Tα Χριστούγεννα του 1941 ήταν από τα πιο τραγικά στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Μια χώρα κατακτημένη. Κάτω από την μπότα της τριπλής κ...
Tα Χριστούγεννα του 1941 ήταν από τα πιο τραγικά στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία.
Μια χώρα κατακτημένη. Κάτω από την μπότα της τριπλής κατοχής, γερμανικής, ιταλικής, βουλγαρικής.
Κι ένας λαός, νικητής μόλις πριν από ένα χρόνο εκεί στα βουνά της Αλβανίας, τώρα ταπεινωμένος και πεινασμένος.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κυρίως παιδιά, άφηναν την τελευταία τους πνοή στα πεζοδρόμια της πρωτεύουσας μπροστά στα μάτια των ανήμπορων περαστικών που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γιατί κι αυτοί πεινούσαν…
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και ο κλοιός που έχουν σχηματίσει γύρω από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη και την Ελλάδα οι βρετανικές δυνάμεις αποκλείοντας τη μεταφορά κάθε εμπορεύματος. Στις αρχές Νοεμβρίου στην Αθήνα, στις άλλες μεγάλες πόλεις και τα νησιά εμφανίζονται τα πρώτα αποκρουστικά σημάδια της πείνας.
Και το Δεκέμβριο αρχίζει η μεγάλη τραγωδία, αφού μαζί με την πείνα θερίζει και το πρωτοφανές κύμα ψύχους σε μια πρωτεύουσα που δεν έχει τρόπο για να ζεστάνει τους κατοίκους της.
Εκείνο τον τραγικό χειμώνα του 1941-1942 η Ελλάδα πλήρωσε ακριβά τη ναζιστική κατοχή με χιλιάδες νεκρούς και με μεγάλα θύματα τα μικρά ελληνόπουλα.
«Δεν φαίνεται πουθενά ελπίδα»
23 Νοεμβρίου 1941: Βλέπομε τα πρώτα οιδήματα πείνης. Ακόμα και τα χόρτα γίνονται δυσεύρετα. Παύουν οι κρατικές διανομές των λίγων τροφίμων με το δελτίο. Ο λαός έχει πέσει σε μαύρη απελπισία. Δεν φαίνεται πουθενά ελπίδα. Μοιρολατρικά περιμένει το χειρότερο.
23 Δεκεμβρίου: Διακόπτεται και η τροχιοδρομική συγκοινωνία.
27 Δεκεμβρίου: Η θερμοκρασία έχει πέσει κάτω από το μηδέν. Παγωμένα τα νερά. Εξαφανίζεται από την αγορά κάθε καύσιμη ύλη. Κι αν βρεις κάτι, δεν έχεις τα μέσα να το μαγειρέψεις.
Λένε ότι οι θάνατοι από πείνα στην Αθήνα περνούν τους χίλιους την ημέρα.
Το ηθικό του λαού πέφτει συνεχώς.
Στο ταμείο και την αποθήκη δεν υπάρχει τίποτα.
Ο εκπρόσωπος της επιτροπής τής είπε τότε με μια αβέβαιη ελπίδα: Ξαναπεράστε αύριο, να ιδούμε τι μπορεί να γίνει.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί μπαίνει στο γραφείο ένας συνταξιούχος ηλικιωμένος στρατηγός.
Άλλοτε ευτραφής, κολυμπάει στο κοστούμι του, που κρέμεται απάνω του σαν άδειo σακί.
Ο επισκέπτης ακουμπάει πάνω στο γραφείο δύο σακουλάκια με χωριάτικο τραχανά και χυλοπίτες. Ήταν η «μερίδα της αγάπης» που ξεχώρισε από ένα δώρο που του έστειλε συμπατριώτης και παλιός στρατιώτης του.
Όταν ξαναήλθε, η επισκέπτρια πήρε χαρούμενη τα σακουλάκια που την περίμεναν για τα τρία παιδιά. Δεν υπήρχε καλύτερο και σπανιότερο φάρμακο για την περίπτωσή τους».
Από το κατοχικό ημερολόγιο Δ.Σ. Σταμάτης, «Χρονικό 1940-1950» (στις «Μαρτυρίες 41-44. Η Αθήνα της Κατοχής» τόμος Α).
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.