προθεσμία δημόσιας διαβούλευσης επ’ αυτού δεν επαρκεί για την ανάδειξη του σταδίου αυτού, ως ουσιαστικού.
Στη ανακοίνωσή τους οι εισαγγελικοί λειτουργοί κάνουν λόγο για «ευκαιριακές» ρυθμίσεις και «αυθαίρετη νομοθετική μείωση του χρόνου πραγματικής έκτισης της ποινής» που έχει ως αποτέλεσμα «τη γενικευμένη, χωρίς εξαιρέσεις ελευθέρωση καταδικασθέντων για εγκλήματα κάθε βαθμίδας και βαρύτητας» γεγονός που «ισοδυναμεί με ακύρωση των δικαστικών αποφάσεων».
Ακολουθεί ολόκληρη η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος:
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, με αφορμή την προώθηση προς ψήφιση εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Σχεδίου Νόμου «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου κ.ά. διατάξεις», μετά τη θέση του σε δημόσια διαβούλευση σε βραχεία προθεσμία, επισημαίνει τα εξής :
(Α) Νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που εξαντλούνται στην επιθυμία «αποσυμφόρησης των καταστημάτων κράτησης» και, μάλιστα, μέσω «εκτάκτων μέτρων» (βλ. τον τίτλο του άρθρου 4 του Σχεδίου Νόμου), εγγράφονται στη χορεία των ευκαιριακών, αποσπασματικών και ξένων –τελικά- με το ποινικό δόγμα ρυθμίσεων, στις οποίες η Πολιτεία δια των ετών επιδεικνύει ιδιαίτερη προτίμηση.
Ο υπερπληθυσμός των καταστημάτων κράτησης αποτελεί προφανώς μείζον πρόβλημα, τούτο όμως δεν μπορεί να επιλύεται με την αυθαίρετη νομοθετική μείωση του χρόνου πραγματικής έκτισης της ποινής και, συνακόλουθα, με τη γενικευμένη, χωρίς εξαιρέσεις ελευθέρωση καταδικασθέντων για εγκλήματα κάθε βαθμίδας και βαρύτητας, η οποία :
(i) ισοδυναμεί με ακύρωση των δικαστικών αποφάσεων που τις επέβαλαν in casu, επί τη βάσει συγκεκριμένων πραγματικών και νομικών δεδομένων,
(ii) αναιρεί το γενικό και ειδικό προληπτικό αποτέλεσμα της επιβληθείσας ποινής,
(iii) αποδομεί το σχήμα της επιβολής τιμωρίας δίκαιης και ανάλογης με το έγκλημα που τέλεσε ο δράστης, τον οποίο -εν τέλει- επιβραβεύει για λόγους που συναρτώνται με μόνη την παροιμιώδη αδυναμία της Πολιτείας να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη μέσα και τις υποδομές αντιμετώπισης της εγκληματικότητας,
(iv) είναι δυνατόν να εγείρει ζητήματα διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης, στο μέτρο που χωρίς εξαιρέσεις, συνδεόμενες με τη βαρύτητα του εγκλήματος (όπως εκείνες λ.χ. που προβλεπόταν στο άρθρο 1 Ν 4043/2012 στο οποίο παρέπεμπε το άρθρο 8 § 5 Ν 4198/2013), προβλέπει γενική ελευθέρωση των κρατουμένων ενώ, τέλος,
(v) ενισχύει την εντύπωση μιας Πολιτείας που λειτουργεί με ασυνέχεια, αυτοαναιρούμενη και μη σεβόμενη τους νόμους που η ίδια θέσπισε, στο ευαίσθητο, μάλιστα, πεδίο του ποινικού φαινομένου.
Ο νομοθέτης οφείλει να αναλογιστεί εν προκειμένω, εάν η αιτία της συμφόρησης των καταστημάτων κράτησης οφείλεται σε αξιόλογο βαθμό στην καταχρηστική πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων και ειδικών ποινικών διαδικασιών εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, για την εξυπηρέτηση συχνά σκοπών άσχετων με την ποινική παράβαση καθαυτή, ώστε η όποια ρεαλιστική πολιτική αντιμετώπισής της, θα έπρεπε προ παντός να περιλάβει τη χρηστή, συνεπή, συστηματικά οργανωμένη και δογματικά ανθεκτική ποινική νομοθέτηση.
(Β) Παρά τον ανθρωπισμό που διαπνέει μείζον μέρος των προς ψήφιση διατάξεων, όσον αφορά στην απόλυση καταδίκων ασθενών (από ορισμένες νόσους) ή αναπήρων (ορισμένων ποσοστών), είναι αμφίβολο εάν ένας τέτοιος «à la carte» ανθρωπισμός μπορεί να αποτελέσει επιστημονικά αποδεκτό κριτήριο επιεικούς μεταχείρισης κατηγοριών καταδίκων:
(i) διασπά τη σύνδεση μεταξύ της πράξης τους και του σκοπού που τάχθηκε να υπηρετήσει η ποινή που τους επιβλήθηκε,
(ii) δεν αφήνει περιθώριο εξατομικευμένης εξέτασης της εκάστοτε περίπτωσης από τη δικαστική αρχή και
(iii) παρίσταται –στο μέτρο που βασίζεται σε μονομερή, γενική πρόκριση ηλικιακών μεγεθών ή άλλων αξιολογήσεων (ασθενείας ή αναπηρίας) χωρίς καμία εξαίρεση συναρτώμενη με τη βαρύτητα της πράξης- ως μη ενταγμένος στο ποινικό δόγμα, που απαιτεί την επιβολή και έκτιση της κύρωσης σε ατομικό, εξατομικευμένο και μη διεπόμενο από γενικά χαρακτηριστικά πλαίσιο.
(Γ) Παρά το γεγονός ότι με το Σχέδιο Νόμου προωθούνται, επίσης, ρυθμίσεις σχετικά με τους ανήλικους παραβάτες, αποβλέπουσες στην άμβλυνση των συνεπειών της ποινικής μεταχείρισής τους και στην κοινωνική ενσωμάτωσή τους, σύμφωνα με τα Διεθνή Κείμενα, παραβλέπεται ο υπαρκτός κίνδυνος της εκμετάλλευσης αυτής ακριβώς της (αδικαιολόγητα επιεικούς, ιδίως για τα κακουργήματα που επισύρουν βαρείες ποινές πλην της ισόβιας κράτησης) μεταχείρισης, από ένα κύκλο ατόμων που έχει διαπιστωθεί ότι ενεργούν οργανωμένα, είτε χρησιμοποιώντας ανηλίκους, είτε εμφανιζόμενοι αυτοί ως ανήλικοι –όντες αλλοδαποί ενήλικοι- διαπράττοντες μείζονος κοινωνικής απαξίας αδικήματα. Ορισμένες από τις προωθούμενες διατάξεις παρίστανται να διευκολύνουν μια τέτοια αμιγώς εγκληματική και σχεδιασμένη δράση. Και στο σημείο αυτό, οι γενικές ρυθμίσεις του Σχεδίου Νόμου παραπέμπουν μάλλον σε πρόθεση συλλήβδην «αμνήστευσης» και όχι εξατομικευμένης εξέτασης της παραβατικής συμπεριφοράς (διαπιστωμένων και μη) ανηλίκων.
Το ΔΣ της ΕΕΕ με λύπη καταγράφει, τέλος, ότι κατά τη διαδικασία σύνταξης και αυτού του Σχεδίου Νόμου δεν ζητήθηκε η συνεισφορά ή οι παρατηρήσεις του Εισαγγελικού Κλάδου, ενώ και η βραχεία προθεσμία δημόσιας διαβούλευσης επ’ αυτού δεν επαρκεί για την ανάδειξη του σταδίου αυτού, ως ουσιαστικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.