(ΕΠΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΤΟΥ 2013) Πέρασαν 70 χρόνια από τη βύθιση του Υ/Β Κατσώνης (Υ-1). 14 Σεπτεμβρίου 1943 βυθίστηκε το υποβρύχι...
Πέρασαν 70 χρόνια από τη βύθιση του Υ/Β Κατσώνης (Υ-1). 14 Σεπτεμβρίου 1943 βυθίστηκε το υποβρύχιο με κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Βασίλη Λάσκο σε στίγμα Φ 39 0 20,5Β και Λ 023 0 23Α βόρεια νήσου Σκιάθου. Διαβάστε από τα «Κειμήλια του Περί Αλός» μια ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΤΥΧΗ ΔΡΑΣΕΩΣ ΤΟΥ Υ/Β "ΚΑΤΣΩΝΗΣ"
Πως το Υ/Β «Κατσώνης» εβύθισεν εις Θερμιά και Πλατανιά Βόλου δύο Ισπανογερμανικά σκάφη.
Άρθρο του 1950!
Από «ΤΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ» του Περί Αλός
Επ. Μπαμπούρης
Από τα αρχεία της ΕΘΕ (Ελληνική Θαλάσσια Ένωση).
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Ελλάς», τ. 211,
Μάιος 1950, ανατ. τ. 947 σ. 84. ΑΥΓ. 2012, εκδ. ΕΘΕ/ΓΕΝ.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση της ΕΘΕ.
ΦΩΤΟ: "Ναυτική Ελλάς"
Εις τα τεύχη της «Ναυτικής Ελλάδος» του Ιουνίου – Ιουλίου –Αυγούστου 1945 περιεγράφη η επιδρομή του υποβρυχίου μας «Κατσώνης» κατά του λιμένος του Γυθείου και η κατ’ αυτήν καταβύθισις ενός Ιταλικού εξωπλισμένου σκάφους, υπό την γνωστήν κωμικήν στάσιν των Ιταλών της φρουράς του Γυθείου, οι οποίοι φοβηθέντες συμμαχικήν απόβασιν, είχον πιάσει πανικόβλητοι τα βουνά.
Κατά την επιδρομήν εκείνην, ο «Κατσώνης» είχε βυθίσει κι ένα Ισπανικόν πλοίον, εις το στενό των Θερμίων, καθώς και ένα άλλο εις τας ακτάς του Πηλίου, εξ εκείνων τα οποία είχον τεθή εις την διάθεσιν των Γερμανικών δυνάμεων, δια την εξυπηρέτησιν των πολεμικών των αναγκών. Τα της καταβυθίσεως των πλοίων αυτών είναι εις τους πολλούς άγνωστα, διότι μετά το τραγικόν τέλος που είχε το ηρωϊκόν εκείνο υποβρύχιον οι ελάχιστοι επιζήσαντες εκ του γενναίου επιτελείου και πληρώματός του αξιωματικοί και άνδρες δεν εύρον την ευκαιρίαν να δώσουν ταύτα εις την δημοσιότητα.
Το πτωχόν μας όμως ιστορικόν αρχείον το οποίον εσχηματίσαμεν ευθύς μετά την απελευθέρωσιν ότε και οι αναμνήσεις των αξιωματικών και ανδρών οι οποίοι έζησαν τα γεγονότα ταύτα ήσαν ακόμη νωπαί, μας επιτρέπει σήμερον να δώσωμεν εις την δημοσιότητα μερικά σχετιζόμενα με το ωραίον εκείνο κατόρθωμα του «Κατσώνη».
Το υποβρύχιον μετά την επιδρομήν του κατά του Ιταλοκρατουμένου Γυθείου και την καταβύθισιν του Ιταλικού βοηθητικού πλοίου ηνοίχθη εις το πέλαγος και αφού παρέκαμψε τον Μαλέαν κατηυθύνθη προς τα Θερμιά. Ο πλους του προς τα εκεί εγένετο κυρίως την νύκτα εν επιφανεία. Η θάλασσα ήτο ήρεμος και μία ασυνήθης δια την εποχήν γαλήνη, επλανάτο καθ’ όλην την έκτασίν της. Ο μόλις υποπνέων ασθενής βορράς, ερρυτίδωνε ελαφρώς την επιφάνειάν της την οποίαν εφώτιζε αμυδρά το ωχρόν φως της σελήνης, που έγερνε προς την δύσιν της.
Εις άλλας ημέρας, την εποχήν εκείνην, δι’ όσους εταξείδευον εις το Αιγαίον ήσαν συνήθεις οι κρότοι των μοτέρ των Γερμανικών αεροπλάνων που πηγαινοήρχοντο τότε μεταξύ Αθηνών και Κρήτης, αλλά την εσπέραν εκείνην μία βουβαμάρα ηπλώνετο εις τον ουρανόν της περιοχής εκ της οποίας διήρχετο το σκάφος. Τούτο απετέλει ευτυχή συγκυρίαν διότι οι άνδρες του «Κατσώνη» είχον την ευκαιρία να αναπνέουν χορταστικά το οξυγόνον της ατμοσφαίρας, το οποίον αναμεμιγμένον με το ιώδιον της θαλάσσης κατήρχετο από τας ανοικτάς καταπακτάς του καταστρώματος εις το εσωτερικόν του σκάφους.
Την 4ην πρωϊνήν το υποβρύχιον επλησίασε εις την περιοχήν των Θερμιών και κατεδύθη εν όψει των ακτών της νησίδος, η οποία διεκρίνετο ως μία μελανοτέρα κηλίς μέσα εις το μελανόν πρωϊνόν μούχρωμα, εγκαταστήσαν εκεί ενέδραν, δια την ενδεχομένην διάβασιν εχθρικού σκάφους εξ εκείνων τα οποία εχρησιμοποίουν συνήθως τον δρόμον αυτόν δια τον ανεφοδιασμόν των εις τας νήσους γερμανοϊταλικών φρουρών.
Την 9ην πρωϊνήν εις το περισκόπιον εσημειώθη καπνός και εσημάνθη αμέσως πολεμική έγερσις. Ο κυβερνήτης, - ο αείμνηστος Λάσκος, - έδωσε τότε τα στοιχεία της νέας πορείας του σκάφους και ητοιμάσθη δια την επίθεσιν.
Το υποβρύχιον επλησίασε προς το εμφανισθέν ύποπτον σκάφος κα αφού ανεγνώρισε τούτο ως εν εκ των χρησιμοποιουμένων υπό των Γερμανών δια μεταφοράς πλοίων, εξεσφενδόνισε κατ’ αυτού δύο τορπίλλας, αι οποίαι και το έπληξαν εις το μέσον.
Όταν ηκούσθησαν οι χαρακτηριστικοί κρότοι των τορπιλλών, ο κυβερνήτης απετόλμησε μίαν ακόμη παρατήρησιν δια του περισκοπίου και αφού εβεβαιώθη ότι το σκάφος είχεν όντως πληγή διέταξεν ανάδυσιν και εξόρμησιν δια του πυροβόλου. Δεν παρέστη όμως ανάγκη αυτού, διότι όταν η ομοχειρία του πυροβόλου έφθανεν εις τας θέσεις της, το εχθρικόν σκάφος είχε σηκώσει την πρώραν του προς τα άνω και εβυθίζετο με την πρύμναν.
Δεξιά και αριστερά αυτού διεκρίνοντο μερικαί λέμβοι πλήρεις ανδρών, αι οποίαι προσεπάθουν ν’ απομακρυνθούν δια να μη παρασυρθούν από την δίνην του σκάφους. Το υποβρύχιον κατεδύθη αμέσως και αφού απεμακρύνθη περί τα δύο μίλλια, διέκρινε δια του περισκοπίου του δύο αεροπλάνα τα οποία ήρχοντο προς την κατεύθυνσιν του βυθιζομένου σκάφους. Η παρουσία των αεροπλάνων έθετε εις κίνδυνον τον «Κατσώνη» και δια τούτο έσπευσε να κατέλθη εις μεγαλύτερον βάθος και ν’ απομακρυνθή προς νότιο-ανατολικά, τραπέν τέλος προς την Βηρυττόν η οποία χρησιμοποιείτο ως βάσις των υποβρυχίων μας. Πλησιάζον προ της Κύπρον και ενώ ευρίσκετο 100 μίλλια μακράν ταύτης, ανέφερε δια του ασυρμάτου εις το εν Μάλτα Αγγλικόν Αρχηγείον των υποβρυχίων ότι έπλεε προς την Βηρυττόν, με αποτέλεσμα την βύθισιν δύο εχθρικών σκαφών, ενός πολεμικού κι ενός φορτηγού.
Το τηλεγράφημα τούτο καθησύχασε τας συμμαχικάς Αρχάς, αι οποίαι, εν τω μεταξύ είχον ανησυχήσει διότι το σκάφος έπρεπε να είχε επαναπλεύσει εις την βάσιν του προ δύο ημερών και εις το διάστημα τούτο δεν είχε δώσει σημεία υπάρξεως. Τα του επανάπλου του εις Βηρυττόν, ανέφερε δια τηλεγραφήματός του και εις την εκεί Βάσιν Υποβρυχίων, εις την οποίαν όταν έφθασε εύρε μεγάλην υποδοχήν, τόσον από τα πληρώματα των άλλων Ελληνικών και Αγγλικών υποβρυχίων τα οποία ώρμουν εκεί, όσον και από τον γηγενή πληθυσμόν.
Το «Κορινθία» το οποίο χρησιμοποιείτο ως βάσις υποβρυχίων είχε τόσον κόσμον μέσα από Άγγλους και Έλληνας ναύτας και αραπάδες ώστε έγερνε προς την αριστεράν πλευράν από το βάρος των καθώς αυτοί ήσαν συγκεντρωμένοι εις αυτήν δια να χαιρετήσουν και ζητωκραυγάσουν τους άνδρας του εισπλέοντος «Κατσώνη».
Όταν το υποβρύχιον επλεύρισεν εις το «Κορινθία» όλος εκείνος ο κόσμος επήδησε σχεδόν εις το υποβρύχιον κι ήρχισε να καταφιλή τους άνδρας του παρά τα μεγάλα των γένεια και την φοβεράν απλυσιάν των 22 ημερών της περιπολίας και να τους ερωτά δια τα καθέκαστα. Το σκάφος επεσκέφθη και ο τότε ΑΔΥ πλοίαρχος κ. Κώνστας, την δε επομένην ημέραν έφθασε εκ Μάλτας εις Βηρυττόν με αεροπλάνον και ο Άγγλος Ναύαρχος, αρχηγός των Συμμαχικών υποβρυχίων, ο οποίος αφού επεθεώρησε όλα τα πληρώματα των υποβρυχίων εις το κατάστρωμα της «Κορινθίας» εφόρεσε μία φόρμαν και κατήλθε εις το «Κατσώνην» τον οποίον και επεθεώρησε μετά πολλού ενδιαφέροντος. Ήτο ένας κατακόκκινος Άγγλος μετρίου αναστήματος με γαλανά και σπινθηροβόλα μάτια, ο οποίος έδειξεν όλην του την χαράν και εκτίμησιν προς το Ελληνικόν Ναυτικόν.
Αφού παρέμεινε εις Βηρυττόν επί εικοσαήμερον προς ανάπαυσιν του πληρώματος του και επιθεώρησιν των εγκαταστάσεών του, απέπλευσεν δια νέαν περιπολίαν χωρίς να αναμείνη την αντικατάστασιν του πυροβόλου δια καλυτέρου τούτου, συμφώνως προς ληφθείσαν απόφασιν, διότι η προς τούτο έγκρισις εβράδυνε να δοθή υπό του εν Μάλτα συνδέσμου.
Το υποβρύχιον, διήλθεν εκ Κύπρου και από τον στενόν Ρόδου –Κρήτης, εισήλθεν εις το Αιγαίον, με εντολήν να περιπολήση εις την περιοχήν Σκιάθου.
Διαρκούσης της εκεί περιπολίας του και κατά τας πρώτας ώρας ενός απογεύματος ο υδροφωνητής ανέφερε ότι, προς διεύθυνσιν 180ο προς τα αριστερά της πορείας του, ηκούετο ήχος έλικος εμπορικού σκάφους. Την ώραν εκείνην ο «Κατσώνης» ευρίσκετο ανοικτά από την Πλατανιάν της Μαγνησίας και εις απόστασιν ενός και ημίσεος μιλλίου από της ακτής, αναμένον την διέλευσιν εχθρικών μεταγωγικών πλοίων, τα οποία εκινούντο κατά μήκος των ακτών από της Θεσσαλονίκης προς την Νότιον Ελλάδα, δια των Ωρεών και του στενού της Χαλκίδος, δια να τους επιτεθή.
Με την αναφοράν του υδροφωνητού, το σκάφος ανήλθεν εις μικρόν βάθος και δια του περισκοπίου διέκρινεν εν εμπορικόν πλοίον, μέσης χωρητικότητος να πλέη ολοταχώς προς νότον. Ο κυβερνήτης, ο οποίος ενήργησε προσωπικώς την περισκοπικήν παρατήρησιν, ηκούσθη τότε να λέγη:
- «Τι πράγμα, είν’ αυτό; Η σημαία του, ούτε Γερμανική, ούτε Ιταλική είναι….» και περιστρέφων εκ των λαβών του το περισκόπιον, προσέθεσεν:
- «Δώσε μου το δέρμα για να καθαρίσω τον φακόν»
Επρόκειτο περί δέρματος δορκάδος από εκείνα με τα οποία είναι εφωδιασμένα όλα τα υποβρύχια, δια να καθαρίζουν τους φακούς του περισκοπίου, όταν καλυφθούν από υδρατμούς, και το οποίον ο ναύτης σηματωρός που ήτο πλησίον εις τον πυργίσκον του το έδωσε αμέσως.
Ο κυβερνήτης αφού εκαθάρισε τους φακούς, ηκούσθη να φωνάζη εκ νέου:
- «Είναι Ισπανιόλος ο φιλαράκος μας. Νομίζει πως επειδή έχει την ουδέτερη σημαία ζωγραφισμένη στα πλευρά του μπορεί να κάνει μεταφορές του Γερμανικού Στρατού. Θα τον κανονίσω τώρα για τα καλά…»
Υπήρχαν πράγματι εις τας Συμμαχικάς αρχάς πληροφορίαι ότι δέκα Ισπανικά φορτηγά ειργάζοντο εις την υπηρεσία των Γερμανικών Στρατιωτικών Μεταφορών κεκαλυμμένα κάτω από την ουδετέραν σημαίαν της πατρίδος των. Ήτο τούτο μια απάτη που δεν ηδύνατο να ξεγελάση όλους εκείνους που είχον πλεγμένον πυκνόν το δίκτυον της κατασκοπείας εις την υπόδουλον Ελλάδα.
Αι προς τα υποβρύχια διαταγαί συνίστατο να βυθίζουν τα πλοία αυτά όπου και αν τα συνήντων. Οι Άγγλοι μάλιστα, ήσαν εκ κυριολεξία «σκυλιασμένοι» διότι, ενώ εγνώριζον την «μηχανήν» αυτήν των Ισπανογερμανών, δεν ηδύναντο ποτέ να συναντήσουν εις τας υποβρυχιακάς των περιπολίας κανέν από τα περίεγα αυτά «ουδέτερα» σκάφη.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς με πόσην χαράν εχαιρέτησε το επιτελείο και το πλήρωμα του «Κατσώνη» την ευτυχήν εκείνην συγκυρίαν του να συναντήσουν το Ισπανικόν αυτό πλοίον, το οποίο ως απεδείχθη κατόπιν ήτο το δεύτερον κατά σειράν, το οποίον η τύχη τους έφερε εις την πρώραν. Δια της καταβυθίσεώς του δεν θα εστέρουν μόνον τους Γερμανούς από ένα φορτηγόν, αλλά θα ηυχαρίστουν και τους Συμμάχους μας Άγγλους.
Και με περισσότερον έκδηλον την χαράν αυτήν εις το πρόσωπον ο Κυβερνήτης εσήμανε πολεμικήν έγερσιν. Οι άνδρες ευρέθησαν αμέσως εις τας θέσεις των. Ήρχισαν οι απαραίτητοι χειρισμοί δια την επίθεσιν και μετ’ ολίγον δύο τορπίλλαι εγκατέλειπον τους τορπιλλοβλητικούς σωλήνας του σκάφους δια τα πλευρά του Ισπανικού πλοίου. Η μία εξ αυτών όμως, έκαμε άλματα εις την επιφάνειαν και ο Ισπανός κυβερνήτης, αντιληφθείς αυτήν από τους αφρούς της, έφερε το πηδάλιον όλο δεξιά και προσεπάθησε να την αποφύγη.
Η απότομος στροφή του Ισπανικού έφερε εις δύσκολον θέσιν το υποβρύχιον, διότι δεν έβλεπε πλέον το υπό Ισπανικήν σημαίαν εχθρικόν σκάφος, παρά από την πρύμνην του. Τότε ο Κυβερνήτης του Ελληνικού υποβρυχίου, του οποίου χαρακτηριστική ήτο η ριψοκίνδυνος τόλμη, διέταξεν ταχεία ανάδυσιν, ετοιμασίαν των υπ’ αριθ. 3 και 4 τορπιλλών και επίθεσιν δια του πυροβόλου. Ενώ όμως το υποβρύχιον αναδύετο, το Ισπανικόν ετρέπετο ολοταχώς προς την ακτήν της Πλατανιάς, εις την οποίαν και προσήραξε. Ταυτοχρόνως όμως και ενώ κατηυθύνετο προς την ξηράν, κατεβίβαζε τας λέμβους του. Το υποβρύχιον έπλευσε τότε ολοταχώς και έλαβε θέσιν προς νότον, και εις απόστασιν 600 μέτρων από της ακτής, οπόθεν και εξεσφενδόνισεν κατά του εχθρικού σκάφους, την μία των τορπιλλών του. Αυτή όμως αν και προσέκρουσεν εις τα πλευρά του, δεν εξερράγη, αλλ’ ακολουθήσασα παραλλήλως το σκάφος διωλίσθησε δια τας πρώρας κα προσήραξεν εις την αμμουδιάν.
Οι άνδρες του υποβρυχίου οι οποίοι είχαν ανέλθει εις το κατάστρωμα δια τον χειρισμόν του πυροβόλου, την παρηκολούθουν εις την ακτήν με την έλικά της περιστρεφομένην και ανυφώνουσαν πίδακας αφρών. Δεν υπήρχε καιρός προς απώλειαν, διότι το υποβρύχιον εκινδύνευε να βληθή και από τα Γερμανικά φυλάκια της Πλατανιάς με κοινά ακόμη όπλα. Δι’ ό και ήρχισε να βάλλη με το πυροβόλον του δια να αχρηστεύση μίαν ώραν ενωρίτερον τον περίεργον εκείνον «ουδέτερον εχθρόν». Ερρίφθησαν εναντίον του 42 βολαί, αι οποίαι και έπεσαν όλαι επί του στόχου. Πριν όμως αρχίση η δια του πυροβόλου βολή, οι άνδρες του ξένου φορτηγού είχαν καθελκύσει τας λέμβους και απεμακρύνοντι δι’ αυτών ενώ άλλοι είχον ριφθή εις την θάλασσαν και προσεπάθουν να εξέλθουν εις την ξηράν κολυμβώντες. Όταν ήρχισε η βολή, μερικοί εκ των τελευταίων αυτών, ηναγκάσθησαν ν’ ανοιχθούν προς το πέλαγος και να κολυμβούν προς την κατεύθυνσιν του υποβρυχίου, ώστε να ευρίσκονται εις τον νεκρόν τομέα της βολής. Το υποβρύχιον συνέλαβε πέντε εξ αυτών μεταξύ των οποίων και τον Ισπανόν πλοίαρχον του σκάφους, ο οποίος ήτο τραυματισμένος, και αφού δι’ αναποδήσεως των μηχανών απεμακρύνθη της ακτής, εχάραξε πορείαν προς το Τρίκερι.
Από τους πέντε συλληφθέντες οι τέσσαρες ήσαν Έλληνες. Όλοι αυτοί υπεβλήθησαν μετ’ ολίγον εις ανάκρισιν από τον κυβερνήτην, αφού προηγουμένως το πλήρωμα τους παρέσχεν πάσα περιποίησιν, τους ενέδυσε με καινουργή ρούχα, τους περιποιήθη τα τραύματά των και τους άνοιξε κομπόστες και κονσέρβες. Ο Ισπανός κυβερνήτης παρέσχεν όλας τας πληροφορίας αι οποίαι του εζητήθησαν, αλλ’ είχε την περιέργειαν να μάθη που θα τους επήγαινε το υποβρύχιον. Όταν δε έμαθε ότι θα τους μετέφερον εις την Μέσην Ανατολήν, εις τους Άγγλους, δυσηρεστήθη, διότι δεν ήθελε να αποκαλυφθή ότι το πλοίον του ειργάζετο εις την υπηρεσίαν των Γερμανών. Οι τέσσαρες Έλληνες ναυτεργάται εδικαιολογήθησαν ότι ηναγκάσθησαν να εργασθούν εις τους Γερμανούς, δια να θρέψουν τας οικογενείας των. Ο ένας εξ αυτών απεκάλυψεν μάλιστα και την λεπτομέρειαν ότι είχε τορπιλλισθή προ μηνός εις τα Θερμιά με ένα άλλο Ισπανικό σκάφος από ένα αμερικανικόν, όπως επίστευεν, υποβρύχιον. Τούτο έκαμε τον κυβερνήτην να ερωτήση με πολύ ενδιαφέρον δια τας λεπτομερείας του τορπιλλισμού εκείνου και να διαπιστώση ότι το φερώμενον ως αμερικανικόν δεν ήτο παρά ο «Κατσώνης».
Ο «Κατσώνης» αφού παρέμεινε επ’ ολίγον ακόμη χρόνον εις την περιοχήν της περιπολίας του, χωρίς να συναντήση άλλο εχθρικόν σκάφος, κατηυθύνθη εις Πόρτ – Σάϊτ, όπου και παρέδωσε εις μίαν Αγγλικήν βανζινάκατον τους αιχμαλωτισθέντας και έπειτα κατηυθύνθη εις Βηρυττόν, όπου έτυχε νέας θερμής υποδοχής.
Ολίγας ημέρας κατόπιν, απέπλευσε και πάλιν εις νέαν περιπολίαν, εις τα Ελληνικά ύδατα όπου είχε και το τραγικόν, αλλ’ ένδοξο τέλος του, του οποίου τας λεπτομερείας, εδώσαμεν ήδη εις το αναγνωστικόν μας κοινόν, δια των περιγραφών μας εις τα τεύχη 152, 153, και 154.
http://perialos.blogspot.gr/2012/09/blog-post_7.html
Πως το Υ/Β «Κατσώνης» εβύθισεν εις Θερμιά και Πλατανιά Βόλου δύο Ισπανογερμανικά σκάφη.
Άρθρο του 1950!
Από «ΤΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ» του Περί Αλός
Επ. Μπαμπούρης
Από τα αρχεία της ΕΘΕ (Ελληνική Θαλάσσια Ένωση).
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Ελλάς», τ. 211,
Μάιος 1950, ανατ. τ. 947 σ. 84. ΑΥΓ. 2012, εκδ. ΕΘΕ/ΓΕΝ.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση της ΕΘΕ.
Εις τα τεύχη της «Ναυτικής Ελλάδος» του Ιουνίου – Ιουλίου –Αυγούστου 1945 περιεγράφη η επιδρομή του υποβρυχίου μας «Κατσώνης» κατά του λιμένος του Γυθείου και η κατ’ αυτήν καταβύθισις ενός Ιταλικού εξωπλισμένου σκάφους, υπό την γνωστήν κωμικήν στάσιν των Ιταλών της φρουράς του Γυθείου, οι οποίοι φοβηθέντες συμμαχικήν απόβασιν, είχον πιάσει πανικόβλητοι τα βουνά.
Κατά την επιδρομήν εκείνην, ο «Κατσώνης» είχε βυθίσει κι ένα Ισπανικόν πλοίον, εις το στενό των Θερμίων, καθώς και ένα άλλο εις τας ακτάς του Πηλίου, εξ εκείνων τα οποία είχον τεθή εις την διάθεσιν των Γερμανικών δυνάμεων, δια την εξυπηρέτησιν των πολεμικών των αναγκών. Τα της καταβυθίσεως των πλοίων αυτών είναι εις τους πολλούς άγνωστα, διότι μετά το τραγικόν τέλος που είχε το ηρωϊκόν εκείνο υποβρύχιον οι ελάχιστοι επιζήσαντες εκ του γενναίου επιτελείου και πληρώματός του αξιωματικοί και άνδρες δεν εύρον την ευκαιρίαν να δώσουν ταύτα εις την δημοσιότητα.
Το πτωχόν μας όμως ιστορικόν αρχείον το οποίον εσχηματίσαμεν ευθύς μετά την απελευθέρωσιν ότε και οι αναμνήσεις των αξιωματικών και ανδρών οι οποίοι έζησαν τα γεγονότα ταύτα ήσαν ακόμη νωπαί, μας επιτρέπει σήμερον να δώσωμεν εις την δημοσιότητα μερικά σχετιζόμενα με το ωραίον εκείνο κατόρθωμα του «Κατσώνη».
Το υποβρύχιον μετά την επιδρομήν του κατά του Ιταλοκρατουμένου Γυθείου και την καταβύθισιν του Ιταλικού βοηθητικού πλοίου ηνοίχθη εις το πέλαγος και αφού παρέκαμψε τον Μαλέαν κατηυθύνθη προς τα Θερμιά. Ο πλους του προς τα εκεί εγένετο κυρίως την νύκτα εν επιφανεία. Η θάλασσα ήτο ήρεμος και μία ασυνήθης δια την εποχήν γαλήνη, επλανάτο καθ’ όλην την έκτασίν της. Ο μόλις υποπνέων ασθενής βορράς, ερρυτίδωνε ελαφρώς την επιφάνειάν της την οποίαν εφώτιζε αμυδρά το ωχρόν φως της σελήνης, που έγερνε προς την δύσιν της.
Εις άλλας ημέρας, την εποχήν εκείνην, δι’ όσους εταξείδευον εις το Αιγαίον ήσαν συνήθεις οι κρότοι των μοτέρ των Γερμανικών αεροπλάνων που πηγαινοήρχοντο τότε μεταξύ Αθηνών και Κρήτης, αλλά την εσπέραν εκείνην μία βουβαμάρα ηπλώνετο εις τον ουρανόν της περιοχής εκ της οποίας διήρχετο το σκάφος. Τούτο απετέλει ευτυχή συγκυρίαν διότι οι άνδρες του «Κατσώνη» είχον την ευκαιρία να αναπνέουν χορταστικά το οξυγόνον της ατμοσφαίρας, το οποίον αναμεμιγμένον με το ιώδιον της θαλάσσης κατήρχετο από τας ανοικτάς καταπακτάς του καταστρώματος εις το εσωτερικόν του σκάφους.
Την 4ην πρωϊνήν το υποβρύχιον επλησίασε εις την περιοχήν των Θερμιών και κατεδύθη εν όψει των ακτών της νησίδος, η οποία διεκρίνετο ως μία μελανοτέρα κηλίς μέσα εις το μελανόν πρωϊνόν μούχρωμα, εγκαταστήσαν εκεί ενέδραν, δια την ενδεχομένην διάβασιν εχθρικού σκάφους εξ εκείνων τα οποία εχρησιμοποίουν συνήθως τον δρόμον αυτόν δια τον ανεφοδιασμόν των εις τας νήσους γερμανοϊταλικών φρουρών.
Την 9ην πρωϊνήν εις το περισκόπιον εσημειώθη καπνός και εσημάνθη αμέσως πολεμική έγερσις. Ο κυβερνήτης, - ο αείμνηστος Λάσκος, - έδωσε τότε τα στοιχεία της νέας πορείας του σκάφους και ητοιμάσθη δια την επίθεσιν.
Το υποβρύχιον επλησίασε προς το εμφανισθέν ύποπτον σκάφος κα αφού ανεγνώρισε τούτο ως εν εκ των χρησιμοποιουμένων υπό των Γερμανών δια μεταφοράς πλοίων, εξεσφενδόνισε κατ’ αυτού δύο τορπίλλας, αι οποίαι και το έπληξαν εις το μέσον.
Όταν ηκούσθησαν οι χαρακτηριστικοί κρότοι των τορπιλλών, ο κυβερνήτης απετόλμησε μίαν ακόμη παρατήρησιν δια του περισκοπίου και αφού εβεβαιώθη ότι το σκάφος είχεν όντως πληγή διέταξεν ανάδυσιν και εξόρμησιν δια του πυροβόλου. Δεν παρέστη όμως ανάγκη αυτού, διότι όταν η ομοχειρία του πυροβόλου έφθανεν εις τας θέσεις της, το εχθρικόν σκάφος είχε σηκώσει την πρώραν του προς τα άνω και εβυθίζετο με την πρύμναν.
Δεξιά και αριστερά αυτού διεκρίνοντο μερικαί λέμβοι πλήρεις ανδρών, αι οποίαι προσεπάθουν ν’ απομακρυνθούν δια να μη παρασυρθούν από την δίνην του σκάφους. Το υποβρύχιον κατεδύθη αμέσως και αφού απεμακρύνθη περί τα δύο μίλλια, διέκρινε δια του περισκοπίου του δύο αεροπλάνα τα οποία ήρχοντο προς την κατεύθυνσιν του βυθιζομένου σκάφους. Η παρουσία των αεροπλάνων έθετε εις κίνδυνον τον «Κατσώνη» και δια τούτο έσπευσε να κατέλθη εις μεγαλύτερον βάθος και ν’ απομακρυνθή προς νότιο-ανατολικά, τραπέν τέλος προς την Βηρυττόν η οποία χρησιμοποιείτο ως βάσις των υποβρυχίων μας. Πλησιάζον προ της Κύπρον και ενώ ευρίσκετο 100 μίλλια μακράν ταύτης, ανέφερε δια του ασυρμάτου εις το εν Μάλτα Αγγλικόν Αρχηγείον των υποβρυχίων ότι έπλεε προς την Βηρυττόν, με αποτέλεσμα την βύθισιν δύο εχθρικών σκαφών, ενός πολεμικού κι ενός φορτηγού.
Το τηλεγράφημα τούτο καθησύχασε τας συμμαχικάς Αρχάς, αι οποίαι, εν τω μεταξύ είχον ανησυχήσει διότι το σκάφος έπρεπε να είχε επαναπλεύσει εις την βάσιν του προ δύο ημερών και εις το διάστημα τούτο δεν είχε δώσει σημεία υπάρξεως. Τα του επανάπλου του εις Βηρυττόν, ανέφερε δια τηλεγραφήματός του και εις την εκεί Βάσιν Υποβρυχίων, εις την οποίαν όταν έφθασε εύρε μεγάλην υποδοχήν, τόσον από τα πληρώματα των άλλων Ελληνικών και Αγγλικών υποβρυχίων τα οποία ώρμουν εκεί, όσον και από τον γηγενή πληθυσμόν.
Το «Κορινθία» το οποίο χρησιμοποιείτο ως βάσις υποβρυχίων είχε τόσον κόσμον μέσα από Άγγλους και Έλληνας ναύτας και αραπάδες ώστε έγερνε προς την αριστεράν πλευράν από το βάρος των καθώς αυτοί ήσαν συγκεντρωμένοι εις αυτήν δια να χαιρετήσουν και ζητωκραυγάσουν τους άνδρας του εισπλέοντος «Κατσώνη».
Όταν το υποβρύχιον επλεύρισεν εις το «Κορινθία» όλος εκείνος ο κόσμος επήδησε σχεδόν εις το υποβρύχιον κι ήρχισε να καταφιλή τους άνδρας του παρά τα μεγάλα των γένεια και την φοβεράν απλυσιάν των 22 ημερών της περιπολίας και να τους ερωτά δια τα καθέκαστα. Το σκάφος επεσκέφθη και ο τότε ΑΔΥ πλοίαρχος κ. Κώνστας, την δε επομένην ημέραν έφθασε εκ Μάλτας εις Βηρυττόν με αεροπλάνον και ο Άγγλος Ναύαρχος, αρχηγός των Συμμαχικών υποβρυχίων, ο οποίος αφού επεθεώρησε όλα τα πληρώματα των υποβρυχίων εις το κατάστρωμα της «Κορινθίας» εφόρεσε μία φόρμαν και κατήλθε εις το «Κατσώνην» τον οποίον και επεθεώρησε μετά πολλού ενδιαφέροντος. Ήτο ένας κατακόκκινος Άγγλος μετρίου αναστήματος με γαλανά και σπινθηροβόλα μάτια, ο οποίος έδειξεν όλην του την χαράν και εκτίμησιν προς το Ελληνικόν Ναυτικόν.
Αφού παρέμεινε εις Βηρυττόν επί εικοσαήμερον προς ανάπαυσιν του πληρώματος του και επιθεώρησιν των εγκαταστάσεών του, απέπλευσεν δια νέαν περιπολίαν χωρίς να αναμείνη την αντικατάστασιν του πυροβόλου δια καλυτέρου τούτου, συμφώνως προς ληφθείσαν απόφασιν, διότι η προς τούτο έγκρισις εβράδυνε να δοθή υπό του εν Μάλτα συνδέσμου.
Το υποβρύχιον, διήλθεν εκ Κύπρου και από τον στενόν Ρόδου –Κρήτης, εισήλθεν εις το Αιγαίον, με εντολήν να περιπολήση εις την περιοχήν Σκιάθου.
Διαρκούσης της εκεί περιπολίας του και κατά τας πρώτας ώρας ενός απογεύματος ο υδροφωνητής ανέφερε ότι, προς διεύθυνσιν 180ο προς τα αριστερά της πορείας του, ηκούετο ήχος έλικος εμπορικού σκάφους. Την ώραν εκείνην ο «Κατσώνης» ευρίσκετο ανοικτά από την Πλατανιάν της Μαγνησίας και εις απόστασιν ενός και ημίσεος μιλλίου από της ακτής, αναμένον την διέλευσιν εχθρικών μεταγωγικών πλοίων, τα οποία εκινούντο κατά μήκος των ακτών από της Θεσσαλονίκης προς την Νότιον Ελλάδα, δια των Ωρεών και του στενού της Χαλκίδος, δια να τους επιτεθή.
Με την αναφοράν του υδροφωνητού, το σκάφος ανήλθεν εις μικρόν βάθος και δια του περισκοπίου διέκρινεν εν εμπορικόν πλοίον, μέσης χωρητικότητος να πλέη ολοταχώς προς νότον. Ο κυβερνήτης, ο οποίος ενήργησε προσωπικώς την περισκοπικήν παρατήρησιν, ηκούσθη τότε να λέγη:
- «Τι πράγμα, είν’ αυτό; Η σημαία του, ούτε Γερμανική, ούτε Ιταλική είναι….» και περιστρέφων εκ των λαβών του το περισκόπιον, προσέθεσεν:
- «Δώσε μου το δέρμα για να καθαρίσω τον φακόν»
Επρόκειτο περί δέρματος δορκάδος από εκείνα με τα οποία είναι εφωδιασμένα όλα τα υποβρύχια, δια να καθαρίζουν τους φακούς του περισκοπίου, όταν καλυφθούν από υδρατμούς, και το οποίον ο ναύτης σηματωρός που ήτο πλησίον εις τον πυργίσκον του το έδωσε αμέσως.
Ο κυβερνήτης αφού εκαθάρισε τους φακούς, ηκούσθη να φωνάζη εκ νέου:
- «Είναι Ισπανιόλος ο φιλαράκος μας. Νομίζει πως επειδή έχει την ουδέτερη σημαία ζωγραφισμένη στα πλευρά του μπορεί να κάνει μεταφορές του Γερμανικού Στρατού. Θα τον κανονίσω τώρα για τα καλά…»
Υπήρχαν πράγματι εις τας Συμμαχικάς αρχάς πληροφορίαι ότι δέκα Ισπανικά φορτηγά ειργάζοντο εις την υπηρεσία των Γερμανικών Στρατιωτικών Μεταφορών κεκαλυμμένα κάτω από την ουδετέραν σημαίαν της πατρίδος των. Ήτο τούτο μια απάτη που δεν ηδύνατο να ξεγελάση όλους εκείνους που είχον πλεγμένον πυκνόν το δίκτυον της κατασκοπείας εις την υπόδουλον Ελλάδα.
Αι προς τα υποβρύχια διαταγαί συνίστατο να βυθίζουν τα πλοία αυτά όπου και αν τα συνήντων. Οι Άγγλοι μάλιστα, ήσαν εκ κυριολεξία «σκυλιασμένοι» διότι, ενώ εγνώριζον την «μηχανήν» αυτήν των Ισπανογερμανών, δεν ηδύναντο ποτέ να συναντήσουν εις τας υποβρυχιακάς των περιπολίας κανέν από τα περίεγα αυτά «ουδέτερα» σκάφη.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς με πόσην χαράν εχαιρέτησε το επιτελείο και το πλήρωμα του «Κατσώνη» την ευτυχήν εκείνην συγκυρίαν του να συναντήσουν το Ισπανικόν αυτό πλοίον, το οποίο ως απεδείχθη κατόπιν ήτο το δεύτερον κατά σειράν, το οποίον η τύχη τους έφερε εις την πρώραν. Δια της καταβυθίσεώς του δεν θα εστέρουν μόνον τους Γερμανούς από ένα φορτηγόν, αλλά θα ηυχαρίστουν και τους Συμμάχους μας Άγγλους.
Και με περισσότερον έκδηλον την χαράν αυτήν εις το πρόσωπον ο Κυβερνήτης εσήμανε πολεμικήν έγερσιν. Οι άνδρες ευρέθησαν αμέσως εις τας θέσεις των. Ήρχισαν οι απαραίτητοι χειρισμοί δια την επίθεσιν και μετ’ ολίγον δύο τορπίλλαι εγκατέλειπον τους τορπιλλοβλητικούς σωλήνας του σκάφους δια τα πλευρά του Ισπανικού πλοίου. Η μία εξ αυτών όμως, έκαμε άλματα εις την επιφάνειαν και ο Ισπανός κυβερνήτης, αντιληφθείς αυτήν από τους αφρούς της, έφερε το πηδάλιον όλο δεξιά και προσεπάθησε να την αποφύγη.
Η απότομος στροφή του Ισπανικού έφερε εις δύσκολον θέσιν το υποβρύχιον, διότι δεν έβλεπε πλέον το υπό Ισπανικήν σημαίαν εχθρικόν σκάφος, παρά από την πρύμνην του. Τότε ο Κυβερνήτης του Ελληνικού υποβρυχίου, του οποίου χαρακτηριστική ήτο η ριψοκίνδυνος τόλμη, διέταξεν ταχεία ανάδυσιν, ετοιμασίαν των υπ’ αριθ. 3 και 4 τορπιλλών και επίθεσιν δια του πυροβόλου. Ενώ όμως το υποβρύχιον αναδύετο, το Ισπανικόν ετρέπετο ολοταχώς προς την ακτήν της Πλατανιάς, εις την οποίαν και προσήραξε. Ταυτοχρόνως όμως και ενώ κατηυθύνετο προς την ξηράν, κατεβίβαζε τας λέμβους του. Το υποβρύχιον έπλευσε τότε ολοταχώς και έλαβε θέσιν προς νότον, και εις απόστασιν 600 μέτρων από της ακτής, οπόθεν και εξεσφενδόνισεν κατά του εχθρικού σκάφους, την μία των τορπιλλών του. Αυτή όμως αν και προσέκρουσεν εις τα πλευρά του, δεν εξερράγη, αλλ’ ακολουθήσασα παραλλήλως το σκάφος διωλίσθησε δια τας πρώρας κα προσήραξεν εις την αμμουδιάν.
Οι άνδρες του υποβρυχίου οι οποίοι είχαν ανέλθει εις το κατάστρωμα δια τον χειρισμόν του πυροβόλου, την παρηκολούθουν εις την ακτήν με την έλικά της περιστρεφομένην και ανυφώνουσαν πίδακας αφρών. Δεν υπήρχε καιρός προς απώλειαν, διότι το υποβρύχιον εκινδύνευε να βληθή και από τα Γερμανικά φυλάκια της Πλατανιάς με κοινά ακόμη όπλα. Δι’ ό και ήρχισε να βάλλη με το πυροβόλον του δια να αχρηστεύση μίαν ώραν ενωρίτερον τον περίεργον εκείνον «ουδέτερον εχθρόν». Ερρίφθησαν εναντίον του 42 βολαί, αι οποίαι και έπεσαν όλαι επί του στόχου. Πριν όμως αρχίση η δια του πυροβόλου βολή, οι άνδρες του ξένου φορτηγού είχαν καθελκύσει τας λέμβους και απεμακρύνοντι δι’ αυτών ενώ άλλοι είχον ριφθή εις την θάλασσαν και προσεπάθουν να εξέλθουν εις την ξηράν κολυμβώντες. Όταν ήρχισε η βολή, μερικοί εκ των τελευταίων αυτών, ηναγκάσθησαν ν’ ανοιχθούν προς το πέλαγος και να κολυμβούν προς την κατεύθυνσιν του υποβρυχίου, ώστε να ευρίσκονται εις τον νεκρόν τομέα της βολής. Το υποβρύχιον συνέλαβε πέντε εξ αυτών μεταξύ των οποίων και τον Ισπανόν πλοίαρχον του σκάφους, ο οποίος ήτο τραυματισμένος, και αφού δι’ αναποδήσεως των μηχανών απεμακρύνθη της ακτής, εχάραξε πορείαν προς το Τρίκερι.
Από τους πέντε συλληφθέντες οι τέσσαρες ήσαν Έλληνες. Όλοι αυτοί υπεβλήθησαν μετ’ ολίγον εις ανάκρισιν από τον κυβερνήτην, αφού προηγουμένως το πλήρωμα τους παρέσχεν πάσα περιποίησιν, τους ενέδυσε με καινουργή ρούχα, τους περιποιήθη τα τραύματά των και τους άνοιξε κομπόστες και κονσέρβες. Ο Ισπανός κυβερνήτης παρέσχεν όλας τας πληροφορίας αι οποίαι του εζητήθησαν, αλλ’ είχε την περιέργειαν να μάθη που θα τους επήγαινε το υποβρύχιον. Όταν δε έμαθε ότι θα τους μετέφερον εις την Μέσην Ανατολήν, εις τους Άγγλους, δυσηρεστήθη, διότι δεν ήθελε να αποκαλυφθή ότι το πλοίον του ειργάζετο εις την υπηρεσίαν των Γερμανών. Οι τέσσαρες Έλληνες ναυτεργάται εδικαιολογήθησαν ότι ηναγκάσθησαν να εργασθούν εις τους Γερμανούς, δια να θρέψουν τας οικογενείας των. Ο ένας εξ αυτών απεκάλυψεν μάλιστα και την λεπτομέρειαν ότι είχε τορπιλλισθή προ μηνός εις τα Θερμιά με ένα άλλο Ισπανικό σκάφος από ένα αμερικανικόν, όπως επίστευεν, υποβρύχιον. Τούτο έκαμε τον κυβερνήτην να ερωτήση με πολύ ενδιαφέρον δια τας λεπτομερείας του τορπιλλισμού εκείνου και να διαπιστώση ότι το φερώμενον ως αμερικανικόν δεν ήτο παρά ο «Κατσώνης».
Ο «Κατσώνης» αφού παρέμεινε επ’ ολίγον ακόμη χρόνον εις την περιοχήν της περιπολίας του, χωρίς να συναντήση άλλο εχθρικόν σκάφος, κατηυθύνθη εις Πόρτ – Σάϊτ, όπου και παρέδωσε εις μίαν Αγγλικήν βανζινάκατον τους αιχμαλωτισθέντας και έπειτα κατηυθύνθη εις Βηρυττόν, όπου έτυχε νέας θερμής υποδοχής.
Ολίγας ημέρας κατόπιν, απέπλευσε και πάλιν εις νέαν περιπολίαν, εις τα Ελληνικά ύδατα όπου είχε και το τραγικόν, αλλ’ ένδοξο τέλος του, του οποίου τας λεπτομερείας, εδώσαμεν ήδη εις το αναγνωστικόν μας κοινόν, δια των περιγραφών μας εις τα τεύχη 152, 153, και 154.
http://perialos.blogspot.gr/2012/09/blog-post_7.html
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.