ΠΑΡΤΕ ΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ.... Συντάκτης: Τάσος Τσακίρογλου O Κώστας Γουρνάς γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μαντούδι της Εύβοιας. Το 2...
ΠΑΡΤΕ ΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ....
O Κώστας Γουρνάς γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μαντούδι της Εύβοιας.
Το 2010 συνελήφθη και ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για την ένοπλη οργάνωση «Επαναστατικός Αγώνας».
Καταδικάστηκε σε πολυετή κάθειρξη και κρατείται στις φυλακές Κορυδαλλού.
Εχει δύο παιδιά και «Η βαρύτητα στο ή» είναι το πρώτο του βιβλίο.
«Η βαρύτητα στο ή» είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, σε τρεις χρόνους.
Ο συγγραφέας κινείται με την άνεση του χρονοταξιδιώτη από την Αθήνα του 2010 (λίγο μετά την τραγωδία της ΜΑΡΦΙΝ) στο Βερολίνο του 2034 και στο Βόλγκογκραντ του 2110.
Τρεις πολιτικές ιστορίες, τρεις ερωτικές ιστορίες, φαινομενικά αυτοτελείς, που όσο κυλά το μυθιστόρημα αλληλοτροφοδοτούνται.
Ο Γενάρης και η Ρόζα, η Μελίνα και ο Οδυσσέας, ο Τσάρλυ, ο Ματίας, η Ιντυ, ο Σων και ο Τσάο Εξ, όλοι τους αναρχικοί ή συμπαθούντες, τέμνουν τις ζωές τους σε μια ιστορία που έχει πολλές αναφορές στην έννοια του χρόνου.
Από τη θεωρία των χορδών μέχρι τον θρυλικό παντογνώστη προπονητή ποδοσφαίρου το βιβλίο κρατάει τον αναγνώστη σε αγωνία με το σπονδυλωτό μοτίβο του και την αλληλουχία καταστάσεων και γεγονότων που δεν θα μπορούσαν να απέχουν πολύ από τη μέλλουσα πραγματικότητα.
Μια πολιτική και κοινωνική ακτινογραφία της κρίσης και όσων αυτή φέρει τον αιώνα που διανύουμε.
Ενα βιβλίο για την ηθική και την επανάσταση, όπως αξίζει να είναι.
Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο
«Ξέρεις, μικρό μου κοριτσάκι, ο πολιτικός χώρος στον οποίο ανήκω, δεν είναι από εκείνους που σου εξασφαλίζουν μια νοικοκυρεμένη, ήσυχη ζωή μέχρι τα πενήντα, με σίγουρη δουλειά και δυο τρία παιδιά να τρέχουν στα πόδια σου», είπε ο Οδυσσέας, με τη διάθεση να καταθέσει με κάποια ψυχραιμία τις απόψεις του.
«Είμαι αναρχικός, εχθρός του καπιταλιστικού συστήματος και του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι, τεχνικά, βρίσκομαι σε πόλεμο. Από τη στιγμή που, κάπου στην εφηβεία, διάβασα το “Αλφαβητάρι του Αναρχισμού”, ήξερα πως ο δρόμος του αγώνα θα ήταν ο δικός μου πολικός αστέρας στη ζωή. Και σ’ αυτό τον δρόμο δεν υπάρχει δυνατότητα παρακάμψεων. Οσο σκέφτομαι αυτά που έχουν συμβεί πίσω στην πατρίδα και τον κόσμο που υποφέρει, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου κανένα περιθώριο αμφιταλαντεύσεων. Πρέπει να το παλέψουμε, Μελίνα μου. Εμείς, εδώ, τώρα. Οι γονείς μας δεν άντεξαν να το κάνουν, τότε που έπρεπε, και ξέρω ότι μετανοιώνουν, κάθε φορά που το πρώτο βόρειο φως εισβάλλει στα σεντόνια τους. Κορίτσι μου, είμαι είκοσι πέντε χρονών. Ζω σε μια χώρα, η οποία είναι κατεξοχήν υπεύθυνη για τη συντριβή του τόπου που γεννήθηκα. Σκοπεύω να τον πολεμήσω μέχρι τέλους».
Η Μελίνα ένιωθε κάθε λέξη του να την εξαντλεί. Ηταν πια αποκαμωμένη και ένα αχνό στρώμα δακρύων είχε σκεπάσει το πρόσωπό της.
Συνειδητοποιούσε ότι είχε να κάνει με έναν, όχι μόνο παθιασμένο, μα ουσιαστικά στρατευμένο άνθρωπο. Εναν «πιστό».
Τότε ήταν που κατανόησε ότι δεν είχε κανένα νόημα να επιμείνει στο τι έκανε συγκεκριμένα, τις ώρες που έβγαινε.
Δεν είχε καμία σημασία πια, γιατί ήταν βέβαιη ότι δεν έπινε, δεν ξενοπηδούσε, δεν τζόγαρε, δεν έκλεβε γριές, δεν έκανε απάτες, δεν έτρεχε με αυτοκίνητα, δεν πουλούσε ναρκωτικά, δεν πουλούσε το κορμί του...
Οχι, το βλέμμα του ήταν αδιαπέραστο, μα ξεκάθαρο.
Δούλευε για την επανάσταση, κι εκείνο ήταν από μόνο του ένα επικίνδυνο «σπορ».
Κι έτσι η ίδια έμπαινε για ακόμη μια φορά στη θέση της υποψήφιας, που έμελλε να αντικρίσει τον θάνατο στο πρόσωπο ενός αγαπημένου.
Για να θρηνήσει και πάλι, ωσότου ανέβει με κόπο στην επιφάνεια, από άλλη μια ψυχική τάφρο, παγερή και σκοτεινή.
Κι αν η απώλεια της μητέρας της είχε εξισορροπηθεί από την ενίσχυση της πατρικής στοργής, και η απώλεια του πατέρα της αμβλυνόταν από τις σπουδές της κι ένα νέο σπουδαίο έρωτα, τότε μια δικιά του ενδεχόμενη απώλεια θα άφηνε πίσω της μόνο συντρίμμια.
Το ερώτημα, στο οποίο όφειλε να απαντήσει, ήταν πια αμείλικτο. Η διαχείριση μιας σχέσης, με τη γνώση των σημαντικών κινδύνων που τη συνόδευαν.
Είχε σηκωθεί με αργές κινήσεις και στάθηκε πίσω του, σαν νύμφη. Τύλιξε τα χέρια της γύρω του και εναπόθεσε το κεφάλι της στη πλάτη του.
Εκείνη η μικροκαμωμένη θεότητα, με τις λεπτεπίλεπτες κινήσεις μπαλέτου, είχε ήδη αποφασίσει.
Η απάντηση ήταν εκεί από καιρό. Δεν θα μπορούσε να είναι κάποια άλλη.
Απλώς θα έπρεπε να μοιραστεί, στο εγγύς μέλλον, λίγο από τον θυμό που της είχε προκαλέσει [...]
Η νύχτα έμοιαζε μ’ εκείνες τις δυσπρόσιτες, δασωμένες χαράδρες, όπου ο ορειβάτης, διαβαίνοντας ένα ολισθηρό μονοπάτι, ξεμένει αβοήθητος στο βάθος τους, μετά από μια παρ’ ολίγον θανάσιμη πτώση.
Εκεί, με τον αστράγαλο τσακισμένο, με την αβεβαιότητα του πυκνού σκοταδιού, τα λιγοστά εφόδια, τη μοναξιά και τον χρόνο να ξεδιπλώνει πανηγυρικά όλη τη σχετικότητά του, ο αγωνιστής περιμένει.
Το βράδυ εκείνο, καταριέται τον Αϊνστάιν και τα γαστρικά του υγρά. Ο κόσμος τού φαίνεται τεράστιος και μικρός μαζί.
Ο ίδιος περνιέται για μυρμήγκι και, το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, για γίγαντας.
Οι εφιδρώσεις, τα άλγη, η νευρικότητα και η ορμονική υπερέκκριση συνθέτουν τον χρόνο που διαστέλλεται.
Ο ορειβάτης περιπλανιέται στους πολυδαίδαλους νοητικούς του διαδρόμους, για να βρει ένα άλλου είδους μονοπάτι, μακριά από τον θάνατο.
[...]Το ίδιο κάνει κι ο αγωνιστής, για να ζήσει. Ικετεύει για ένα ταξίδι στο μέλλον. Ενα άλμα μέχρι την επόμενη βραδιά.
Κι όταν φτάσει εκεί, σιχαίνεται την λιποψυχιά του και εύχεται να γυρίσει πίσω στον χρόνο. Να τα κάνει όλα, όπως πρέπει να γίνουν.
Η αναμέτρηση με τα βαθύτερα ένστικτα είναι όλη δική του. Φόβος, αλαζονεία, μέτρο, πίστη, θέληση, και ξανά το παιχνίδι με τον χρόνο.
Και στο βάθος, η αντιπαράθεση με το εγώ της αυτοσυντήρησης. Πάντα εκεί καταλήγει. Ενα βιβλίο, ένα τσιγάρο, ελάχιστο αλκοόλ, μια διείσδυση, μια αγκαλιά... Αποτέλεσμα, εκείνος. Πάντα μόνος. Με τη λύτρωση να απέχει μόνο μια μέρα. Και στις δύο εκδοχές της. Ή μάλλον και στις τρεις. Υπάρχει πάντα και η περίπτωση της αναστολής.
Διάττοντες αστέρες, που εκπληρώνουν μια αποστολή. Ενα σχέδιο, που το επέλεξαν ως δικό τους βάρος, μέσα στο σύμπαν
. Γιατί η ευθύνη ν’ αλλάξει ο κόσμος δεν αποδίδεται, γενικά, σ’ ένα κοινωνικό σύνολο, σε μια τάξη ή σ’ έναν πληθυσμό. Την ανακαλύπτουν μπροστά τους οι άνθρωποι και είτε την αρπάζουν από τα μαλλιά είτε την προσπερνούν.
Ανθρωποι, όπως οι ήρωες των βιβλίων. Συνήθως με τα πολλά στραβά και ιδιαίτερά τους, μα και με το αλάνθαστο κριτήριο ότι αυτό που κάνουν, πρέπει να γίνει από εκείνους. Μέχρι το σκοτάδι να γίνει φως, εκείνοι επιμένουν.
Επιμέλεια: Τάσος Τσακίρογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.