Δεν ήταν καθόλου αυτό που λέμε «συνηθισμένος» άνθρωπος (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει έστω ένας «συνηθισμένος» άνθρωπος) και, πολύ περ...
Δεν ήταν καθόλου αυτό που λέμε «συνηθισμένος» άνθρωπος (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει έστω ένας «συνηθισμένος» άνθρωπος) και, πολύ περισσότερο, δεν έζησε μια συνηθισμένη ζωή η Μαρία Βοναπάρτη (1882-1962).
Απόγονος του Ναπολέοντα (σ’ ένα ανέκδοτο σημείωμά της ισχυριζόταν πως ήταν η «τελευταία Βοναπάρτη») και σύζυγος του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδας, άφησε πίσω της, και κυρίως στην Ευρώπη του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, ένα ίχνος απολύτως προσωπικό και αναγνωρίσιμο.
Αυτή είναι η αρχή μιας μακριάς διαδρομής, που θα φέρει την ταραγμένη πριγκίπισσα στο ντιβάνι του πατέρα της ψυχανάλυσης.
«Είδα τον Φρόιντ σήμερα το απόγευμα», γράφει στις 30 Σεπτεμβρίου 1925, και ο τόνος της είναι σχεδόν σεισμικός. Εχει τη βεβαιότητα ότι μια νέα ζωή απλώνεται μπροστά της. Δεν είχε άδικο: Οι κύκλοι των ψυχαναλυτικών συνεδριών με τον Φρόιντ θα αποδώσουν καρπούς, θα γίνουν στενοί φίλοι παρά τη δική του αμφιθυμία, η ίδια θα γίνει ψυχαναλύτρια, και μάλιστα μια από τις πιο ξακουστές της εποχής της, και το 1938 θα δωροδοκήσει τοπικούς αξιωματούχους για να εξασφαλίσει τη διαφυγή του μεγάλου δασκάλου από τη ναζιστική Βιέννη.
Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τη μυθιστορηματική ζωή της Βοναπάρτη, υπάρχει στα ελληνικά η βιογραφία της από τη Σελιά Μπερτέν (εκδόσεις Ποταμός, μτφρ. Ρούλα Τσιτούρη). Και παρά τις μάλλον χλιαρές της σχέσεις με τη δεύτερη πατρίδα της, έχουμε το προνόμιο να την έχουμε, με έναν τρόπο, κοντά μας.
Πέθανε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1962, στο Σεν Τροπέ, χτυπημένη από καλπάζουσα λευχαιμία. Αποτεφρώθηκε στη Μασσαλία και οι στάχτες της μεταφέρθηκαν στο Τατόι, για να τοποθετηθούν στον τάφο όπου αναπαύεται ο πρίγκιπας Γεώργιος.
«Κι εσύ, θείο Τέλος, που όλα επιστρέφουν σε σένα και σβήνουν μέσα σου / Δέξου τα τέκνα σου στην έναστρη αγκαλιά σου, / Απάλλαξέ μας απ’ τον χρόνο, το πλήθος και τον χώρο, / Και πρόσφερέ μας την γαλήνη που η ζωή διασάλευσε».
Δεν ήταν καθόλου αυτό που λέμε «συνηθισμένος» άνθρωπος (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει έστω ένας «συνηθισμένος» άνθρωπος) και, πολύ περισσότερο, δεν έζησε μια συνηθισμένη ζωή η Μαρία Βοναπάρτη (1882-1962).
Απόγονος του Ναπολέοντα (σ’ ένα ανέκδοτο σημείωμά της ισχυριζόταν πως ήταν η «τελευταία Βοναπάρτη») και σύζυγος του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδας, άφησε πίσω της, και κυρίως στην Ευρώπη του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, ένα ίχνος απολύτως προσωπικό και αναγνωρίσιμο.
Η πρόσφατη μετάφραση στα ελληνικά του βιβλίου της Αλίξ Λεμέλ «Οι διακόσιες κλειτορίδες της Μαρίας Βοναπάρτη» (εκδόσεις Πατάκη, μτφρ. Γιώργος Καλαμαντής) εστιάζει εκ νέου το ενδιαφέρον σε μια από τις πιο συναρπαστικές όψεις του «μύθου» της Βοναπάρτη, που ήταν η στενή της φιλία με τον Σίγκμουντ Φρόιντ. Αφορμή για το βιβλίο υπήρξε ένα επιστημονικό ιατρικό άρθρο της Βοναπάρτη για τις ανατομικές αιτίες της γυναικείας ψυχρότητας, που δημοσιεύθηκε με ψευδώνυμο, τον Απρίλιο του 1924.
Αυτή είναι η αρχή μιας μακριάς διαδρομής, που θα φέρει την ταραγμένη πριγκίπισσα στο ντιβάνι του πατέρα της ψυχανάλυσης.
«Είδα τον Φρόιντ σήμερα το απόγευμα», γράφει στις 30 Σεπτεμβρίου 1925, και ο τόνος της είναι σχεδόν σεισμικός. Εχει τη βεβαιότητα ότι μια νέα ζωή απλώνεται μπροστά της. Δεν είχε άδικο: Οι κύκλοι των ψυχαναλυτικών συνεδριών με τον Φρόιντ θα αποδώσουν καρπούς, θα γίνουν στενοί φίλοι παρά τη δική του αμφιθυμία, η ίδια θα γίνει ψυχαναλύτρια, και μάλιστα μια από τις πιο ξακουστές της εποχής της, και το 1938 θα δωροδοκήσει τοπικούς αξιωματούχους για να εξασφαλίσει τη διαφυγή του μεγάλου δασκάλου από τη ναζιστική Βιέννη.
Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τη μυθιστορηματική ζωή της Βοναπάρτη, υπάρχει στα ελληνικά η βιογραφία της από τη Σελιά Μπερτέν (εκδόσεις Ποταμός, μτφρ. Ρούλα Τσιτούρη). Και παρά τις μάλλον χλιαρές της σχέσεις με τη δεύτερη πατρίδα της, έχουμε το προνόμιο να την έχουμε, με έναν τρόπο, κοντά μας.
Πέθανε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1962, στο Σεν Τροπέ, χτυπημένη από καλπάζουσα λευχαιμία. Αποτεφρώθηκε στη Μασσαλία και οι στάχτες της μεταφέρθηκαν στο Τατόι, για να τοποθετηθούν στον τάφο όπου αναπαύεται ο πρίγκιπας Γεώργιος.
Δεν ήθελε σταυρό, «ο σταυρός στο μνήμα του Γεωργίου φτάνει και για τους δύο μας...», παρά μόνο να χαραχθούν μερικοί στίχοι από το «Dies Irae» του Λεκόντ ντε Λιλ:
«Κι εσύ, θείο Τέλος, που όλα επιστρέφουν σε σένα και σβήνουν μέσα σου / Δέξου τα τέκνα σου στην έναστρη αγκαλιά σου, / Απάλλαξέ μας απ’ τον χρόνο, το πλήθος και τον χώρο, / Και πρόσφερέ μας την γαλήνη που η ζωή διασάλευσε».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.