Ο μετρ της ανατριχίλας Στίβεν Κινγκ είχε γράψει παλιότερα (με το ψευδώνυμο Μπάκμαν) την «Οργή», ένα μυθιστόρημα για ένα οργισμένο γ...
Ο μετρ της ανατριχίλας Στίβεν Κινγκ είχε γράψει παλιότερα (με το ψευδώνυμο Μπάκμαν) την «Οργή», ένα μυθιστόρημα για ένα οργισμένο γυμνασιόπαιδο που θέλοντας να εκδικηθεί την πειθαρχική αποβολή του πυροβολεί τον καθηγητή των μαθηματικών και κρατά ομήρους τους συμμαθητές του σε ένα σχολείο του Μέιν.
Ήταν όμως και το άλλο, ότι ένας από τους πρώτους έφηβους μακελάρηδες βρήκε την έμπνευσή του μέσα από τις σελίδες της «Οργής». Δεν ήταν μόνο το αντίτυπο που βρέθηκε στο σχολικό ντουλάπι του ούτε η εξομολόγηση του ίδιου του Λουκαΐτις, ήταν κυρίως ότι κατά τη διάρκεια της ομηρίας φώναξε χαιρέκακα στους συμμαθητές του μια φράση που αποδίδεται -λανθασμένα!- στο βιβλίο του Κινγκ: «Αυτό σίγουρα κερδίζει την άλγεβρα, έτσι δεν είναι;».
Αφού είδε και ξαναείδε και τους «Γεννημένους Δολοφόνους» («Natural Born Killers» - 1994), δύο χρόνια αργότερα ήταν έτοιμος για τη μαύρη κίνηση που θα εγκαθίδρυε τα σχολικά μακελειά ως εφηβική μόδα στις ΗΠΑ.
Δύο μαθητές και μια καθηγήτρια μαθηματικών έπεσαν νεκροί το 1996 από το χέρι του 15χρονου μανιακού «μεσσία» Μπάρι Ντέιλ Λουκαΐτις. Ντυμένος σαν πιστολέρο της Άγριας Δύσης, τα εξάσφαιρά του ξέρασαν αίμα και θάνατο και τώρα η αμερικανική κοινωνία έψαχνε να εξηγήσει τα ανεξήγητα.
Παρά Το γεγονός ότι δεν ήταν το χειρότερο σχολικό μακελειό που θα γνώριζε δυστυχώς η Αμερική, η περίπτωσή του ήταν αναμφίβολα μια από τις πρώτες εκδηλώσεις της εφηβικής μανίας κατά του σχολικού περιβάλλοντος και μελετήθηκε εκτεταμένα στην προσπάθεια μιας κοινωνίας να μην ξαναζήσει τα ίδια.
Εφοδιασμένος με τα δύο περίστροφα και το τουφέκι του πατέρα του, αλλά και 78 σφαίρες στις τσέπες του, κατέφτασε στο σχολικό συγκρότημα έτοιμος για όλα. Τα θύματά του ήταν δυο αγόρια συμμαθητές του, αλλά και η καθηγήτρια των μαθηματικών που έλυνε εκείνη την ώρα ένα πρόβλημα στον πίνακα. Ένα ακόμα κορίτσι τραυματίστηκε από τους πυροβολισμούς, αλλά γλίτωσε τη ζωή της.
Ο Λουκαΐτις κράτησε κατόπιν ομήρους όλη την τάξη, μέχρι να επέμβει τουλάχιστον ο γυμναστής και να λήξει το παράλογο αυτό περιστατικό που τόσο συγκλόνισε το παγκόσμιο κοινό. Ο νεαρός μακελάρης απέδιδε ατάραχος το τριπλό φονικό στις αλλαγές των διαθέσεών του, λέγοντας κατόπιν πως του φαινόταν αστείο να πιάσει τα όπλα και να αφαιρέσει ανθρώπινες ζωές.
Όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους με την καταδίκη του σε δις ισόβια και άλλα 205 χρόνια χωρίς δυνατότητα αναστολής, ήταν αυτό το τραγούδι που σιγομουρμούριζε συνεχώς που μπήκε στο στόχαστρο μιας κοινωνίας που έχοντας ανοιχτές τις πληγές προσπαθούσε να καταλάβει πώς δεν θα τις ξαναζούσε.
Ο Μπάρι τραγουδούσε το «Jeremy» των Pearl Jam, απολαμβάνοντας να διηγείται μουσικά την ιστορία του νεαρού που αφαιρεί τη ζωή του μπροστά στους συμμαθητές και τους δασκάλους του…
Πρώτα χρόνια
Ο Μπάρι Ντέιλ Λουκαΐτις γεννιέται στις 26 Φεβρουαρίου 1981 μέσα σε δυσλειτουργική οικογένεια. Ο μικρός πέρασε τα πρώτα του χρόνια στην Αϊόβα και τη Μινεσότα, πριν η οικογένεια μετακομίσει στην κωμόπολη Moses Lake της Ουάσιγκτον. Εκεί οι γονείς του λειτουργούσαν ένα παγωτατζίδικο, αν και κάτω από το περίβλημα της κανονικότητας κρύβονταν οι ταραγμένες σχέσεις των γονέων αλλά και το ιστορικό της ψυχασθένειας.
Ο Μπάρι μεγάλωσε σε ένα σπιτικό όπου ο πατέρας διατηρούσε μακροχρόνια εξωσυζυγική σχέση και η μητέρα απειλούσε συνεχώς πως θα αυτοκτονήσει για τη συζυγική απιστία. Η ίδια καλούσε και τον μικρό να δώσει τέλος στη ζωή του για να καταστρέψει τη ζωή του πατέρα του.
Τον Ιανουάριο του 1996 μάλιστα η μητέρα ενημέρωσε τον Μπάρι ότι η διπλή αυτοκτονία τους μπροστά στον πατέρα και την ερωμένη του έπρεπε να λάβει χώρα ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου: «Θα τους δέσουμε σε μια καρέκλα και θα σκοτωθούμε μπροστά τους», του έλεγε διαρκώς. Τον ίδιο μήνα, λίγες μέρες πριν από το τριπλό φονικό δηλαδή, η μητέρα κατέθεσε αίτηση διαζυγίου από τον εδώ και έναν χρόνο εν διαστάσει σύζυγό της.
Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη μίλησε για κατάθλιψη, μια πάθηση με μακρύ ιστορικό τόσο στην πατρική όσο και τη μητρική οικογένεια. Ο Μπάρι έπαιρνε αντικαταθλιπτικά εδώ και κάμποσο καιρό και ζούσε τώρα με τη δίψα της εκδίκησης έναντι όλων αυτών που τον ξυλοφόρτωναν και του έκαναν τη σχολική μέρα κόλαση.
Όπως είπε και ο ίδιος, εκείνη τη μοιραία μέρα ήθελε πράγματι να σκοτώσει τον νταή της τάξης, τον Μανουέλ Βέλα, αν και απέδωσε όλους τους άλλους θανάτους στην έξαψη της στιγμής. Η ψυχιατρική εκτίμηση κατέληξε πως η επιδείνωση της ψυχικής του υγείας από την κακοποίηση των συμμαθητών του, σε συνδυασμό με την εκδίκηση που έψαχνε ο μικρός, ήταν αυτά που όπλισαν το χέρι του σε ένα από τα πρώτα και πολύκροτα μακελειά των ΗΠΑ, το οποίο θα έβρισκε σύντομα πολλούς και καλύτερα οργανωμένους μιμητές…
Το μακελειό
Ήταν στις 2 Φεβρουαρίου 1996 όταν ο 15χρονος Λουκαΐτις φόρεσε τις καουμπόικες μπότες του, το καπέλο και τη μακριά μαύρη καμπαρντίνα του πατέρα του, ώστε να κρύψει από κάτω το κυνηγετικό του τουφέκι και τα δυο περίστροφα. Οι τσέπες του ήταν γεμάτες με 78 φυσίγγια όταν βγήκε για το φονικό του σεργιάνι. Εκείνη τη μέρα δεν πήρε το λεωφορείο, παρά περπάτησε μέχρι το σχολείο βάζοντας τις τελευταίες πινελιές του δολοφονικού του σχεδίου.
Όταν άνοιξε την πόρτα της τάξης του καταφτάνοντας αργοπορημένος, πυροβόλησε πισώπλατα την καθηγήτρια της άλγεβρας, η οποία έλυνε μια εξίσωση στον πίνακα. Η άτυχη γυναίκα πέθανε επιτόπου. Μέσα στον πανικό που προκλήθηκε, εκείνος γύρισε ατάραχος στους συμμαθητές του και αστειεύτηκε: «Αυτό σίγουρα κερδίζει την άλγεβρα, έτσι δεν είναι;». Κανείς δεν γέλασε.
Μετά πυροβόλησε δύο συμμαθητές του, με τους οποίους είχε ανοιχτούς λογαριασμούς, και τραυμάτισε ένα κορίτσι. Δεν είχε όμως τελειώσει: τώρα τους κρατούσε όλους ομήρους και σκόπευε να χρησιμοποιήσει έναν από δαύτους ως ανθρώπινη ασπίδα για να διαφύγει από το σχολείο.
Μέσα στους πυροβολισμούς, μπήκε στην αίθουσα ο καθηγητής της γυμναστικής, ο οποίος προσφέρθηκε να πάρει αυτός τη θέση του ομήρου που απειλούσε με το πιστόλι του ο Λουκαΐτις. Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν κάνα δεκάλεπτο, όταν ο 15χρονος αντικατέστησε το παιδί με τον γυμναστή ως όμηρό του.
Παρά το γεγονός ότι του είχε κολλήσει το πιστόλι στον κρόταφο, ο γυμναστής κατάφερε να τον αφοπλίσει, δίνοντας χρόνο στους συμμαθητές του να βγουν με ασφάλεια έξω από την τάξη. Κράτησε μάλιστα τον δράστη δεμένο χειροπόδαρα μέχρι να φτάσει η αστυνομία και να του περάσει χειροπέδες.
Η δασκάλα και τα δυο αγόρια ήταν ήδη νεκρά όταν έφτασαν τα ασθενοφόρα. Το κορίτσι, παρά τα τραύματα σε χέρι και κοιλιά, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και γλίτωσε τελικά τη ζωή της…
Η δίκη
Τον Ιούνιο του 1996, το Εφετείο της κομητείας είχε μια σοβαρή απόφαση να πάρει: αν θα δίκαζε τον 15χρονο Μπάρι ως παιδί ή ως ενήλικο. Στις 2 Ιουλίου, το Εφετείο εξουσιοδότησε τον τακτικό δικαστή να ζητήσει ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη για την ψυχική κατάσταση του δράστη, ώστε να αποφασιστεί η τύχη του, μιας και ο έφηβος είχε ήδη επικαλεστεί παραφροσύνη αποδίδοντας το αιματοκύλισμα στην κυκλοθυμία που προκαλούσε η κατάθλιψή του.
Λάδι στη δικαστική φωτιά έριξε η παραδοχή του ίδιου του Λουκαΐτις ότι προσπαθούσε να φτιάξει τη ζωή του στα πρότυπα του έφηβου ήρωα της «Οργής» του Στίβεν Κινγκ που σκοτώνει δυο καθηγητές μαθηματικών και πιάνει ομήρους όλη την τάξη. Η καταδικαστική ετυμηγορία ήρθε στις 24 Σεπτεμβρίου 1997, όταν ο 16χρονος πια καταδικάστηκε σε δις ισόβια και άλλα 205 χρόνια χωρίς δυνατότητα αναστολής της ποινής.
Οι συγγενείς των θυμάτων έκλαιγαν και αγκαλιάζονταν. «Οποιαδήποτε απόφαση θα ήταν τραγωδία», είπε η μητέρα ενός εκ των δολοφονηθέντων παιδιών, «δεν υπάρχει αίσιο τέλος εδώ».
Ο έφηβος φονιάς μεταφέρθηκε σε σωφρονιστικό κατάστημα της Ουάσιγκτον, όπου και παραμένει ως σήμερα. Το 1999 μάλιστα ο ίδιος άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, το Εφετείο αρνήθηκε ωστόσο να εκδικάσει το αίτημά του…
www.newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.