Αποσπάσματα από το νέο -αυτοβιογραφικό- βιβλίο του Κώστα Σημίτη «Δρόμοι Ζωής» (εκδ. Πόλις), το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει τις επόμεν...
Αποσπάσματα από το νέο -αυτοβιογραφικό- βιβλίο του Κώστα Σημίτη «Δρόμοι Ζωής» (εκδ. Πόλις), το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες στα βιβλιοπωλεία, προδημοσιεύει η «Εφ.Συν.».
Πρόκειται για μια προσωπική μαρτυρία του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΠΑΣΟΚ από τη γερμανική Κατοχή, τον εμφύλιο πόλεμο, την «καχεκτική» δημοκρατία και τη στρατιωτική δικτατορία ώς τη μεταπολίτευση και την εδραίωση της δημοκρατίας, που φτάνει μέχρι το 1996 και την ανάδειξή του στην πρωθυπουργία.
Ο Ανδρέας ήταν ο διάδοχος, ο βέβαιος μελλοντικός πρωθυπουργός. Και βρέθηκε αμέσως περιστοιχισμένος από κάθε λογής πρόσωπα που ήθελαν να αναδειχθούν μαζί του. Σχημάτισε το προσωπικό του δίκτυο, απέκτησε τους θαυμαστές, τους πιστούς του. Ως αρχηγός έπρεπε μάλιστα να φροντίζει να διευρύνει τον κύκλο των οπαδών του. Απόρροια αυτού του τρόπου εισόδου στην πολιτική ήταν ο αρχηγισμός, η αντιπάθεια για τον αντίλογο, η αποφυγή εφαρμογής δημοκρατικών διαδικασιών στο κόμμα.
Σύμφωνα με τον Κ. Σημίτη, με τη συγγραφή του βιβλίου επιθυμεί να συνεισφέρει στη διαμόρφωση μιας πληρέστερης εικόνας της μακράς πολιτικής και κοινωνικής περιόδου στην οποία αναφέρεται με στόχο «να μάθουμε από το παρελθόν για να σχεδιάσουμε αποτελεσματικά το μέλλον».
Οι εισφορές χρημάτων στο κόμμα δεν καταγράφονταν πάντα. Στελέχη αλλά και υποψήφιοι κινούνταν χωρίς να ακολουθούν τις οδηγίες, και ζητούσαν συνεισφορές χωρίς να τις αποδίδουν στο σύνολό τους. Υπήρχαν διάφορα ταμεία και οι αυτόκλητοι διαχειριστές τους. Τα μέλη του κομματικού μηχανισμού δεν ενδιαφέρονταν τόσο για τη διαφάνεια ή τη σωστή τήρηση των λογαριασμών όσο για τη συλλογή χρημάτων, ώστε να εξασφαλισθεί η μόνιμη απασχόλησή τους στο κόμμα. Αδιαφορούσαν για τους νομικούς περιορισμούς. Αλλά το κόμμα απέφευγε κάθε θόρυβο, για να μην προκληθούν αρνητικές εντυπώσεις
Ανάμεσα στα θέματα που «ακουμπά» ο συγγραφέας, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εστιάζεται στις σχέσεις του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, στις κυβερνητικές και αντιπολιτευτικές φάσεις του ΠΑΣΟΚ, στο ρεύμα του εκσυγχρονισμού, στα θέματα εστιών διαφθοράς και πελατειακών δικτύων στη διάρκεια της θητείας του, καθώς και στη στάση του έναντι της Αριστεράς.
Ακολουθούν σχετικά αποσπάσματα:
Εγώ και ο Ανδρέας
Ο Ανδρέας αντιπροσώπευε έναν τύπο πολιτικού σπάνιο στην Ελλάδα. Ξεχώριζε από τους άλλους, με τις γνώσεις του, την επαφή του με τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, τη δύναμη της σκέψης και τη ρητορική του δεινότητα. Είχε χάρισμα στην παρουσίαση των ιδεών του και δύναμη λόγου. Αντιλαμβανόταν και εξέφραζε με τρόπο απλό αλλά πειστικό το λαϊκό αίσθημα [...].
Οι δυσκολίες που συνάντησε στην πολιτική του πορεία οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι, χωρίς να διαθέτει καμία πείρα από την ελληνική πολιτική ζωή, ανέλαβε τον ρόλο ηγετικού στελέχους της Ενωσης Κέντρου, επειδή ήταν γιος του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Ανδρέας, λοιπόν, ήταν ο διάδοχος, ο βέβαιος μελλοντικός πρωθυπουργός. Και βρέθηκε αμέσως περιστοιχισμένος από κάθε λογής πρόσωπα που ήθελαν να αναδειχθούν μαζί του.
Σχημάτισε το προσωπικό του δίκτυο, απέκτησε τους θαυμαστές, τους πιστούς του. Ως αρχηγός έπρεπε μάλιστα να φροντίζει να διευρύνει τον κύκλο των οπαδών του. Απόρροια αυτού του τρόπου εισόδου στην πολιτική ήταν ο αρχηγισμός, η αντιπάθεια για τον αντίλογο, η αποφυγή εφαρμογής δημοκρατικών διαδικασιών στο κόμμα. Η καταγγελία των τιμαρίων, της παλαιοκομματικής πολιτικής, της συγκεντρωτικής νοοτροπίας, την οποία κατά καιρούς διατύπωνε, ποτέ δεν αφορούσε τον ίδιο. Ολα τα παραπάνω ήταν θανάσιμα αμαρτήματα μόνο των άλλων.
Οταν ανέλαβα πρωθυπουργός, γνωριζόμουν ήδη με τον Ανδρέα παραπάνω από τριάντα χρόνια. Ελάχιστα ήταν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που συμπορεύθηκαν μαζί του για τόσο μεγάλο διάστημα. Οι πολιτικοί σχολιαστές πρόβαλλαν τις συγκρούσεις μας, την απόσταση που μας χώριζε στη ζωή και στην πολιτική, τις διαφορετικές συμπεριφορές μας. Παρέβλεπαν, όμως, τα πολλά κοινά σημεία μας: την αντίστασή μας στη χούντα, τους αγώνες μας για την ίδρυση και την ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ, την αντιπαράθεσή μας με τη Δεξιά, τη συνεργασία μας για μια αποτελεσματική κυβέρνηση.
Διατηρούσαμε μεταξύ μας μια σταθερή σχέση, παρά τις όποιες τριβές. Στο τέλος της ημέρας των κρίσεων υπήρχε πάντα μια αμοιβαία εκτίμηση. Υπήρχαν επίσης ομοιότητες στη ζωή μας που μας συνέδεαν: οι σπουδές και η πολύχρονη παραμονή μας στο εξωτερικό, η πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, η επίγνωση των προβλημάτων της χώρας, η επαφή μας με τη μαρξιστική και σοσιαλιστική σκέψη και, βέβαια, η πεποίθηση ότι η κοινωνική αλλαγή απαιτεί συνεχείς παρεμβάσεις και όχι απλώς τη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης.
Προσεγγίζαμε, όμως, με διαφορετικό τρόπο την άσκηση της πολιτικής και είχαμε διαφορετικές απόψεις για ορισμένους κεντρικούς στόχους που θα έπρεπε να επιδιώξουμε. Ο Ανδρέας μεγάλωσε και σταδιοδρόμησε στις ΗΠΑ, μακριά από την Ευρώπη, μακριά από την Ελλάδα, λόγω του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της δυσκολίας των επικοινωνιών στη μεταπολεμική εποχή [...]. Ο Ανδρέας διατήρησε αυτή την αμερικανοκεντρική οπτική: κύριος πόλος της παγκόσμιας ανάπτυξης ήταν οι ΗΠΑ. Ως αντίθετο πόλο στην αμερικανική επεκτατικότητα έβλεπε τον Τρίτο Κόσμο. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε, γι’ αυτόν, μόνο οικονομική διάσταση· δεν της απέδιδε καμία πολιτική σημασία.
Πολιτικό χρήμα - Διαφθορά
Η υπόθεση Κοσκωτά ανέδειξε ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της μεταπολίτευσης τη χρηματοδότηση της πολιτικής δραστηριότητας και τις σχέσεις της πολιτικής εξουσίας με τα οικονομικά συμφέροντα. Δεν ήταν τυχαίο· και δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά. Κάθε κόμμα που βρισκόταν στην αντιπολίτευση προσπαθούσε να καταδείξει την έλλειψη ηθικής της κυβέρνησης επικαλούμενο, μεταξύ άλλων, αξιόποινες πράξεις που συνδέονταν με τη συγκέντρωση πόρων για πολιτικές δραστηριότητες.
Και κάθε κόμμα που βρισκόταν στην κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι, σε σύγκριση με το παρελθόν που εκπροσωπούσε η αντιπολίτευση, αποτελούσε αλλαγή προς το καλύτερο. Η έκταση του προβλήματος του πολιτικού χρήματος απαιτεί μια ανάλυση που δεν στέκεται ούτε στην υπόθεση Κοσκωτά που πρόβαλλε η Νέα Δημοκρατία, ούτε στους λογαριασμούς για τη χρηματοδότηση της Νέας Δημοκρατίας από τους εφοπλιστές στο Λονδίνο που πρόβαλλε το ΠΑΣΟΚ.
Στο ΠΑΣΟΚ, στην προσπάθεια εξεύρεσης χρημάτων συμμετείχαν όλοι: οι υποψήφιοι, οι παράγοντες στην Αθήνα και στην περιφέρεια, τα στελέχη. Η αναζήτηση πόρων εθεωρείτο κομματική υποχρέωση. Οι κατά καιρούς οικονομικές εξορμήσεις προέτρεπαν όλα τα μέλη να συμβάλουν στην κάλυψη των αναγκών, ασχέτως αν πλησίαζαν εκλογές ή όχι. Το κόμμα χορηγούσε κουπόνια σε όσους συνέλεγαν χρήματα. Αυτοί τα έδιναν στους συνεισφέροντες ως απόδειξη του ποσού που έπαιρναν, νομιμοποιώντας ταυτόχρονα την όλη διαδικασία. [...]
Πριν από τις εκλογές του 1985, η Επιτροπή Οικονομικού μου είχε ζητήσει έναν κατάλογο των επιχειρήσεων που είχαν επαφές με το Υπουργείο Γεωργίας για διάφορες υποθέσεις, όπως επενδύσεις ή χρηματοδοτήσεις από την ΕΟΚ. Ηθελαν να απευθυνθούν σε αυτές ώστε να ενισχύσουν οικονομικά το ΠΑΣΟΚ. Διαμαρτυρήθηκα, και αρνήθηκα να δώσω οποιαδήποτε στοιχεία. Η στάση μου, όμως, αποτελούσε εξαίρεση. Κατά γενική πεποίθηση, το κόμμα μπορούσε να ζητά χρήματα από επιχειρήσεις, και μάλιστα από εκείνες που είχαν σχέσεις με το Δημόσιο· εθεωρείτο θεμιτή και επιβεβλημένη ενέργεια.
Οι εισφορές χρημάτων στο κόμμα δεν καταγράφονταν πάντα. Στελέχη αλλά και υποψήφιοι κινούνταν χωρίς να ακολουθούν τις οδηγίες, και ζητούσαν συνεισφορές χωρίς να τις αποδίδουν στο σύνολό τους. Υπήρχαν διάφορα ταμεία και οι αυτόκλητοι διαχειριστές τους.
Τα μέλη του κομματικού μηχανισμού δεν ενδιαφέρονταν τόσο για τη διαφάνεια ή τη σωστή τήρηση των λογαριασμών όσο για τη συλλογή χρημάτων, ώστε να εξασφαλισθεί η μόνιμη απασχόλησή τους στο κόμμα. Αδιαφορούσαν για τους νομικούς περιορισμούς. Αλλά το κόμμα απέφευγε κάθε θόρυβο, για να μην προκληθούν αρνητικές εντυπώσεις.
Το 1996 και το 2002 η κυβέρνησή μου προέβη στην πρώτη εκτεταμένη νομοθέτηση για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, τον έλεγχο των οικονομικών τους, την επιτήρηση των οικονομικών των υποψήφιων βουλευτών, καθώς και τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών και ορισμένων άλλων προσώπων.
Οι νόμοι αυτοί ψηφίστηκαν έπειτα από εκτενείς συζητήσεις με τα άλλα κόμματα. Το 2003 νομοθετήθηκαν νέοι κανόνες για το πόθεν έσχες. Ηταν η πρώτη φορά που η χώρα αποκτούσε σύγχρονη νομοθεσία για το πολιτικό χρήμα. Ωστόσο, αυτές οι ρυθμίσεις δεν εξασφάλισαν τον αποτελεσματικό έλεγχο του πολιτικού χρήματος. Απαγορεύσεις και κοινοβουλευτικές ή δικαστικές επιτροπές ελέγχου δεν επαρκούν.
Μπορεί οι επιχειρηματίες των ανεπτυγμένων χωρών να μη διανοούνται να δωροδοκήσουν τους πολιτικούς της χώρας τους, αλλά θεωρούν εξίσου αυτονόητο ότι οι κανόνες της χρηστής διοίκησης δεν ισχύουν σε άλλες χώρες και ότι, πάντως, είναι θεμιτό να τους παρακάμπτουν. Η περίπτωση της Siemens είναι ένα παράδειγμα. Η μόνη δυνατότητα άμυνας απέναντι σε αυτό το φαινόμενο είναι ο εξαρχής εντατικός έλεγχος των διαπραγματεύσεων και της συμπεριφοράς των υπευθύνων από μια εξειδικευμένη υπηρεσία [...]
Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν, εξακολουθούσαν να υπάρχουν εστίες διαφθοράς, τόσο κατά την περίοδο 1996-2004 όσο και στα επόμενα χρόνια. Είναι γνωστές οι υποθέσεις των εξοπλιστικών προγραμμάτων, των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ), του ΟΤΕ, των δομημένων ομολόγων, των τραπεζών των οποίων τα χρήματα καταχράστηκαν οι επικεφαλής τους (ProtonBank, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο).
Ο τρόπος δράσης της Siemens, της Rheinmetall και άλλων ξένων επιχειρήσεων κατέδειξε τη συστηματικότητα της προσπάθειάς τους με την επινόηση περίπλοκων δικτύων εξωχωρίων εταιρειών για να καλυφθούν οι παράνομες πληρωμές. Κατέδειξε επίσης την ασυνειδησία των στελεχών τους, που επιδίωκαν τις δωροδοκίες για να τους επιστρέφεται από τους δωροδοκούμενους ως ανταμοιβή ένα ποσοστό της δωροδοκίας που τους παρείχαν.
Ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας συμμετείχα στις διαπραγματεύσεις του Υπουργείου Εθνικής Αμυνας με τη Lockheed, ώστε να κατασκευαστούν στην Ελλάδα ορισμένα εξαρτήματα των αεροπλάνων που θα αγόραζε η χώρα από την αμερικανική εταιρεία. Δύο ημέρες αφότου ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις και η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία ανέλαβε την κατασκευή των εξαρτημάτων, η ίδια η ΕΑΒ δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση να παραγάγει τα τμήματα αυτά. Οι λόγοι δεν μου ανακοινώθηκαν. Αισθάνθηκα, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, ότι επικρατούσε μια μεγάλη προχειρότητα, η οποία άνοιγε την πόρτα σε κάθε είδους εκμετάλλευση.
Στην υπόθεση ΟΤΕ κατά Siemens ο αρμόδιος αντεισαγγελέας Γ. Μπρης πρότεινε, με το πόρισμά του της 20.11.2014, την παραπομπή σε δίκη των υπαλλήλων της διεθνούς ελεγκτικής εταιρείας στην οποία ο ΟΤΕ είχε αναθέσει τον έλεγχο των συμβάσεων με τη Siemens, διότι διαπίστωσε δωροδοκία τους. Σχημάτισα, και τότε και αργότερα, αρνητική άποψη για τα πρόσωπα που τα υπουργεία χρησιμοποιούσαν ως οικονομικούς ή τεχνικούς συμβούλους. Πολλοί από αυτούς ήταν θηρευτές θέσεων.
Οσοι θέλουν να εκμεταλλευθούν τη θέση τους για προσωπικό όφελος βρίσκουν τον τρόπο, παρά τις απαγορεύσεις και τους ελέγχους. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώθηκε κατά τη θητεία των κυβερνήσεων τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Νέας Δημοκρατίας. Κυβερνητικά και κρατικά στελέχη καταχράστηκαν το αξίωμά τους με στόχο προσωπικά οφέλη. Αντιλαμβάνονταν την πολιτική ως μηχανισμό κοινωνικής ανέλιξης και τον προσωπικό πλουτισμό ως αναγκαίο στοιχείο της επιτυχίας τους.Το πιο γνωστό παράδειγμα της πρώτης κυβερνητικής περιόδου του ΠΑΣΟΚ ήταν ο Κουτσόγιωργας, της περιόδου μετά το 1996 ο Τσοχατζόπουλος.
Πρόκειται για μια προσωπική μαρτυρία του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΠΑΣΟΚ από τη γερμανική Κατοχή, τον εμφύλιο πόλεμο, την «καχεκτική» δημοκρατία και τη στρατιωτική δικτατορία ώς τη μεταπολίτευση και την εδραίωση της δημοκρατίας, που φτάνει μέχρι το 1996 και την ανάδειξή του στην πρωθυπουργία.
Ο Ανδρέας ήταν ο διάδοχος, ο βέβαιος μελλοντικός πρωθυπουργός. Και βρέθηκε αμέσως περιστοιχισμένος από κάθε λογής πρόσωπα που ήθελαν να αναδειχθούν μαζί του. Σχημάτισε το προσωπικό του δίκτυο, απέκτησε τους θαυμαστές, τους πιστούς του. Ως αρχηγός έπρεπε μάλιστα να φροντίζει να διευρύνει τον κύκλο των οπαδών του. Απόρροια αυτού του τρόπου εισόδου στην πολιτική ήταν ο αρχηγισμός, η αντιπάθεια για τον αντίλογο, η αποφυγή εφαρμογής δημοκρατικών διαδικασιών στο κόμμα.
Σύμφωνα με τον Κ. Σημίτη, με τη συγγραφή του βιβλίου επιθυμεί να συνεισφέρει στη διαμόρφωση μιας πληρέστερης εικόνας της μακράς πολιτικής και κοινωνικής περιόδου στην οποία αναφέρεται με στόχο «να μάθουμε από το παρελθόν για να σχεδιάσουμε αποτελεσματικά το μέλλον».
Οι εισφορές χρημάτων στο κόμμα δεν καταγράφονταν πάντα. Στελέχη αλλά και υποψήφιοι κινούνταν χωρίς να ακολουθούν τις οδηγίες, και ζητούσαν συνεισφορές χωρίς να τις αποδίδουν στο σύνολό τους. Υπήρχαν διάφορα ταμεία και οι αυτόκλητοι διαχειριστές τους. Τα μέλη του κομματικού μηχανισμού δεν ενδιαφέρονταν τόσο για τη διαφάνεια ή τη σωστή τήρηση των λογαριασμών όσο για τη συλλογή χρημάτων, ώστε να εξασφαλισθεί η μόνιμη απασχόλησή τους στο κόμμα. Αδιαφορούσαν για τους νομικούς περιορισμούς. Αλλά το κόμμα απέφευγε κάθε θόρυβο, για να μην προκληθούν αρνητικές εντυπώσεις
Ανάμεσα στα θέματα που «ακουμπά» ο συγγραφέας, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εστιάζεται στις σχέσεις του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, στις κυβερνητικές και αντιπολιτευτικές φάσεις του ΠΑΣΟΚ, στο ρεύμα του εκσυγχρονισμού, στα θέματα εστιών διαφθοράς και πελατειακών δικτύων στη διάρκεια της θητείας του, καθώς και στη στάση του έναντι της Αριστεράς.
Ακολουθούν σχετικά αποσπάσματα:
Εγώ και ο Ανδρέας
Ο Ανδρέας αντιπροσώπευε έναν τύπο πολιτικού σπάνιο στην Ελλάδα. Ξεχώριζε από τους άλλους, με τις γνώσεις του, την επαφή του με τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, τη δύναμη της σκέψης και τη ρητορική του δεινότητα. Είχε χάρισμα στην παρουσίαση των ιδεών του και δύναμη λόγου. Αντιλαμβανόταν και εξέφραζε με τρόπο απλό αλλά πειστικό το λαϊκό αίσθημα [...].
Οι δυσκολίες που συνάντησε στην πολιτική του πορεία οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι, χωρίς να διαθέτει καμία πείρα από την ελληνική πολιτική ζωή, ανέλαβε τον ρόλο ηγετικού στελέχους της Ενωσης Κέντρου, επειδή ήταν γιος του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Ανδρέας, λοιπόν, ήταν ο διάδοχος, ο βέβαιος μελλοντικός πρωθυπουργός. Και βρέθηκε αμέσως περιστοιχισμένος από κάθε λογής πρόσωπα που ήθελαν να αναδειχθούν μαζί του.
Σχημάτισε το προσωπικό του δίκτυο, απέκτησε τους θαυμαστές, τους πιστούς του. Ως αρχηγός έπρεπε μάλιστα να φροντίζει να διευρύνει τον κύκλο των οπαδών του. Απόρροια αυτού του τρόπου εισόδου στην πολιτική ήταν ο αρχηγισμός, η αντιπάθεια για τον αντίλογο, η αποφυγή εφαρμογής δημοκρατικών διαδικασιών στο κόμμα. Η καταγγελία των τιμαρίων, της παλαιοκομματικής πολιτικής, της συγκεντρωτικής νοοτροπίας, την οποία κατά καιρούς διατύπωνε, ποτέ δεν αφορούσε τον ίδιο. Ολα τα παραπάνω ήταν θανάσιμα αμαρτήματα μόνο των άλλων.
Οταν ανέλαβα πρωθυπουργός, γνωριζόμουν ήδη με τον Ανδρέα παραπάνω από τριάντα χρόνια. Ελάχιστα ήταν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που συμπορεύθηκαν μαζί του για τόσο μεγάλο διάστημα. Οι πολιτικοί σχολιαστές πρόβαλλαν τις συγκρούσεις μας, την απόσταση που μας χώριζε στη ζωή και στην πολιτική, τις διαφορετικές συμπεριφορές μας. Παρέβλεπαν, όμως, τα πολλά κοινά σημεία μας: την αντίστασή μας στη χούντα, τους αγώνες μας για την ίδρυση και την ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ, την αντιπαράθεσή μας με τη Δεξιά, τη συνεργασία μας για μια αποτελεσματική κυβέρνηση.
Διατηρούσαμε μεταξύ μας μια σταθερή σχέση, παρά τις όποιες τριβές. Στο τέλος της ημέρας των κρίσεων υπήρχε πάντα μια αμοιβαία εκτίμηση. Υπήρχαν επίσης ομοιότητες στη ζωή μας που μας συνέδεαν: οι σπουδές και η πολύχρονη παραμονή μας στο εξωτερικό, η πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, η επίγνωση των προβλημάτων της χώρας, η επαφή μας με τη μαρξιστική και σοσιαλιστική σκέψη και, βέβαια, η πεποίθηση ότι η κοινωνική αλλαγή απαιτεί συνεχείς παρεμβάσεις και όχι απλώς τη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης.
Προσεγγίζαμε, όμως, με διαφορετικό τρόπο την άσκηση της πολιτικής και είχαμε διαφορετικές απόψεις για ορισμένους κεντρικούς στόχους που θα έπρεπε να επιδιώξουμε. Ο Ανδρέας μεγάλωσε και σταδιοδρόμησε στις ΗΠΑ, μακριά από την Ευρώπη, μακριά από την Ελλάδα, λόγω του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της δυσκολίας των επικοινωνιών στη μεταπολεμική εποχή [...]. Ο Ανδρέας διατήρησε αυτή την αμερικανοκεντρική οπτική: κύριος πόλος της παγκόσμιας ανάπτυξης ήταν οι ΗΠΑ. Ως αντίθετο πόλο στην αμερικανική επεκτατικότητα έβλεπε τον Τρίτο Κόσμο. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε, γι’ αυτόν, μόνο οικονομική διάσταση· δεν της απέδιδε καμία πολιτική σημασία.
Πολιτικό χρήμα - Διαφθορά
Η υπόθεση Κοσκωτά ανέδειξε ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της μεταπολίτευσης τη χρηματοδότηση της πολιτικής δραστηριότητας και τις σχέσεις της πολιτικής εξουσίας με τα οικονομικά συμφέροντα. Δεν ήταν τυχαίο· και δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά. Κάθε κόμμα που βρισκόταν στην αντιπολίτευση προσπαθούσε να καταδείξει την έλλειψη ηθικής της κυβέρνησης επικαλούμενο, μεταξύ άλλων, αξιόποινες πράξεις που συνδέονταν με τη συγκέντρωση πόρων για πολιτικές δραστηριότητες.
Και κάθε κόμμα που βρισκόταν στην κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι, σε σύγκριση με το παρελθόν που εκπροσωπούσε η αντιπολίτευση, αποτελούσε αλλαγή προς το καλύτερο. Η έκταση του προβλήματος του πολιτικού χρήματος απαιτεί μια ανάλυση που δεν στέκεται ούτε στην υπόθεση Κοσκωτά που πρόβαλλε η Νέα Δημοκρατία, ούτε στους λογαριασμούς για τη χρηματοδότηση της Νέας Δημοκρατίας από τους εφοπλιστές στο Λονδίνο που πρόβαλλε το ΠΑΣΟΚ.
Στο ΠΑΣΟΚ, στην προσπάθεια εξεύρεσης χρημάτων συμμετείχαν όλοι: οι υποψήφιοι, οι παράγοντες στην Αθήνα και στην περιφέρεια, τα στελέχη. Η αναζήτηση πόρων εθεωρείτο κομματική υποχρέωση. Οι κατά καιρούς οικονομικές εξορμήσεις προέτρεπαν όλα τα μέλη να συμβάλουν στην κάλυψη των αναγκών, ασχέτως αν πλησίαζαν εκλογές ή όχι. Το κόμμα χορηγούσε κουπόνια σε όσους συνέλεγαν χρήματα. Αυτοί τα έδιναν στους συνεισφέροντες ως απόδειξη του ποσού που έπαιρναν, νομιμοποιώντας ταυτόχρονα την όλη διαδικασία. [...]
Πριν από τις εκλογές του 1985, η Επιτροπή Οικονομικού μου είχε ζητήσει έναν κατάλογο των επιχειρήσεων που είχαν επαφές με το Υπουργείο Γεωργίας για διάφορες υποθέσεις, όπως επενδύσεις ή χρηματοδοτήσεις από την ΕΟΚ. Ηθελαν να απευθυνθούν σε αυτές ώστε να ενισχύσουν οικονομικά το ΠΑΣΟΚ. Διαμαρτυρήθηκα, και αρνήθηκα να δώσω οποιαδήποτε στοιχεία. Η στάση μου, όμως, αποτελούσε εξαίρεση. Κατά γενική πεποίθηση, το κόμμα μπορούσε να ζητά χρήματα από επιχειρήσεις, και μάλιστα από εκείνες που είχαν σχέσεις με το Δημόσιο· εθεωρείτο θεμιτή και επιβεβλημένη ενέργεια.
Οι εισφορές χρημάτων στο κόμμα δεν καταγράφονταν πάντα. Στελέχη αλλά και υποψήφιοι κινούνταν χωρίς να ακολουθούν τις οδηγίες, και ζητούσαν συνεισφορές χωρίς να τις αποδίδουν στο σύνολό τους. Υπήρχαν διάφορα ταμεία και οι αυτόκλητοι διαχειριστές τους.
Τα μέλη του κομματικού μηχανισμού δεν ενδιαφέρονταν τόσο για τη διαφάνεια ή τη σωστή τήρηση των λογαριασμών όσο για τη συλλογή χρημάτων, ώστε να εξασφαλισθεί η μόνιμη απασχόλησή τους στο κόμμα. Αδιαφορούσαν για τους νομικούς περιορισμούς. Αλλά το κόμμα απέφευγε κάθε θόρυβο, για να μην προκληθούν αρνητικές εντυπώσεις.
Το 1996 και το 2002 η κυβέρνησή μου προέβη στην πρώτη εκτεταμένη νομοθέτηση για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, τον έλεγχο των οικονομικών τους, την επιτήρηση των οικονομικών των υποψήφιων βουλευτών, καθώς και τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών και ορισμένων άλλων προσώπων.
Οι νόμοι αυτοί ψηφίστηκαν έπειτα από εκτενείς συζητήσεις με τα άλλα κόμματα. Το 2003 νομοθετήθηκαν νέοι κανόνες για το πόθεν έσχες. Ηταν η πρώτη φορά που η χώρα αποκτούσε σύγχρονη νομοθεσία για το πολιτικό χρήμα. Ωστόσο, αυτές οι ρυθμίσεις δεν εξασφάλισαν τον αποτελεσματικό έλεγχο του πολιτικού χρήματος. Απαγορεύσεις και κοινοβουλευτικές ή δικαστικές επιτροπές ελέγχου δεν επαρκούν.
Μπορεί οι επιχειρηματίες των ανεπτυγμένων χωρών να μη διανοούνται να δωροδοκήσουν τους πολιτικούς της χώρας τους, αλλά θεωρούν εξίσου αυτονόητο ότι οι κανόνες της χρηστής διοίκησης δεν ισχύουν σε άλλες χώρες και ότι, πάντως, είναι θεμιτό να τους παρακάμπτουν. Η περίπτωση της Siemens είναι ένα παράδειγμα. Η μόνη δυνατότητα άμυνας απέναντι σε αυτό το φαινόμενο είναι ο εξαρχής εντατικός έλεγχος των διαπραγματεύσεων και της συμπεριφοράς των υπευθύνων από μια εξειδικευμένη υπηρεσία [...]
Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν, εξακολουθούσαν να υπάρχουν εστίες διαφθοράς, τόσο κατά την περίοδο 1996-2004 όσο και στα επόμενα χρόνια. Είναι γνωστές οι υποθέσεις των εξοπλιστικών προγραμμάτων, των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ), του ΟΤΕ, των δομημένων ομολόγων, των τραπεζών των οποίων τα χρήματα καταχράστηκαν οι επικεφαλής τους (ProtonBank, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο).
Ο τρόπος δράσης της Siemens, της Rheinmetall και άλλων ξένων επιχειρήσεων κατέδειξε τη συστηματικότητα της προσπάθειάς τους με την επινόηση περίπλοκων δικτύων εξωχωρίων εταιρειών για να καλυφθούν οι παράνομες πληρωμές. Κατέδειξε επίσης την ασυνειδησία των στελεχών τους, που επιδίωκαν τις δωροδοκίες για να τους επιστρέφεται από τους δωροδοκούμενους ως ανταμοιβή ένα ποσοστό της δωροδοκίας που τους παρείχαν.
Ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας συμμετείχα στις διαπραγματεύσεις του Υπουργείου Εθνικής Αμυνας με τη Lockheed, ώστε να κατασκευαστούν στην Ελλάδα ορισμένα εξαρτήματα των αεροπλάνων που θα αγόραζε η χώρα από την αμερικανική εταιρεία. Δύο ημέρες αφότου ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις και η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία ανέλαβε την κατασκευή των εξαρτημάτων, η ίδια η ΕΑΒ δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση να παραγάγει τα τμήματα αυτά. Οι λόγοι δεν μου ανακοινώθηκαν. Αισθάνθηκα, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, ότι επικρατούσε μια μεγάλη προχειρότητα, η οποία άνοιγε την πόρτα σε κάθε είδους εκμετάλλευση.
Στην υπόθεση ΟΤΕ κατά Siemens ο αρμόδιος αντεισαγγελέας Γ. Μπρης πρότεινε, με το πόρισμά του της 20.11.2014, την παραπομπή σε δίκη των υπαλλήλων της διεθνούς ελεγκτικής εταιρείας στην οποία ο ΟΤΕ είχε αναθέσει τον έλεγχο των συμβάσεων με τη Siemens, διότι διαπίστωσε δωροδοκία τους. Σχημάτισα, και τότε και αργότερα, αρνητική άποψη για τα πρόσωπα που τα υπουργεία χρησιμοποιούσαν ως οικονομικούς ή τεχνικούς συμβούλους. Πολλοί από αυτούς ήταν θηρευτές θέσεων.
Οσοι θέλουν να εκμεταλλευθούν τη θέση τους για προσωπικό όφελος βρίσκουν τον τρόπο, παρά τις απαγορεύσεις και τους ελέγχους. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώθηκε κατά τη θητεία των κυβερνήσεων τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Νέας Δημοκρατίας. Κυβερνητικά και κρατικά στελέχη καταχράστηκαν το αξίωμά τους με στόχο προσωπικά οφέλη. Αντιλαμβάνονταν την πολιτική ως μηχανισμό κοινωνικής ανέλιξης και τον προσωπικό πλουτισμό ως αναγκαίο στοιχείο της επιτυχίας τους.Το πιο γνωστό παράδειγμα της πρώτης κυβερνητικής περιόδου του ΠΑΣΟΚ ήταν ο Κουτσόγιωργας, της περιόδου μετά το 1996 ο Τσοχατζόπουλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.