Ἡ Γέννησις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου Η ΕΛΛΑΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ (α΄) «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυν...
Ἡ Γέννησις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Η ΕΛΛΑΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ (α΄)
«Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4,13)
Πρὸ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀνθρωπότης καὶ μαζί της ἡ πατρίδα μας ὑπέφερε. Ἂν ἔφθαναν στ᾽ αὐτιά μας οἱ φωνὲς ἀπ᾽ τὶς ψυχὲς μυριάδων ἀνθρώπων τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, θ᾽ ἀκούγαμε ἀναστεναγμοὺς καὶ κραυγὲς πόνου, ὅπως π.χ. ὁ πόνος ποὺ δοκίμαζαν ὁ Λαοκόων καὶ τὰ παιδιά του, στὸ γνωστὸ σύμπλεγμα, καθὼς τοὺς ἔσφιγγαν οἱ δράκοντες.
Ὁ ἀρχαῖος ὄφις – τὸ κακό, παρ᾿ ὅλη τὴν ἕλξι καὶ γοητεία μὲ τὴν ὁποία ἐξαπάτησε τοὺς πρωτοπλάστους καὶ παρασύρει ἔκτοτε τοὺς ἀνθρώπους, κρύβει μέσα του φοβερὸ δηλητήριο ποὺ δὲν ἄφησε τίποτε ἀμόλυντο. Ὁ ἄνθρωπος φαρμακώθηκε ἀπ᾽ τὴ ῥίζα του, ψυχὴ καὶ σῶμα διεφθάρησαν. Τὸ δηλητήριο αὐτό, ποὺ ἡ ἁγία Γραφὴ τὸ ὀνομάζει ἁμαρτία, διαπότισε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασι· ὁ νοῦς σκοτίστηκε, ἡ καρδιὰ ψυχράνθηκε, ἡ θέλησι ἀτόνησε. Ἡ ἀνθρωπότης ψυχορραγοῦσε ὅπως ὁ διαβάτης τῆς παραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστὰς κι αὐτοὶ «ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα» (Λουκ. 10,30). Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ πέθαινε.
Γι᾽ αὐτὸ ἀπ᾽ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ὑφηλίου ἀκούγονταν κραυγὲς πόνου. Ἡ ἀνθρωπότης ἀπ᾽ τὸ κεφάλι ὣς τὰ πόδια εἶχε γίνει ἕνα ἕλκος. Ὅπου κι ἂν τὴν ἄγγιζες πονοῦσε καὶ φώναζε. Καὶ ποιός δὲν πονοῦσε καὶ δὲν φώναζε; Φώναζαν τὰ παιδιά, ποὺ τά ᾽ρριχναν στὸν Καιάδα. Φώναζαν οἱ παρθένες, ποὺ ἀτιμάζονταν μέσα στοὺς ναοὺς τῆς εἰδωλολατρίας προσφέροντας τὴν τιμή τους ὡς… λατρεία τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης καὶ τῆς θεᾶς Ἀστάρτης. Φώναζαν τὰ ἑκατομμύρια δοῦλοι, ποὺ ἔσερναν τὶς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς καὶ τοὺς κομμάτιαζαν οἱ μεγιστᾶνες γιὰ νὰ τρέφουν μὲ τὶς σάρκες τους τὰ ἰχθυοτροφεῖα τους. Φώναζαν οἱ λαοί, ποὺ εἶχαν χάσει τὴν ἐλευθερία τους κάτω ἀπ᾽ τὸ ζυγὸ τῆς Ῥώμης. Πρὸ παντὸς ὅμως φώναζαν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἔνοχοι γιὰ τὶς μύριες παραβάσεις τοῦ ἠθικοῦ νόμου·
αὐτοί, ἀπὸ προσωπικὴ πεῖρα, εἶχαν πεισθῆ ὅτι τὸ ν᾽ ἀνατρέψουν ἕνα τυραννικὸ καθεστώς, ὅσο δύσκολο κι ἂν εἶνε, εἶνε παιχνίδι ἐν συγκρίσει μὲ τὸ ν᾽ ἀνατρέψῃ κανεὶς τὴν τυραννία τῶν παθῶν, ποὺ ἔχει θρονιαστῆ στὴν καρδιὰ τοῦ ἐνόχου. Ἐκεῖ, στὰ σκοτεινὰ ὑποσυνείδητα βάθη τῆς ψυχῆς, ζοῦν οἱ ἀόρατοι τύραννοι, τὰ πάθη, καὶ γιὰ νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὴν τυραννία τους ἡ ψυχὴ φώναζε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο· «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (῾Ρωμ. 7,24).
Ὅλοι καὶ ὅλα ζητοῦσαν λύτρωσι, καὶ οἱ φωνὲς ἔφταναν ὣς τὸν οὐρανό. Πόνος καὶ πόθος. Ἡ ἀνθρωπότης πονοῦσε βλέποντας τὰ ἄπειρα θύματα σὲ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς, σὲ κάθε ἐκδήλωσι τῆς ζωῆς· ἀλλὰ καὶ ποθοῦσε νὰ βγῇ ἀπ᾽ τὸ λαβύρινθο, νὰ ζήσῃ λυτρωμένη ἀπὸ τοὺς φόβους ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν τυραννιῶν.
Φωνὲς ἀκούγονταν ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς οἰκουμένης· Ἔρχεται! ἔρχεται ὁ Δυνατός, ὁ Σοφός, ὁ Ἰατρός, ἔρχεται ὁ Λυτρωτής! Καὶ μυστηριωδῶς ὅλοι στρέφονταν πρὸς τὴν Ἀνατολή.
Οἱ προφῆται τῆς Ἑλλάδος καὶ οἱ προφητεῖες των
Ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη –ἐκτὸς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ– ἐκεῖνο ποὺ αἰσθανόταν περισσότερο τὴν ἀνάγκη μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἐπεμβάσεως γιὰ νὰ σωθῇ ὁ κόσμος, ἦταν ἡ Ἑλλάς.
Ἡ πατρίδα μας, ποὺ εἶχε ἀναδείξει τοὺς μεγαλυτέρους φιλοσόφους καὶ ποιητὰς κι ἀνέβηκε στὸν κολοφῶνα τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως, διαισθάνθηκε ὅτι τὸ κακὸ ποὺ κατέτρωγε τὰ σπλάχνα τῆς ἀνθρωπότητος ἦταν τέτοιο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ θεραπευθῇ μὲ ἀνθρώπινα μόνο μέσα, μὲ ἁπλὲς φιλοσοφικὲς συμβουλές. Αὐτές, ὅσο ὡραῖες κι ἂν εἶνε, μοιάζουν μὲ ἔμπλαστρα ποὺ προσωρινὰ ἀνακουφίζουν τὸν ἄρρωστο, ἐνῷ ἡ ῥίζα τοῦ κακοήθους ἀποστήματος μένει μέσα, κ᾽ ἐκεῖ δουλεύει καὶ ἀπειλεῖ νὰ μολύνῃ τὸ αἷμα καὶ νὰ ἐπιφέρῃ τὸ θάνατο.
Μὲ ἔμπλαστρα δὲν σῴζεται ὁ ἄρρωστος. Ὁ μεγάλος ἄρρωστος, ἡ ἀνθρωπότης, χρειαζόταν «φάρμακα ἡρωικά». Ποιός θὰ τὰ ἔδινε;
Ἡ Ἑλλὰς μὲ τὸ στόμα μεγάλων τέκνων της προφήτευσε, ὅτι θ᾽ ἀνατείλῃ μιὰ χαρμόσυνη ἡμέρα, ποὺ τὸ κακό, ὁ «Τυφών», θὰ συντριβῇ κάτω ἀπὸ τὴ δύναμι τοῦ Ἰσχυροῦ καὶ τότε θὰ σημειωθῇ νέα στροφὴ τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἂς ἀναφέρουμε μερικὲς ἐκλάμψεις τοῦ προφητικοῦ πνεύματος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἡ ὁποία νωρίς χαιρέτισε τὴ γέννησι τοῦ Λυτρωτοῦ· ἂς δοῦμε, σὲ δύο συνέχειες, ὡρισμένους προφῆτες τῆς Ἑλλάδος καὶ τὶς προφητεῖες τους.
Σωκράτης (469-399 π.Χ.)
Ὁ Σωκράτης ἐθεωρεῖτο ὡς ὁ πάντων ἀνδρῶν σοφώτατος. Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του δικαζόταν στὴν Ἀθήνα. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα ν᾿ ἀπολογηθῇ, δὲν κολάκευσε τοὺς δικαστάς του, δὲν ζήτησε τὸ ἔλεός τους· μίλησε μὲ τὴν ὠμὴ γλῶσσα τῆς ἀληθείας. Ἀπευθύνθηκε στοὺς Ἀθηναίους, ἀνασκόπησε τὴ ζωή του ἀνάμεσά τους, τὴν ἀποστολὴ ποὺ εἶχε νὰ διδάσκῃ κάθε συμπολίτη του τὸ γνωστὸ «Γνῶθι σαυτόν», καὶ προβλέποντας τὸ σκληρὸ τέλος του, εἶπε περίπου τὰ ἑξῆς.
«Ἀθηναῖοι! Ὑπῆρξα ὁ ἀφυπνιστὴς τῶν συνειδήσεών σας, ἡ βουκέντρα τῆς πόλεώς σας. Ὅπως ὁ γεωργὸς χρησιμοποιεῖ τὴ βουκέντρα γιὰ νὰ κινήσῃ τὰ νωθρὰ ζῷα στὴ δουλειά, ἔτσι κ᾽ ἐγὼ χρησιμοποίησα τὴ διδασκαλία γιὰ νὰ κινήσω τὴ νωθρὴ σκέψι σας σὲ ὑψηλὲς ἰδέες, ποὺ εἶνε τὰ κίνητρα γιὰ μεγάλες ἀποφάσεις τοῦ βίου. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀποστολή μου, ἡ ὁποία σὲ λίγο τελειώνει. Ἐσεῖς μὲν θ᾿ ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ μένα τὸν Σωκράτη, ποὺ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου σᾶς εἶχα γίνει τόσο ἐνοχλητικός· ἀλλὰ μετὰ τὸ θάνατό μου προβλέπω, ὅτι θὰ καλύψῃ τὴν πόλι σας βαθὺ πνευματικὸ σκοτάδι. Ἐσεῖς καὶ οἱ ἀπόγονοί σας θὰ κοιμᾶστε, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς σᾶς λυπηθῇ καὶ στείλῃ κάποιον, ποὺ θὰ ἔχῃ τὴ δύναμι νὰ σᾶς ξυπνήσῃ καὶ νὰ σᾶς διδάξῃ ποιός εἶνε ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ἐπὶ λέξει· «Καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ θεὸς ὑμῖν ἐπιπέμψειε κηδόμενος ὑμῶν» (Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους 18[31α]).
Τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια τοῦ Σωκράτους θεωρήθηκαν ἀνέκαθεν ὡς προφητικά, ἐκπληρώθηκαν δὲ πλήρως – πότε; ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς κῆρυξ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἔφθασε στὴν Ἀθήνα καὶ ἡ φωνή του ξύπνησε τοὺς προγόνους μας ἀπὸ τὴ βαθειὰ νύχτα τῆς εἰδωλολατρίας (βλ. Πράξ. 17,22). Προφητικὰ ὅμως πρέπει νὰ θεωρηθοῦν καὶ τὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Σωκράτης σὲ κάποια ἄλλη περίπτωσι νωρίτερα.
Μιὰ μέρα ἕνας ἀπὸ τοὺς εὐφυέστερους καὶ ζωηρότερους μαθητάς του, ὁ Ἀλκιβιάδης, πήγαινε στὸ ναὸ νὰ προσφέρῃ θυσία. Συναντᾷ λοιπὸν τὸν Σωκράτη καὶ τὸν ἐρωτᾷ τί πρέπει νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τοὺς θεούς. Τὸ ἐρώτημα εἶνε σοβαρὸ καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸ στρέφεται ἡ συζήτησι. Ἀκοῦστε σὲ παράφρασι τὸν διάλογο.
«Σωκράτης· Δὲν εἶμαι σὲ θέσι ν᾽ ἀπαντήσω στὸ ἐρώτημά σου. Ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις μου. Εἶνε ἀνάγκη νὰ περιμένουμε ἕως ὅτου μάθουμε καλά, ποιά πρέπει νὰ εἶνε ἡ ἁρμόζουσα στάσι μας ἀπέναντι σὲ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους.
Ἀλκιβιάδης· Νὰ περιμένουμε; Μὰ πότε θὰ ἔρθῃ ὁ καιρὸς αὐτός; Καὶ ποιός θὰ εἶνε ὁ ἐκπαιδευτὴς τῆς θείας αὐτῆς τέχνης; Ἐγὼ τοὐλάχιστον θὰ αἰσθανθῶ χαρὰ ἀνέκφραστη νὰ δῶ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν πῶς θὰ εἶνε.
Σωκράτης· Αὐτός, ὁ θεῖος ἐκπαιδευτής, δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ σένα. Ἀλλά, ὅπως λέει κάπου ὁ Ὅμηρος γιὰ ἕνα ἥρωά του, ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δῇ καὶ νὰ διακρίνῃ τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα ἐὰν μὲ θεϊκὴ ἐπέμβασι δὲν θ᾿ ἀφαιρεῖτο τὸ πυκνὸ σκοτάδι ἀπὸ τὰ μάτια του, ἔτσι κ᾽ ἐγὼ λέω γιὰ σένα ὅτι, γιὰ νὰ διακρίνῃς τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, εἶνε ἀνάγκη νὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὰ δικά σου μάτια τὸ σκοτάδι. Καὶ αὐτὸ θὰ εἶνε ἔργο τοῦ θείου ἐκπαιδευτοῦ.
Ἀλκιβιάδης· Ἂς μοῦ ἀφαιρέσῃ τὸ σκοτάδι, ἂς κάνῃ ὅ,τι ἄλλο θέλει σ᾽ ἐμένα – δὲν θὰ φέρω καμμιά ἀντίρρησι, ἀρκεῖ μὲ τὰ μέσα ποὺ θὰ μοῦ ὑποδείξῃ νὰ γίνω καλύτερος καὶ νὰ μπορέσω νὰ προσφέρω τὶς καλύτερες θυσίες στὸ θεό.
Σωκράτης· Μὴν ἀμφιβάλλεις καθόλου ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κατέχῃ τὸ μυστικὸ τῆς προαγωγῆς μας σὲ ἀνώτερες σφαῖρες ζωῆς, θὰ ἐνδιαφερθῇ προσωπικὰ πολὺ γιὰ σένα.
Ἀλκιβιάδης· Ἀλλὰ τότε νομίζω ὅτι καὶ ἡ θυσία, ποὺ ἑτοιμάζομαι νὰ προσφέρω, καλὸ εἶνε νὰ ἀναβληθῇ μέχρι τὸν ἐρχομό του.
Σωκράτης· Συμφωνῶ.
Ἀλκιβιάδης· Μὲ ἐνθουσίασες, δάσκαλε. Ἐπειδὴ μὲ συμβούλευες σωστά, θὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ σὲ στεφανώσω μὲ τὸ στεφάνι αὐτὸ ποὺ κρατῶ· ὡς πρὸς δὲ τὰ ἄλλα δῶρα ἐπιφυλάσσομαι νὰ τὰ προσφέρω θυσία ὅταν ἔρθῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἐλπίζω δὲ ὅτι δὲν εἶνε μακριά».
Αὐτὸς ὁ διάλογος βρίσκει τὴν ἐκπλήρωσί του στὸ Εὐαγγέλιο (κατὰ Λουκᾶν κεφ. 11ο). Μετὰ τέσσερις αἰῶνες στὸ ἐρώτημα τοῦ Ἀλκιβιάδου δόθηκε ἡ ἀπάντησι. Ὅταν οἱ μαθηταὶ εἶπαν «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι» (Λουκ. 11,1), ὁ Κύριος ἄνοιξε τὰ πανάχραντα χείλη του καὶ δίδαξε τὴν ἀνθρωπότητα τί πρέπει νὰ ζητῇ ὅταν κλίνῃ γόνυ ἐμπρὸς στὸν οὐράνιο Πατέρα.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος μεγάλου ἄρθρου, τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Χριστ. Σπίθα» τὸ 1948 καὶ ἀναδημοσιεύθηκε στὰ βιβλία Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός (1950), ἐν μέρει Σαλπίσματα (1952) καὶ Χριστούγεννα (1988).
.pentapostagma.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.