Ο χειροδύναμος Τζιμ Λόντος τα έβαζε με άγρια θηρία, ανθρωπόμορφα τέρατα, πολεμιστές τρομερούς, ακόμα και σαμουράι, ή έτσι ήθελε τουλάχιστ...
Ο χειροδύναμος Τζιμ Λόντος τα έβαζε με άγρια θηρία, ανθρωπόμορφα τέρατα, πολεμιστές τρομερούς, ακόμα και σαμουράι, ή έτσι ήθελε τουλάχιστον η λαϊκή μας παράδοση που λάτρεψε σαν θεό τον παγκόσμιο πρωταθλητή ελευθέρας πάλης και τον έστειλε σε ύψη που σπάνια έχουμε ξαναδεί στον τόπο μας.
Ο λόγος για το μικρόσωμο αγροτόπαιδο από το Κουτσοπόδι Άργους, κατά κόσμο Χρήστου Θεοφίλου, που έγινε συνώνυμο σωματικής δύναμης και λεβεντιάς και η φήμη του απλώθηκε στις πέντε ηπείρους, καθώς τα αθλητικά του κατορθώματα και οι εμφατικές νίκες του επί πανίσχυρων αντιπάλων ακούστηκαν στα πέρατα του κόσμου.
Το εθνικό μας γόητρο ταυτίστηκε με τον Τζιμ Λόντο, που δόξαζε την καθημαγμένη Ελλάδα σε μια εποχή εθνικών περιπετειών και επιβεβλημένης εσωστρέφειας και έγινε σύμβολο της ρώμης του ελληνισμού.
Αλλά και η ιστορία της ζωής του προσυπέγραφε την ελληνική ψυχή: με ταπεινή καταγωγή και μην έχοντας στον ήλιο μοίρα, ο αγράμματος έλληνας μετανάστης έγινε ξακουστός στην πλάση ως άξιος συνεχιστής των φημισμένων αρχαίων προγόνων μας, που διακρίνονταν άλλοτε στις παλαίστρες.
Ο υπεράνθρωπος Ηρακλής ή και Δαυίδ, κατ’ άλλους, αφού νικούσε όλους τους θηριώδεις Γολιάθ της οικουμένης, έζησε μια ζωή σαν παραμύθι ως παγκόσμιος βασιλιάς της ελευθέρας πάλης (το σημερινό κατς), παραμένοντας πρωταθλητής για 16 συναπτά χρόνια (στις δεκαετίες του 1930 και του 1940). Αν και ο ίδιος ήθελε να συγκρίνεται με τον πολυμήχανο Οδυσσέα που νίκησε στην Τροία με τη δύναμη του μυαλού του και όχι με τα μούσκουλα.
Ακόμα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος θέλησε να γνωρίσει το μεγάλο όνομα των διεθνών παλαιστρών επί τρεις δεκαετίες, τον άνθρωπο που με τα αεροπλανικά του κόλπα σκορπούσε απλόχερα θέαμα και θαυμασμό: «Καλά που έχουμε και εσένα και αναπτερώνεις το ηθικό του ελληνισμού σε χρόνους δίσεκτους», του είπε ο Βενιζέλος όταν τον συνάντησε στο γραφείο του.
Ο μεγαλύτερος και από τη ζωή την ίδια Τζιμ Λόντος τραγουδήθηκε και υμνήθηκε από συνθέτες και ποιητές, την ίδια που ο απαράμιλλος αντίκτυπός του στην ελληνική κοινωνία απαθανατίστηκε στον όρο «τζιμπλόντο», το απόλυτο συνώνυμο του μυώδους ανθρώπου…
Πρώτα χρόνια
Ο Χρήστος Θεοφίλου γεννιέται στις 2 Ιανουαρίου 1897 στο Κουτσοπόδι του Άργους ως το μικρότερο από τα 13 παιδιά μιας πάμφτωχης αγροτικής οικογένειας. Η θεοσεβούμενη μητέρα του ήθελε να τον δει ιερωμένο και ο πατέρας του τον ονειρευόταν στρατιωτικό, αν και η μοίρα είχε άλλα στο νου της για τον πιτσιρικά, που προτίμησε να εγκαταλείψει το χωριό του και να ανοιχτεί στην περιπέτεια.
Ο Χρήστος συνειδητοποιεί τη δύναμή του ήδη από παιδί, όταν τον έστελνε ο πατέρας του να βοσκήσει τα λιγοστά γιδοπρόβατα της φαμίλιας. Την ίδια εποχή λαμβάνει χώρα το περιστατικό που θα προσυπέγραφε το μέλλον: ένα απόγευμα η μητέρα του τρελαίνεται όταν βλέπει τον μικρό κρεμασμένο από ένα σχοινί στο παχνί. Πιστεύει ότι το παιδί της πεθαίνει, αν και ο Χρήστος κατεβαίνει από το σχοινί και της εξηγεί φυσικότατα ότι κρεμάστηκε για να δυναμώσουν οι μύες του λαιμού του!
Η καταραμένη φτώχεια αλλά και ο δεσποτικός πατέρας του τον κάνουν να μετακομίσει στον Πειραιά αμούστακο παιδί ακόμα, όπου θα ψάξει και θα βρει τον επίσης γίγαντα Δημήτρη Τόφαλο για να τον εκπαιδεύσει στην πάλη. Ο ολυμπιονίκης αρσιβαρίστας Τόφαλος εκτιμά τις δυνατότητές του και γίνεται προπονητής του, σε μια ευτυχή συγκυρία που θα γεννούσε έναν θρύλο.
Με τα βασικά της πάλης στη φαρέτρα του, το 13χρονο παιδί σαλπάρει για τον Νέο Κόσμο το 1910, ξεκινώντας το περιπετειώδες ταξίδι της καταξίωσης…
Τα πρώτα χρόνια της Αμερικής
Ο Θεοφίλου πιάνει δουλειά λαντζέρη σε εστιατόριο ομογενούς της Νέας Υόρκης, αν και ο στόχος του είναι άλλος. Με τα λιγοστά που κέρδιζε από τη δουλειά του γράφεται σε ένα προπονητήριο του Μανχάταν και μαθαίνει τα μυστικά του αθλήματος. Συνεχίζοντας τις προπονήσεις και ανεβαίνοντας στα ρινγκ δειλά δειλά, πιάνει δουλειά στον ιππόδρομο ως αρτίστας (εκτελούσε τα περιβόητα αεροπλανικά κόλπα του πάνω στη σέλα του αλόγου), ποζάρει ως μοντέλο για τους σπουδαστές ζωγραφικής μιας νεοϋορκέζικης σχολής καλών τεχνών και κάνει ό,τι δουλειά του πέσει στο χέρι.
Μικροκαμωμένος, ντελικάτος και ευλύγιστος, είχε ομολογουμένως περίεργο σωματότυπο για παλαιστή, καθώς οι αμερικανοί αντίπαλοί του ήταν ογκώδεις και κακομούτσουνοι. Αν και το μικρόσωμο της κορμοστασιάς του του έδινε το πλεονέκτημα της ευκινησίας, ξεφεύγοντας έτσι εύκολα από τις λαβές και τα κεφαλοκλειδώματα των αντιπάλων του. Ο νεαρός είχε ταλέντο στο κατς, αυτό το έβλεπαν όλοι, αν και το ξεκίνημά του μόνο εύκολο δεν ήταν, καθώς μιλάμε για εποχές που οι παλαιστές αμείβονταν με ψίχουλα, δεν είχαν δικαιώματα και τα ρινγκ διαφεντεύονταν από την ιταλική Μαφία και τους στημένους αγώνες.
Κι έτσι ο Θεοφίλου αρχίζει να δίνει τους πρώτους του αγώνες στο Μεξικό, όπου παρά τις νίκες του, σπανίως πληρωνόταν. Πεινασμένος και χωρίς μία, επιστρέφει στις ΗΠΑ, μετακομίζει στο Σαν Φρανσίσκο και αποφασίζει να γίνει επαγγελματίας, πεισμωμένος καθώς ήταν από τις κακουχίες. Ο Χρήστος άρχισε να διακρίνεται σταδιακά στα ερασιτεχνικά τουρνουά και το αεροπλανικό κόλπο του τον έκανε σύντομα δημοφιλή στο κοινό, που συνέρρεε να δει τον μικρόσωμο έλληνα Δαυίδ να ανασηκώνει από το έδαφος τους πελώριους αμερικανούς Γολιάθ και να τους περιστρέφει στον αέρα, πριν τους ρίξει στο καναβάτσο αποτελειώνοντάς τους. Οι θεατές το έβρισκαν απλά ακαταμάχητο!
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, το όνομά του γίνεται ολοένα και πιο διάσημο και τότε θα έρθει η στιγμή να πάρει το παρατσούκλι με το οποίο θα γινόταν γνωστός στον πλανήτη: ήταν σε ματς στην αρένα «Λόντον» (Λονδίνο) του Πόρτλαντ όταν ο διάσημος αμερικανός αθλητικογράφος Ρόσκο Φόσετ του κόλλησε το «Τζιμ Λόντον» (ή Λόντος, όπως θα γίνει γνωστός στο εξελληνισμένο του). Ο Χρήστος στέλνει πανευτυχής στον πατέρα του στο Κουτσοπόδι αποκόμματα εφημερίδων για τις πρώτες αυτές μεγάλες νίκες του, αν και εκείνος του απαντά θυμωμένος: «Αν είναι να καταντήσεις μπαχλιβάνης [μειωτικός όρος που αναφερόταν στους παλαιστές των πανηγυριών] εκεί που πήγες, τότε φρόντισε πρώτα ν’ αλλάξεις τ’ όνομά σου». Όπως και έγινε δηλαδή και ο έλληνας θεός της ελευθέρας πάλης είχε μόλις γεννηθεί…
Ο Τζιμ Λόντος παγκόσμιος πρωταθλητής
O Τζιμ, όπως τον αποκαλούσαν πια όλοι, προβαλλόταν συνεχώς και ήταν ο αγαπημένος της εξέδρας. Από το 1916 και τη μεγάλη νίκη του στο Πόρτλαντ είδε την τύχη του να αλλάζει μαζικά, καθώς από τις αυτοσχέδιες παλαίστρες και τα πανηγύρια βρέθηκε στα μεγάλα σαλόνια της πάλης. Οι θεαματικές λαβές και τα κόλπα του έκαναν τους θεατές να τον ζητωκραυγάζουν συνεχώς και οι διοργανωτές των αγώνων και οι μάνατζερ έτριβαν τα μάτια τους από την απήχηση που είχε ο κοντούλης Έλληνας στο αμερικανικό κοινό. Στην Καλιφόρνια μάλιστα ο Τζακ Λόντον ήταν λαϊκός ήρωας, καθώς στα 20 του χρόνια ζωής (1917) αντιμετώπισε τον Λιούις τον Στραγγαλιστή, μεγάλο όνομα στην ελευθέρα πάλη, μπροστά σε 14.000 κόσμο. Παρά το γεγονός ότι έχασε, η λυσσαλέα πάλη του τον καθιέρωσε, καθώς ο κόσμος ταυτιζόταν μαζί του, με τον μικρόσωμο καθημερινό άνθρωπο δηλαδή που πάλευε με τα γιγαντόσωμα θηρία του επαγγελματισμού.
Στις 8 Ιουνίου 1930 ήταν η στιγμή για τον σημαντικότερο αγώνα στην ήδη πλούσια καριέρα του, αντιμετωπίζοντας ξανά τον παγκόσμιο πρωταθλητή πια Λιούις (Λούη τον είπαν οι ελληνικές εφημερίδες), τον επονομαζόμενο «Στραγγαλιστή». Το στάδιο κατακλύστηκε από 105.000 κόσμου και ο αθλητικός Τύπος της Αμερικής χαρακτήριζε το ματς «Δαυίδ εναντίον Γολιάθ».
Παρά το γεγονός ότι έχανε, ο κόσμος τον ζητωκραύγαζε διαρκώς και αντλώντας δύναμη από το πλήθος ο Λόντος ξεκινά την αντεπίθεσή του. Με υπεράνθρωπη δύναμη και ελληνικά κότσια, καταφέρνει να σηκώσει το θηρίο των 150 κιλών στον αέρα και να κάνει το περιβόητο αεροπλανικό κόλπο του! Το ματς έληξε με παγκόσμιο πρωταθλητή τον Τζιμ Λόντο, τίτλο που θα κρατήσει αδιαλείπτως μέχρι το 1946!
Την ίδια χρονιά, αγωνίζεται σε 150 αγώνες που του αποφέρουν το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 1,5 εκατ. δολαρίων. Είναι στην κορυφή του κόσμου και το απολαμβάνει…
Τελευταία χρόνια
Στα 16 χρόνια που ακολούθησαν τη μνημειώδη αυτή στιγμή του 1930, όταν η Ομοσπονδία Πάλης της Νέας Υόρκης τον ανακήρυξε παγκόσμιο πρωταθλητή βαρέων βαρών, ο Λόντος πάλεψε σε περισσότερους από 2.500 αγώνες. Όσο για τις ήττες του, ήταν λιγότερες από δέκα!
Ο Λόντος περιόδευσε στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, με τη φήμη του να εξαπλώνεται σε Αμερική, Ευρώπη και Αφρική. Οι ειδήσεις για τις επιτυχίες του γέμιζαν περηφάνια και καμάρι τους συμπατριώτες του τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας.
Το ελληνικό κοινό είχε την ευκαιρία να τον θαυμάσει με τα μάτια του συχνά-πυκνά, όταν ο Τζιμ επέστρεφε στο Παναθηναϊκό Στάδιο για να κατατροπώσει τα μεγάλα ονόματα του καιρού του, τον Κβαριάνι, τον Μεμέτ Αλί, τον Βάντερβαλντ και το 1959 (στα 64 χρόνια του!) κάποιον άγγλο παλαιστή τριάντα χρόνια νεότερό του…
Το 1939 ο Λόντος παντρεύτηκε την αθλήτρια Αρβα Ρουχονάιτ, πρωταθλήτρια ανεμοπορίας, με την οποία απέκτησε τρία κορίτσια. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο άρχισε να αποσύρεται σταδιακά από τις παλαίστρες, κόντευε εξάλλου τα 50, αλλά για τους Έλληνες παραμένει «ισόβιος τσάμπιον», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά. Κι έτσι το 1946 εγκαταλείπει την ενεργό δράση ως ο πιο προβεβλημένος, πλούσιος και χιλιοτραγουδισμένος παλαιστής του καιρού του σε οικουμενικό επίπεδο!
Παρά την απόσυρσή του, τα ρινγκ δεν τα εγκαταλείπει ποτέ, συμμετέχοντας συχνά-πυκνά σε επιδείξεις και ανεπίσημα γεγονότα. Από τις παλαίστρες κατέβηκε οριστικά στα μέσα της δεκαετίας του ’50, αγγίζοντας πια τα 60 χρόνια ζωής. Ο τελευταίος του αγώνας έλαβε χώρα το 1956…
Τη μοναδική του τεχνική και την πολυετή εμπειρία του στα ρινγκ αποφάσισε να μεταδώσει στα νιάτα ο Τζιμ Λόντος λίγο από το 1970, όταν λειτουργεί ως προπονητής αλλά και κρατά δικές του εκπομπές στην τηλεόραση της Αμερικής. Η επαφή του με την πάλη δεν σταμάτησε ποτέ και μόνο ο θάνατος θα μπορούσε να τον κρατήσει μακριά από τις παλαίστρες. Ο Τζιμ Λόντος πέθανε στην Καλιφόρνια στις 19 Αυγούστου 1975 από ανακοπή καρδιάς, όντας πια κοντά στα 80 του.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογράφησε ένα τραγούδι προς τιμήν του το 1929, τραγουδώντας: «Πάρ’ την αιμοβορία σου / και τράβα στην πατρίδα σου / αγαπητέ Κοριάνι / που σ’ έστειλε ο Λόντος μας σε μακρινό σεργιάνι / Ήρθες απ’ την πατρίδα σου το ζόρικο να κάνεις / κι ο κόσμος αν δε σε γλίτωνε / κόντεψες να πεθάνεις / Να ήσουνα μονάχα εσύ / κομμάτια πια να γίνει / μα πόσοι ευρεθήκανε την πάθανε κ’ εκείνοι / Έτσι λοιπόν ο Λόντος μας βρέθηκε παλληκάρι / κι όλος ο κόσμος τον αγαπά / του Άργους το καμάρι».
Το όνομα του γράφτηκε με χρυσά γράμματα σε Ελλάδα και Κύπρο και η λέξη «τζιμπλόντος» ήταν στα στόματα όλων τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Σε μια άγνωστη πλευρά της ζωής του, η λαμπρή και ιδιαιτέρως προσοδοφόρα πορεία του χωριατόπαιδου όχι μόνο δεν τον αλλοίωσε ως χαρακτήρα αλλά τον έκανε ακόμα πιο φιλάνθρωπο: οι ευεργεσίες του έγραψαν τη δική τους εποχή και φανέρωναν τον άνθρωπο Λόντο που βοηθούσε όποιον και όπως μπορούσε. Ο θρύλος του νεαρού μετανάστη που μεγαλούργησε με τη δύναμη των μπράτσων, τη σβελτάδα και την εξυπνάδα του δικαίωνε την ελληνική ψυχή και ο Τζιμ Λόντος έφυγε από τον κόσμο ως η απόλυτη ενσάρκωση των ημίθεων Ηρακλή και Θησέα…
Ο λόγος για το μικρόσωμο αγροτόπαιδο από το Κουτσοπόδι Άργους, κατά κόσμο Χρήστου Θεοφίλου, που έγινε συνώνυμο σωματικής δύναμης και λεβεντιάς και η φήμη του απλώθηκε στις πέντε ηπείρους, καθώς τα αθλητικά του κατορθώματα και οι εμφατικές νίκες του επί πανίσχυρων αντιπάλων ακούστηκαν στα πέρατα του κόσμου.
Το εθνικό μας γόητρο ταυτίστηκε με τον Τζιμ Λόντο, που δόξαζε την καθημαγμένη Ελλάδα σε μια εποχή εθνικών περιπετειών και επιβεβλημένης εσωστρέφειας και έγινε σύμβολο της ρώμης του ελληνισμού.
Αλλά και η ιστορία της ζωής του προσυπέγραφε την ελληνική ψυχή: με ταπεινή καταγωγή και μην έχοντας στον ήλιο μοίρα, ο αγράμματος έλληνας μετανάστης έγινε ξακουστός στην πλάση ως άξιος συνεχιστής των φημισμένων αρχαίων προγόνων μας, που διακρίνονταν άλλοτε στις παλαίστρες.
Ο υπεράνθρωπος Ηρακλής ή και Δαυίδ, κατ’ άλλους, αφού νικούσε όλους τους θηριώδεις Γολιάθ της οικουμένης, έζησε μια ζωή σαν παραμύθι ως παγκόσμιος βασιλιάς της ελευθέρας πάλης (το σημερινό κατς), παραμένοντας πρωταθλητής για 16 συναπτά χρόνια (στις δεκαετίες του 1930 και του 1940). Αν και ο ίδιος ήθελε να συγκρίνεται με τον πολυμήχανο Οδυσσέα που νίκησε στην Τροία με τη δύναμη του μυαλού του και όχι με τα μούσκουλα.
Ακόμα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος θέλησε να γνωρίσει το μεγάλο όνομα των διεθνών παλαιστρών επί τρεις δεκαετίες, τον άνθρωπο που με τα αεροπλανικά του κόλπα σκορπούσε απλόχερα θέαμα και θαυμασμό: «Καλά που έχουμε και εσένα και αναπτερώνεις το ηθικό του ελληνισμού σε χρόνους δίσεκτους», του είπε ο Βενιζέλος όταν τον συνάντησε στο γραφείο του.
Ο μεγαλύτερος και από τη ζωή την ίδια Τζιμ Λόντος τραγουδήθηκε και υμνήθηκε από συνθέτες και ποιητές, την ίδια που ο απαράμιλλος αντίκτυπός του στην ελληνική κοινωνία απαθανατίστηκε στον όρο «τζιμπλόντο», το απόλυτο συνώνυμο του μυώδους ανθρώπου…
Πρώτα χρόνια
Ο Χρήστος Θεοφίλου γεννιέται στις 2 Ιανουαρίου 1897 στο Κουτσοπόδι του Άργους ως το μικρότερο από τα 13 παιδιά μιας πάμφτωχης αγροτικής οικογένειας. Η θεοσεβούμενη μητέρα του ήθελε να τον δει ιερωμένο και ο πατέρας του τον ονειρευόταν στρατιωτικό, αν και η μοίρα είχε άλλα στο νου της για τον πιτσιρικά, που προτίμησε να εγκαταλείψει το χωριό του και να ανοιχτεί στην περιπέτεια.
Ο Χρήστος συνειδητοποιεί τη δύναμή του ήδη από παιδί, όταν τον έστελνε ο πατέρας του να βοσκήσει τα λιγοστά γιδοπρόβατα της φαμίλιας. Την ίδια εποχή λαμβάνει χώρα το περιστατικό που θα προσυπέγραφε το μέλλον: ένα απόγευμα η μητέρα του τρελαίνεται όταν βλέπει τον μικρό κρεμασμένο από ένα σχοινί στο παχνί. Πιστεύει ότι το παιδί της πεθαίνει, αν και ο Χρήστος κατεβαίνει από το σχοινί και της εξηγεί φυσικότατα ότι κρεμάστηκε για να δυναμώσουν οι μύες του λαιμού του!
Η καταραμένη φτώχεια αλλά και ο δεσποτικός πατέρας του τον κάνουν να μετακομίσει στον Πειραιά αμούστακο παιδί ακόμα, όπου θα ψάξει και θα βρει τον επίσης γίγαντα Δημήτρη Τόφαλο για να τον εκπαιδεύσει στην πάλη. Ο ολυμπιονίκης αρσιβαρίστας Τόφαλος εκτιμά τις δυνατότητές του και γίνεται προπονητής του, σε μια ευτυχή συγκυρία που θα γεννούσε έναν θρύλο.
Με τα βασικά της πάλης στη φαρέτρα του, το 13χρονο παιδί σαλπάρει για τον Νέο Κόσμο το 1910, ξεκινώντας το περιπετειώδες ταξίδι της καταξίωσης…
Τα πρώτα χρόνια της Αμερικής
Ο Θεοφίλου πιάνει δουλειά λαντζέρη σε εστιατόριο ομογενούς της Νέας Υόρκης, αν και ο στόχος του είναι άλλος. Με τα λιγοστά που κέρδιζε από τη δουλειά του γράφεται σε ένα προπονητήριο του Μανχάταν και μαθαίνει τα μυστικά του αθλήματος. Συνεχίζοντας τις προπονήσεις και ανεβαίνοντας στα ρινγκ δειλά δειλά, πιάνει δουλειά στον ιππόδρομο ως αρτίστας (εκτελούσε τα περιβόητα αεροπλανικά κόλπα του πάνω στη σέλα του αλόγου), ποζάρει ως μοντέλο για τους σπουδαστές ζωγραφικής μιας νεοϋορκέζικης σχολής καλών τεχνών και κάνει ό,τι δουλειά του πέσει στο χέρι.
Μικροκαμωμένος, ντελικάτος και ευλύγιστος, είχε ομολογουμένως περίεργο σωματότυπο για παλαιστή, καθώς οι αμερικανοί αντίπαλοί του ήταν ογκώδεις και κακομούτσουνοι. Αν και το μικρόσωμο της κορμοστασιάς του του έδινε το πλεονέκτημα της ευκινησίας, ξεφεύγοντας έτσι εύκολα από τις λαβές και τα κεφαλοκλειδώματα των αντιπάλων του. Ο νεαρός είχε ταλέντο στο κατς, αυτό το έβλεπαν όλοι, αν και το ξεκίνημά του μόνο εύκολο δεν ήταν, καθώς μιλάμε για εποχές που οι παλαιστές αμείβονταν με ψίχουλα, δεν είχαν δικαιώματα και τα ρινγκ διαφεντεύονταν από την ιταλική Μαφία και τους στημένους αγώνες.
Κι έτσι ο Θεοφίλου αρχίζει να δίνει τους πρώτους του αγώνες στο Μεξικό, όπου παρά τις νίκες του, σπανίως πληρωνόταν. Πεινασμένος και χωρίς μία, επιστρέφει στις ΗΠΑ, μετακομίζει στο Σαν Φρανσίσκο και αποφασίζει να γίνει επαγγελματίας, πεισμωμένος καθώς ήταν από τις κακουχίες. Ο Χρήστος άρχισε να διακρίνεται σταδιακά στα ερασιτεχνικά τουρνουά και το αεροπλανικό κόλπο του τον έκανε σύντομα δημοφιλή στο κοινό, που συνέρρεε να δει τον μικρόσωμο έλληνα Δαυίδ να ανασηκώνει από το έδαφος τους πελώριους αμερικανούς Γολιάθ και να τους περιστρέφει στον αέρα, πριν τους ρίξει στο καναβάτσο αποτελειώνοντάς τους. Οι θεατές το έβρισκαν απλά ακαταμάχητο!
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, το όνομά του γίνεται ολοένα και πιο διάσημο και τότε θα έρθει η στιγμή να πάρει το παρατσούκλι με το οποίο θα γινόταν γνωστός στον πλανήτη: ήταν σε ματς στην αρένα «Λόντον» (Λονδίνο) του Πόρτλαντ όταν ο διάσημος αμερικανός αθλητικογράφος Ρόσκο Φόσετ του κόλλησε το «Τζιμ Λόντον» (ή Λόντος, όπως θα γίνει γνωστός στο εξελληνισμένο του). Ο Χρήστος στέλνει πανευτυχής στον πατέρα του στο Κουτσοπόδι αποκόμματα εφημερίδων για τις πρώτες αυτές μεγάλες νίκες του, αν και εκείνος του απαντά θυμωμένος: «Αν είναι να καταντήσεις μπαχλιβάνης [μειωτικός όρος που αναφερόταν στους παλαιστές των πανηγυριών] εκεί που πήγες, τότε φρόντισε πρώτα ν’ αλλάξεις τ’ όνομά σου». Όπως και έγινε δηλαδή και ο έλληνας θεός της ελευθέρας πάλης είχε μόλις γεννηθεί…
Ο Τζιμ Λόντος παγκόσμιος πρωταθλητής
O Τζιμ, όπως τον αποκαλούσαν πια όλοι, προβαλλόταν συνεχώς και ήταν ο αγαπημένος της εξέδρας. Από το 1916 και τη μεγάλη νίκη του στο Πόρτλαντ είδε την τύχη του να αλλάζει μαζικά, καθώς από τις αυτοσχέδιες παλαίστρες και τα πανηγύρια βρέθηκε στα μεγάλα σαλόνια της πάλης. Οι θεαματικές λαβές και τα κόλπα του έκαναν τους θεατές να τον ζητωκραυγάζουν συνεχώς και οι διοργανωτές των αγώνων και οι μάνατζερ έτριβαν τα μάτια τους από την απήχηση που είχε ο κοντούλης Έλληνας στο αμερικανικό κοινό. Στην Καλιφόρνια μάλιστα ο Τζακ Λόντον ήταν λαϊκός ήρωας, καθώς στα 20 του χρόνια ζωής (1917) αντιμετώπισε τον Λιούις τον Στραγγαλιστή, μεγάλο όνομα στην ελευθέρα πάλη, μπροστά σε 14.000 κόσμο. Παρά το γεγονός ότι έχασε, η λυσσαλέα πάλη του τον καθιέρωσε, καθώς ο κόσμος ταυτιζόταν μαζί του, με τον μικρόσωμο καθημερινό άνθρωπο δηλαδή που πάλευε με τα γιγαντόσωμα θηρία του επαγγελματισμού.
Στις 8 Ιουνίου 1930 ήταν η στιγμή για τον σημαντικότερο αγώνα στην ήδη πλούσια καριέρα του, αντιμετωπίζοντας ξανά τον παγκόσμιο πρωταθλητή πια Λιούις (Λούη τον είπαν οι ελληνικές εφημερίδες), τον επονομαζόμενο «Στραγγαλιστή». Το στάδιο κατακλύστηκε από 105.000 κόσμου και ο αθλητικός Τύπος της Αμερικής χαρακτήριζε το ματς «Δαυίδ εναντίον Γολιάθ».
Παρά το γεγονός ότι έχανε, ο κόσμος τον ζητωκραύγαζε διαρκώς και αντλώντας δύναμη από το πλήθος ο Λόντος ξεκινά την αντεπίθεσή του. Με υπεράνθρωπη δύναμη και ελληνικά κότσια, καταφέρνει να σηκώσει το θηρίο των 150 κιλών στον αέρα και να κάνει το περιβόητο αεροπλανικό κόλπο του! Το ματς έληξε με παγκόσμιο πρωταθλητή τον Τζιμ Λόντο, τίτλο που θα κρατήσει αδιαλείπτως μέχρι το 1946!
Την ίδια χρονιά, αγωνίζεται σε 150 αγώνες που του αποφέρουν το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 1,5 εκατ. δολαρίων. Είναι στην κορυφή του κόσμου και το απολαμβάνει…
Τελευταία χρόνια
Στα 16 χρόνια που ακολούθησαν τη μνημειώδη αυτή στιγμή του 1930, όταν η Ομοσπονδία Πάλης της Νέας Υόρκης τον ανακήρυξε παγκόσμιο πρωταθλητή βαρέων βαρών, ο Λόντος πάλεψε σε περισσότερους από 2.500 αγώνες. Όσο για τις ήττες του, ήταν λιγότερες από δέκα!
Ο Λόντος περιόδευσε στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, με τη φήμη του να εξαπλώνεται σε Αμερική, Ευρώπη και Αφρική. Οι ειδήσεις για τις επιτυχίες του γέμιζαν περηφάνια και καμάρι τους συμπατριώτες του τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας.
Το ελληνικό κοινό είχε την ευκαιρία να τον θαυμάσει με τα μάτια του συχνά-πυκνά, όταν ο Τζιμ επέστρεφε στο Παναθηναϊκό Στάδιο για να κατατροπώσει τα μεγάλα ονόματα του καιρού του, τον Κβαριάνι, τον Μεμέτ Αλί, τον Βάντερβαλντ και το 1959 (στα 64 χρόνια του!) κάποιον άγγλο παλαιστή τριάντα χρόνια νεότερό του…
Το 1939 ο Λόντος παντρεύτηκε την αθλήτρια Αρβα Ρουχονάιτ, πρωταθλήτρια ανεμοπορίας, με την οποία απέκτησε τρία κορίτσια. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο άρχισε να αποσύρεται σταδιακά από τις παλαίστρες, κόντευε εξάλλου τα 50, αλλά για τους Έλληνες παραμένει «ισόβιος τσάμπιον», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά. Κι έτσι το 1946 εγκαταλείπει την ενεργό δράση ως ο πιο προβεβλημένος, πλούσιος και χιλιοτραγουδισμένος παλαιστής του καιρού του σε οικουμενικό επίπεδο!
Παρά την απόσυρσή του, τα ρινγκ δεν τα εγκαταλείπει ποτέ, συμμετέχοντας συχνά-πυκνά σε επιδείξεις και ανεπίσημα γεγονότα. Από τις παλαίστρες κατέβηκε οριστικά στα μέσα της δεκαετίας του ’50, αγγίζοντας πια τα 60 χρόνια ζωής. Ο τελευταίος του αγώνας έλαβε χώρα το 1956…
Τη μοναδική του τεχνική και την πολυετή εμπειρία του στα ρινγκ αποφάσισε να μεταδώσει στα νιάτα ο Τζιμ Λόντος λίγο από το 1970, όταν λειτουργεί ως προπονητής αλλά και κρατά δικές του εκπομπές στην τηλεόραση της Αμερικής. Η επαφή του με την πάλη δεν σταμάτησε ποτέ και μόνο ο θάνατος θα μπορούσε να τον κρατήσει μακριά από τις παλαίστρες. Ο Τζιμ Λόντος πέθανε στην Καλιφόρνια στις 19 Αυγούστου 1975 από ανακοπή καρδιάς, όντας πια κοντά στα 80 του.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογράφησε ένα τραγούδι προς τιμήν του το 1929, τραγουδώντας: «Πάρ’ την αιμοβορία σου / και τράβα στην πατρίδα σου / αγαπητέ Κοριάνι / που σ’ έστειλε ο Λόντος μας σε μακρινό σεργιάνι / Ήρθες απ’ την πατρίδα σου το ζόρικο να κάνεις / κι ο κόσμος αν δε σε γλίτωνε / κόντεψες να πεθάνεις / Να ήσουνα μονάχα εσύ / κομμάτια πια να γίνει / μα πόσοι ευρεθήκανε την πάθανε κ’ εκείνοι / Έτσι λοιπόν ο Λόντος μας βρέθηκε παλληκάρι / κι όλος ο κόσμος τον αγαπά / του Άργους το καμάρι».
Το όνομα του γράφτηκε με χρυσά γράμματα σε Ελλάδα και Κύπρο και η λέξη «τζιμπλόντος» ήταν στα στόματα όλων τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Σε μια άγνωστη πλευρά της ζωής του, η λαμπρή και ιδιαιτέρως προσοδοφόρα πορεία του χωριατόπαιδου όχι μόνο δεν τον αλλοίωσε ως χαρακτήρα αλλά τον έκανε ακόμα πιο φιλάνθρωπο: οι ευεργεσίες του έγραψαν τη δική τους εποχή και φανέρωναν τον άνθρωπο Λόντο που βοηθούσε όποιον και όπως μπορούσε. Ο θρύλος του νεαρού μετανάστη που μεγαλούργησε με τη δύναμη των μπράτσων, τη σβελτάδα και την εξυπνάδα του δικαίωνε την ελληνική ψυχή και ο Τζιμ Λόντος έφυγε από τον κόσμο ως η απόλυτη ενσάρκωση των ημίθεων Ηρακλή και Θησέα…
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.