Ήταν λίγο μετά τις 11 το βράδυ, της 9ης Δεκεμβρίου του 1963, όταν ο Αναστάσιος Καπατατζής, οδηγώντας το ταξί του έξω από κεντρικό κινηματ...
Ήταν λίγο μετά τις 11 το βράδυ, της 9ης Δεκεμβρίου του 1963, όταν ο Αναστάσιος Καπατατζής, οδηγώντας το ταξί του έξω από κεντρικό κινηματογράφο, είδε ένα ζευγάρι να του κάνει νόημα να σταματήσει.
Η νεαρή γυναίκα και ο γοητευτικός άνδρας κάθισαν στο πίσω κάθισμα του ταξί και άρχισαν να καυγαδίζουν για τον τελικό προορισμό τους. Η γυναίκα ήθελε να πάει στο σπίτι της στο Κολωνάκι, ενώ ο άνδρας σε ένα ξενοδοχείο. Τελικά, η κοπέλα ζήτησε από τον οδηγό να ξεκινήσει με προορισμό την οδό Κανάρη στο Κολωνάκι και σε ολόκληρη τη διαδρομή υπήρχε ένταση και έντονη συζήτηση, το περιεχόμενο της οποίας ο Καπατατζής δεν μπορούσε να καταλάβει, καθώς το ζευγάρι δεν μιλούσε Ελληνικά.
Όταν το ταξί έφτασε στον τελικό του προορισμό, η νεαρή γυναίκα βγήκε από το αυτοκίνητο ταραγμένη και απευθυνόμενη στον οδηγό του ζήτησε να περιμένει μέχρι να μπει στην πολυκατοικία. Η κοπέλα πέρασε την πόρτα της εισόδου και λίγο πριν ανέβει τις σκάλες έγινε το αδιανόητο…
Ο άνδρας, ο οποίος είχε αιφνιδιαστικά βγει από το ταξί, την πλησίασε και την πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής στο κεφάλι. Η κοπέλα πρόλαβε να φωνάξει «βοήθησε με μανούλα μου», λίγο πριν πέσει αιμόφυρτη στο έδαφος, ενώ ο άνδρας έφυγε τρέχοντας.
Ο ταξιτζής σοκαρισμένος άρχισε να τον καταδιώκει μέσα στη νύχτα με κατεύθυνση το Σύνταγμα. Όταν είδε έναν αστυνομικό σταμάτησε και του ζήτησε βοήθεια… Ο αστυνομικός επιβιβάστηκε στο ταξί και συνέχισαν να καταδιώκουν τον άνδρα μέχρι που στο ύψος της οδού Νίκης έχασαν τα ίχνη του. Παρά τις προσπάθειες τους δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν. Έμοιαζε σαν να είχε ανοίξει η γη και να τον είχε καταπιεί.
Πίσω στην πολυκατοικία της οδού Κανάρη, οι ένοικοι είχαν βγει από τα διαμερίσματά τους και σοκαρισμένοι προσπαθούσαν να βοηθήσουν τη νεαρή γειτόνισσα τους που κείτονταν στο έδαφος, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ειδοποίησαν την αστυνομία και ασθενοφόρο το οποίο και τη μετέφερε στο νοσοκομείο της Νέας Ιωνίας, όπου και εξέπνευσε.
Θύμα της άγριας δολοφονίας ήταν η 29χρονη Ιουλία Συρεγγέλα, κόρη του γνωστού βιομήχανου της ΕΛΒΥΝ, Γεωργίου Συρεγγέλα, και δράστης ο Ρεζά Αμπάζ Μυρτολούι, σμηναγός της Περσικής Πολεμικής Αεροπορίας, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικό δεσμό.
Ο Ρεζά Αμπάζ Μυρτολούι
Ο Μυρτολούι είχε καταφέρει να ξεφύγει από την καταδίωξη, καθώς μπήκε στην πανσιόν της οδού Νίκης όπου διέμενε. Αφού παρέμεινε για λίγη ώρα στο δωμάτιο του, στη συνέχεια βγήκε και πήγε στον ψυχίατρο του στον οποίο αποκάλυψε το έγκλημα του. «Πυροβόλησα τη Τζούλια. Δεν ξέρω τι έκανα», του είπε.
Ο γιατρός αφού τον αφόπλισε, ειδοποίησε την αστυνομία η οποία και τον συνέλαβε.
Η είδηση της δολοφονίας προκάλεσε σοκ και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων έκαναν λόγο για έγκλημα πάθους. «Πέρσης αεροπόρος εφόνευσε την νύκτα γνωστήν Αθηναίαν», είναι ένας από τους χαρακτηριστικούς τίτλους της εποχής που δίνει έμφαση στην ταυτότητα των δυο πρωταγωνιστών, αλλά και στην ερωτική τους ιστορία με το μοιραίο τέλος.
Μια ιστορία αγάπης και πάθους
Η Τζούλια Συρεγγέλα, γόνος γνωστής πειραϊκής οικογένειας, είχε παντρευτεί τον πλούσιο, αρμενικής καταγωγής, Πέρση Φαρμάν Φατμακιάν με τον οποίο απέκτησαν ένα κοριτσάκι. Ο γάμος τους, όμως, δεν πήγαινε καλά και το ζευγάρι ήταν σε διάσταση, όταν η 29χρονη γνώρισε στην Τεχεράνη τον Μυρτολούι. Όλοι έκαναν λόγο για κεραυνοβόλο έρωτα.
Ο Μυρτολούι εκείνη την περίοδο ήταν, επίσης, σε διάσταση με τη σύζυγο του. Ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, καθώς είχε δυο αεροπορικά ατυχήματα, εξαιτίας των οποίων και τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Εκείνο όμως που τον είχε συγκλονίσει ήταν ο θάνατος του μικρού του γιου. Έγινε αυτόπτης μάρτυρας του θανάτου του από αυτοκινητιστικό δυστύχημα και έπαθε νευρικό κλονισμό, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί σε νευρολογική κλινική.
Όταν βγήκε από την κλινική ακολούθησε την Τζούλια στην Αθήνα, αφού στον έρωτα τους είδε μια νέα αρχή. Το ζευγάρι ήταν πολύ ευτυχισμένο και σχεδίαζαν να παντρευτούν άμεσα. Ο άνδρας είχε αναφέρει το πρόβλημα του στη Τζούλια και εκείνη θεώρησε πως επρόκειτο για κάτι που θα το ξεπερνούσε με τη βοήθεια κάποιου ειδικού. Όμως, ο Μυρτολούι είχε περίεργα ξεσπάσματα και απότομες μεταπτώσεις στη συμπεριφορά του.
Μετά από παρότρυνση της Τζούλιας επισκέφθηκε ψυχίατρο στην Αθήνα, ο οποίος και διέγνωσε ότι πάσχει από «αγχώδη αντιδραστική μελαγχολία μετ’ εκρήξεως οργής». Τα προβλήματα γίνονταν όλο και μεγαλύτερα και η νεαρή γυναίκα αποφάσισε πως δεν μπορούσε να ζήσει άλλο μαζί του. Μάλιστα, άνθρωποι του περιβάλλοντος της, είπαν αργότερα, πως ο ίδιος ο ψυχίατρος την είχε συμβουλεύσει να διακόψει τη σχέση τους.
Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε όταν ο Μυρτολούι έφυγε για την πατρίδα του για επαγγελματικούς λόγους. Στην αλληλογραφία τους, η οποία ήρθε αργότερα στο φως της δημοσιότητας, αποτυπώθηκε η αλλαγή στη σχέση τους. Τα πρώτα γράμματα της Τζούλιας ήταν γεμάτα έρωτα και πάθος, όμως, μετά από μια δεδομένη στιγμή άρχισαν να γίνονται ψυχρά, τυπικά. Αυτά τα γράμματα στάθηκαν και η αφορμή για να καταλάβει ο Μυρτολούι πως η αγαπημένη του είχε αλλάξει στάση απέναντι του και αποφάσισε να επιστρέψει εσπευσμένα στην Αθήνα, φορτωμένος με δώρα για το γάμο τους, μήπως και τη μεταπείσει.
Όταν ο άνδρας συνάντησε την αγαπημένη του, εκείνη του είπε πως δεν μπορεί να τον παντρευτεί και του ζήτησε να παραμείνουν φίλοι. Ο Μυρτολούι προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Και ο επίλογος της παθιασμένης σχέσης τους γράφτηκε με αίμα.
Μετανιωμένος για το έγκλημα
Μετά τη σύλληψη του, ο Ρεζά Μυρτολούι, ενώπιον των αστυνομικών, ισχυρίστηκε, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, πως σκότωσε την Συρεγγέλα, ενώ βρισκόταν σε «μανιακήν κρίσιν», μετά την άρνηση της να τον παντρευτεί.
Μιλώντας για τη σχέση τους, είπε πως για χάρη της εγκατέλειψε την γυναίκα του στην Τεχεράνη και κλαίγοντας δήλωσε μετανιωμένος για το έγκλημα. Λίγα 24ωρα αργότερα, όμως, στον 3ο τακτικό ανακριτή ισχυρίστηκε πως τυχαία εκπυρσοκρότησε το περίστροφο του. Στην απολογία του ισχυρίστηκε πως λάτρευε την Τζούλια η οποία, επίσης όπως είπε, τον υπεραγαπούσε και είχαν συμφωνήσει να παντρευτούν. Μάλιστα, για να ενισχύσει τους ισχυρισμούς του κατέθεσε και τις επιστολές τους.
Τον τελευταίο καιρό, ωστόσο, είπε πως διέκρινε στις επιστολές μια ψυχρότητα εκ μέρους της και μια διάθεση αναβολής του γάμου. Έτσι, την ημέρα του φονικού ήρθε αεροπορικώς και στη συνάντηση που είχε μαζί της εκείνη αρνήθηκε να τον παντρευτεί. Ο κατηγορούμενος περιέγραψε πως συνόδευε την 29χρονη στο σπίτι της και ισχυρίστηκε πως στην απόγνωση του θέλησε να την απειλήσει με το όπλο για να την κάνει να αλλάξει γνώμη. Όμως, όπως είπε, το όπλο εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα την σκότωσε, χωρίς ο ίδιος να το θέλει.
Ο Μυρτολούι, μετά την απολογία του, προφυλακίστηκε και όπως θα εξηγούσε αργότερα, όταν ρωτήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης του, για τις αντιφάσεις που είχε υποπέσει τις πρώτες μέρες, είπε πως ήταν σαν χαμένος: «Δεν ξεχώριζα τη μέρα από τη νύχτα».
Η δίκη, ο συνήγορος Λυκουρέζος και η πρώτη του συνάντηση με τη Ζωή Λάσκαρη
Τον Οκτώβριο του 1964, ο Ρεζά Μυρτολούι κάθισε το εδώλιο του Κακουργιοδικείου της Αθήνας. Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν συγγενείς και φίλοι του ζευγαριού. Ο γαμπρός της άτυχης Τζούλιας, Αριστείδης Τσατσούλης, κατέθεσε πως η γυναίκα είχε αποφασίσει να μην τον παντρευτεί, λόγω της ψυχικής του ασθένειας και τον προετοίμαζε γι' αυτό μέσω των επιστολών της. Μάλιστα, όπως κατέθεσε, ενώπιον του δικαστηρίου, στην τελευταία της επιστολή, η οποία έφτασε στην Τεχεράνη την ημέρα του φόνου κι ενώ ο κατηγορούμενος ήταν ήδη στην Αθήνα, του έγραφε ξεκάθαρα πως δεν μπορούν να συνεχίσουν. Ο μάρτυρας δε, εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο κατηγορούμενος είχε προσχεδιάσει το φόνο και για να δημιουργήσει άλλοθι, λίγες ώρες πριν το έγκλημα, έστειλε δώρα στην ίδια, αλλά και σε συγγενικά της πρόσωπα.
Η μητέρα, αλλά και η αδελφή του κατηγορούμενου που ταξίδεψαν από την Τεχεράνη για να καταθέσουν στη δίκη, μίλησαν για τη γνωριμία του με την 29χρονη λέγοντας πως εκείνη τον πίεζε να παντρευτούν. Οι γιατροί που κατέθεσαν στη δίκη, είπαν πως τη στιγμή του εγκλήματος, ο κατηγορούμενος είχε συνείδηση των πράξεων του, αλλά δεν είχε αυτοέλεγχο.
Αίσθηση προκάλεσαν οι επιστολές της άτυχης γυναίκας όταν διαβάστηκαν στο δικαστήριο, αφού μέσα από αυτές διαγραφόταν ξεκάθαρα η πορεία της μοιραίας σχέσης. Ήταν μια σχέση εξάρτησης και πάθους. Συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου ανέλαβε ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, ο οποίος έδωσε μάχη για να ενισχύσει τον ισχυρισμό, πως το έγκλημα δεν ήταν προσχεδιασμένο. Μάλιστα, οι επιστολές, αλλά και τα δώρα γάμου που είχε φέρει από την Τεχεράνη ο κατηγορούμενος, αποτέλεσαν το ισχυρό του όπλο για να πείσει πως πρόθεση του ήταν ο γάμος και όχι το έγκλημα.
Η κοινή γνώμη παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα την πολύκροτη δίκη η οποία διεξαγόταν, καθημερινά, σε μια ασφυκτικά γεμάτη δικαστική αίθουσα.
Μάλιστα, την ημέρα της αγόρευσης του Αλέξανδρου Λυκουρέζου, στο ακροατήριο βρέθηκε και η Ζωή Λάσκαρη συνοδευόμενη από φίλες της. Ήταν η πρώτη φορά που συνάντησε το γνωστό ποινικολόγο ο οποίος έμελλε 12 χρόνια αργότερα να γίνει ο άνδρας της ζωής της. «Είχαμε πάει μια παρέα κοπέλες να ακούσουμε την αγόρευση του…», θα πει αργότερα σε συνέντευξη της η γνωστή ηθοποιός, συμπληρώνοντας: «Δεν πήγαμε βέβαια για τον Λυκουρέζο, ήμασταν απλώς υπέρ του Πέρση».
Η απολογία και η απόφαση
Συντετριμμένος ο Μυρτολούι, στην απολογία του, μίλησε για τον παράφορο έρωτα του με την Τζούλια. Αναφέρθηκε στα δυο αεροπορικά ατυχήματα που είχε, αλλά και το θάνατο του γιου του.
Όπως είπε, την περίοδο «της μεγάλης του δυστυχίας», γνώρισε σε ένα κλαμπ της Τεχεράνης την Τζούλια, με την οποία σύναψε ερωτικό δεσμό. Εκείνη ήταν, όπως ισχυρίστηκε, που του εξομολογήθηκε πρώτη τον ερωτά της και του πρότεινε να παντρευτούν για «να τον γιατρέψει και να τον κάνει ευτυχισμένο».
«Μετά από 3 χρόνια δυστυχίας άρχισα να νιώθω και πάλι ευτυχισμένος», τόνισε και συνέχισε: «Όταν χωριστήκαμε στο αεροδρόμιο, μου είπε ότι περνά γρήγορα ένας μήνας. Μου κράτησε το βουρτσάκι των δοντιών για να νιώθει στο στόμα της τη γεύση του δικού μου, όσο θα έλειπα. Μου έκαψε το χέρι με τσιγάρο για να τη θυμάμαι. Το έχω ακόμα αυτό το σημάδι».
Η απολογία του κατηγορούμενου προκάλεσε συγκίνηση και ακόμη και η μεταφράστρια της δίκης δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Ο κατηγορούμενος χρειάστηκε να διακόψει αρκετές φορές την απολογία του, λόγω της φόρτισης του και με δυσκολία είπε τη δική του αλήθεια για το τι συνέβη τη μοιραία νύχτα: «Είμαστε και οι δυο πολύ νευρικοί και η Τζούλια άρχισε να φωνάζει. Νόμιζα πως δέκα μεγάφωνα ήταν στραμμένα προς εμένα και φώναζαν. Σας ορκίζομαι δεν ξέρω τι έγινε. Όταν συνήλθα βρισκόμουν στο δρόμο με το όπλο στο χέρι. Αυτή είναι η ιστορία μου, η Τζούλια ήταν για εμένα η αγάπη, η ζωή και το φως μου. Από τον πατέρα της, τη μητέρα της και την αδελφή της ζητώ να με συγχωρήσουν. Δεν το ήθελα. Ήρθα εδώ για αγάπη και πίστη. Πέντε χρόνια ήμουν ένα δυστυχισμένος άνθρωπος. Κοιτάζω τους δικηγόρους της Τζούλιας και τους αγαπώ και αυτούς. Είναι εδώ εκ μέρους της». Όταν δε του υπέδειξαν το όπλο του εγκλήματος, εκείνος ξέσπασε σε λυγμούς και κατέρρευσε.
Ο εισαγγελέας της έδρας ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος με το ελαφρυντικό της μέτριας συγχύσεως. Στην αγόρευση του, τον χαρακτήρισε «νευρωτικό άτομο» και αποφασισμένο να σκοτώσει για να εκδικηθεί τη φίλη του, γιατί δεν ήθελε να τον παντρευτεί. Περιγράφοντας την άτυχη γυναίκα είπε πως ήταν «συναισθηματική, λεπτή φύσις και αξιοπρεπής».
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε αθώο τον Μυρτολούι, καθώς αποφάνθηκε ότι διέπραξε το έγκλημα, ενώ βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση. Στο σμηναγό επιβλήθηκε ποινή 7 μηνών για παράνομη οπλοφορία την οποία είχε, ήδη, εκτίσει κατά τη διάρκεια της προσωρινής του κράτησης.
ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.