Μαντώ Μαυρογένους Η απαράμιλλη ηρωίδα, της εθνεγερσίας του ΄21 ! Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος Μέσα απο την ηθική έξαρση, τον ηρ...
Μαντώ Μαυρογένους
Η απαράμιλλη ηρωίδα, της εθνεγερσίας του ΄21 !
Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Μέσα απο την ηθική έξαρση, τον ηρωισμό, την αυταπάρνηση για την πατρίδα και το μεγαλείο της επανάστασης ΄21, αναδύεται η δαφνοστεφανω-μένη μορφή της ακατάβλητης ηρωίδας Μαντούς (Μαγδαληνής) Μαυρογένους. Υπήρξε πρότυπο αυτοθυσίας, ανιδιοτέλειας, αγάπης για την πατρίδα και ενέπνευσε με το αδαμάντινο και ιδεοφόρο παράδειγμά της, στην παλιγγενεσία του έθνους, όχι μόνο τις ελληνίδες, αλλά και τις φιλέλληνες διανοούμενες της Ευρώπης. Η Μαντώ θυσίασε στον αγώνα για τον εξοπλισμό του στόλου μας, αλλά και την δημιουργία τμήματος πεζικού, την πελώρια περιουσία της απο χρυσά νομίσματα και ακίνητα της εποχής, μα πάνω απο όλα τα δροσερά της νιάτα, αφού πάνω στις πολιτικές ίντριγκες των μικροπολιτικών της επανάστασης, προσέκρουσε και εθραύσθη η λεπταίσθητη υγεία της. Για να λάβει τελικά άδικη αμοιβή απο την πατρίδα και να πεθάνει πάμπτωχη και λησμονημένη, αυτή η μεγάλη ελληνίδα αρχοντοπούλα, που το εμπνευστικό παράδειγμά της συνέγειρε ηθικά όλο τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής και η έξοχη με την αχλή της δόξας μορφή της, είχε περιβληθεί στις 24 πιο προβεβλημένες φυσιογνωμίες των επισημοτέρων αρχηγών της επανάστασης. Πως έχει όμως ο σύντομος, αλλά τόσο μεστός εθνικής ευπραξίας βίος της λαμπρής ελληνίδας;
Που βρίσκει όμως η απελεύθερη απο τους Τούρκους Ελλάδα, την μεγάλη ηρωίδα; Με το πέρας της επανάστασης η Μαντώ εγκαθίσταται στο Ναύπλιο (κατά τον Λαμπρινίδη η Μαντώ καταγράφεται ως κάτοικος Ναυπλίου στην απογραφή του πληθυσμού το 1824, ως εξής : «Αριθ. 319, Κοκώνα Μαντώ, μετά του αδελφού της, του θείου της και των υπηρετών της. Εν όλω άτομα έξ»). Ο απαράμιλλος κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας – που θα λάβει και ο ίδιος άδικη αμοιβή απο την πατρίδα για τις πελώριες υπηρεσίες του στην εθνική ανασυγκρότησή της μετά την επανάσταση, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος με την ίδια του τη ζωή – αισθανόμενος βαρύ το χρέος της Ελλάδας πρός την ακατάβλητη ηρωίδα, θα της αποδώσει τον τίτλο του αντιστρατήγου. Τον οποίον η Μαντώ είναι και η μοναδική ελληνίδα που τον φέρει μέχρι σήμερα, και θα της αναθέσει ακόμα την εποπτεία του Ορφανοτροφείου που ιδρύει στην Αίγινα. Την περίοδο αυτή θα αναπτυχθεί και ένας φλογερός έρωτας μεταξύ του πρίγκιπα Δημήτριου Υψηλάντη και της Μαντούς που γοητεύεται τόσο απο την απαράμιλλη αυτοθυσία της και τον ηρωισμό της για την πατρίδα, όσο και απο την ομορφιά της, την οποία αναμφίβολα γονιμοποιεί η σπάνια για την εποχή μόρφωσή της και η ευρωπαϊκή της κουλτούρα. Που ενώ για τον πρίγκιπα αποτελούν θέλγητρο και πόλο έλξης, για τις κοινωνικές υστερήσεις και στρεβλώσεις της μετεπαναστατικής Ελλάδας, ερμηνεύονται με κακοήθη τρόπο. Ο ενδεχόμενος ακόμα γάμος του πρίγκιπα Υψηλάντη με την ανιψιά του ηγέτη της Βλαχίας, ειναι προφανές ότι θα τον ισχυροποιήσει περαιτέρω πολιτικά – με την απόκτηση νέων ερεισμάτων στις Αυλές της Μολδοβλαχίας - και θα του ανοίξει ακόμα πιο πολύ το δρόμο, για την άνοδο στο στέμμα του νεότευκτου βασιλείου της Ελλάδος. Το γεγονός αυτό θορυβεί μεγάλο τμήμα της πολιτικής μας τάξης, που πολλές φορές έχει αμαυρώσει στο εξωτερικό την εικόνα της αγωνιζόμενης να αποτινάξει τον ζυγόν της σκλαβιάς πατρίδος, με τις ίντριγκες και τις ηθικές της ασχήμιες. Χαρακτηριστικές μάλιστα αυτών, η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, η απόπειρα καταδίκης των υποδειγμάτων δικαστικού ήθους Τερτσέτη και Πολυζωίδη και πολύ περισσότερο βεβαίως η απεχθής και ολέθερια για τα συμφέροντα του έθνους δολοφονία του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Περισσότερο θορυβημένος όλων ο Ιωάννης Κωλέττης, εκπρόσωπος εν άλλοις των γαλλικών συμφερόντων στην Ελλάδα, του ατύπως λειτουργούντος «γαλόφιλλου» κόμματος. Προσπαθεί έτσι με κάθε τρόπο αφενός μεν να διαβάλλει στον Υψηλάντη την Μαντώ, αφετέρου να τον τρομοκρατήσει για την ζωή του, αν επιμείνει σ΄ αυτήν την σχέση. Στην χυδαία αυτή προσπάθειά του, δεν θα διστάσει να οργανώσει ακόμα και απαγωγή της Μαντούς απο το Ναύπλιο στην Μύκονο, αφού έχει προηγηθεί και η πυρπόληση του σπιτιού της στο Ναύπλιο. Όμως καταλυτικό ρόλο στην τραγική εξέλιξη των γεγονότων, θα διαδραματίσει η βαρύτατα θραυσμένη υγεία του πρίγκιπα Υψηλάντη, που βιολογικά εξασθενημένος - θα πεθάνει άλλωστε ένα χρόνο μετά – δεν μπορεί να αντιδράσει στην ενορχηστρωμένη επίθεση που δέχεται. Έτσι παρακολουθεί αδύναμος να αλλάξει τον ρού των γεγονότων, κάτι που απο την Μαντώ, εκλαμβάνεται σαν «υπαναχώρηση» στην σχέση τους και την βυθίζει σε απέραντη θλίψη. Κοντά όμως στην ψυχολογική καταρράκωση της μεγάλης ελληνίδας, έχει εγκύψει και η σοβαρή οικονομική της ένδεια, μέχρις του σημείου να μην μπορεί να ανταπεξέλθει στα βιοποριστικά της έξοδα, που την ισοπεδώνει στην κυριολεξία ολοκληρωτικά. Έτσι εγκαταλελειμμένη καταφεύγει σε συγγενείς της στην Πάρο, για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί. Μάλιστα υπάρχουν και αναφορές της Μαντούς πρός το Βουλευτικό, μέσω των οποίων ζητά απο την κυβέρνηση οικονομική βοήθεια για να ζήσει. Αρχικώς η κυβέρνηση εγκρίνει την παροχή βοηθείας «διά λόγον ευχαριστήσεως δια τας προς την Πατρίδαν και το Έθνος εκδουλεύσεις της κυρίας Μαντούς Μαυρογένη». Μεταγενέστερες εκκλήσεις της όμως για βοήθεια, θα απορριφθούν απο την έμπλεη απο μίσος εναντίον της κυβέρνηση Κωλέττη «να λάβη πρόνοιαν η Διοίκησις να εξοικονομήση και αυτήν δυστυχούσαν ήδη, δυστυχώς απερρίφθησαν μετά πολλών βαΐων» !!!
Ποιά όμως ζητούσε βοήθεια και είχε περιέλθει σε πενία, την οποία η Ελλάδα πεισματικά της αρνιόταν; Η αρχοντοπούλα της Βλαχίας, που είχε δωρίσει ολάκερη την μυθώδη περιουσία της στην πατρίδα, τα ολόδροσά της νιάτα και την ίδια της την ψυχή .... Κατάμονη και λησμονημένη θα πεθάνει στην Πάρο το 1840, απο τυφοειδή πυρετό. Ενταφιάστηκε με δημόσια δαπάνη στο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής. Όμως με την ανακαίνιση της εκκλησίας αργότερα, θα καταστραφεί ο τάφος της, καθώς και τα καμπαναριά που σήμαναν τον θάνατό της. Μπορεί η Μαντώ να ήταν λησμονημένη και εγκαταλελειμμένη απο την πολιτεία, όχι όμως και απο τον απλό λαό.Που πάντοτε αναγνώρισε τις πολύτιμες και τιμημένες υπηρεσίες της στην πατρίδα.
Αλλά ας δούμε ένα ακόμα δείγμα υψηλού ήθους απο την μεγάλη ελληνίδα, αλλά και της κοινωνικής και πολιτικής εξαχρείωσης που επικρατούσε στην μετεπαναστατική Ελλάδα και κατέτεινε στην καταλήστευση κάθε μορφής δημοσίου πλούτου. Με την απελευθέρωση του Ναυπλίου απο τους έλληνες και την παράδοση της πόλης, πολλά απο τα σπίτια των Τούρκων διοικητικών παραγόντων έβγαιναν στον πλειστηριασμό – με το τίμημα υπέρ του ελληνικού δημοσίου – και αγοράζονταν απο τους έλληνες που ήθελαν να αποκτήσουν σπίτι. Ένα απο αυτά τα σπίτια ήταν και του Αλή Μπέη και πήγε να το αγοράσει συμμετέχοντας στον πλειστηριασμό η Μαντώ Μαυρογένους. Στην γενικότερη αναρχία που επικρατούσε στις στοιχειώδης διοικητικές υπηρεσίες του αρτιγέννητου ελληνικού κράτους, εμφανές είναι ότι επεχειρείτο αρκετές φορές καταδολίευση του δημοσίου συμφέροντος. Έτσι και στα εκπλειστηριαζόμενα σπίτια των Τούρκων, οι διενεργούντες υπάλληλοι την διαδικασία των δημοπρασιών, επεδίωκαν να τα «ξεπουλάνε» όσο, όσο - πόσο διαχρονική και επίκαιρη αλήθεια με τα τεκταινόμενα στις μέρες μας, ήταν αυτή η άθλια τακτική καταλήστευσης του δημόσιου πλούτου – αποκομίζοντας προφανώς και το «δώρο» τους απο τον οφελούμενο υπερθεματιστή στην δημοπρασία, ο οποίος εξαγόραζε τα σπίτια σε τιμές εξευτελιστικές, εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος. Ας καμαρώσουμε όμως παρακάτω το αδαμάντινο ήθος της μεγάλης ελληνίδας, που όταν συνειδητοποιεί, ότι θα αγοράσει στη δημοπρασία το σπίτι του Αλή Μπέη σε τιμή πολύ κατώτερη της αξίας του, εις βάρος του συμφέροντος της πατρίδας, αντιδρά ακαριαία και επιβάλει η ίδια την επανάληψη της διαδικασίας, για να προασπίσει το συμφέρον του κράτους, εις βάρος του δικού της συμφέροντος, έστω και εαν η ίδια έχει δωρίσει στην Ελλάδα για τον αγώνα της εθνεγερσίας, 700.000 γρόσια !!!
Γράφει η Μαντώ Μαυρογένους για το γεγονός :
«Η ιδιοκτησία των εθνικών οσπιτίων, ονομαζόμενων Αλή Μπέη, προ ημερών επί δημοπρασίας επωλήτο, και εν ω εξ αρχής δεν εδίδοντο περισσότερον από τας τριάντα χιλιάδας γρόσια, εγώ εστάθηκα και την ανέβασα εις τον αριθμόν πενήντα μίας χιλιάδος, η οποία δημοπρασία εγίνετο πάντοτε έμπροσθεν των οσπιτίων και επαύξανον, και εγώ και οι άλλοι τυχόντες ερασταί των οσπιτίων και πάντοτε με ειδοποιούσαν και οι κήρυκες, και η δημοπρασίας επιτροπή και με παρρήγγελον να ετοιμάσω τα ήμισυ των γροσίων κατά το θέσπισμα της Διοικήσεως […].Επειδή δε τα οσπίτια έκαμαν πολλάς ημέρας επάνω μου, δεν επαύξησε την ποσότητα κανείς, εν ω οι κήρυκες διαλαλούσαν, τόσον ήμην αμέριμνος και κατεγινόμενην να εύρω τα γρόσια και να πληρώσω το ήμισυ […]. Ταύτην δε την στιγμήν παρ’ ελπίδα μανθάνω, ότι εκ πρωίας άναψαν περί τον Αιγιαλόν την προσδιοριστικήν λαμπάδα και ετελείωσαν την πώλησιν αμέσως, χωρίς να με ιδεάση η επιτροπή κατά το σύνηθες, ήτις έκαμα τόσην ωφέλειαν εις το εθνικόν ταμείον και όχι ζημίαν.
Να γένουν, υπερτάτη, τοιαύται παρασκηναί και ραδιουργίες προς δοροδοκίαν της επιτροπής, προς όφελος του αγοραστού και προς ζημίαν του εθνικού ταμείου, είναι άτοπον μέγα, και έργον μη χαρακτηρίζον διοικούσαν μετ’ ευνομίας.
Όθεν αναγγέλω προς την υπεροχήν της, ότι επειδή η πώλησις αύτη έγινεν ατάκτως, αδίκως και παρανόμως, διά να θεραπευθή η αταξία και η παρανομία, να ακυρωθή η πώλησις και να αναφθή Δευτέρα λαμπάς, καθ’ ην παρευρισκομένη και εγώ να επαυξήσω, και εις όποιον σβύση η λάμπας, εκείνος να είναι κύριος των οσπιτίων, […].
Τη 4 Αυγούστου 1824 εν Ναυπλίω, η Πατριώτις Μαντώ Μαυρογένη».
Και ας ανιχνεύσουμε απο μια επιστολή της πρός τον φιλέλληνα Μ. Ρεμπώ το 1821 όταν εκσπάζει η ελληνική επανάσταση, το φλογερό πάθος της Μαντούς για την ελευθερία της Ελλάδος και την απαρασάλευτη πίστη της στην υπόθεση της εθνεγερσίας, έστω και αν παραστεί ανάγκη να τα δώσει όλα. Την περιουσία, την ζωή και την τιμή της. Γράφει η Μαντώ στον Ρεμπώ :
«Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να λευτερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία.»
Αυτή ήταν η μεγάλη ελληνίδα Μαντώ Μαυρογένους, η απαράμιλλη αρχοντοπούλα που θυσίασε για την ελευθερία της Ελλάδος, τα υπάρχοντά της και όλη την ηθική και ψυχική της ικμάδα, για να λάβει καταπικραμένη την άδικη αμοιβή της εγκατάλειψης και της ηθικής λησμονιάς. Και μόνο ο λαμπρός κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, που με το υψηλό ηθικό και πολιτικό του κύρος είχε συναίσθηση της υψηλής υπηρεσίας χρέους πρός την πατρίδα της Μαντούς, της απέδωσε την μεγαλυτέρα στρατιωτική τιμή του αντιστρατήγου της Ελλάδος, για να χτυπηθεί αλύπητα μετά η Μαντώ απο τις επακολουθήσασες κυβερνήσεις, ως αθώο θύμα των ανήθικων πολιτικών τους παιγνίων.
Μετέπειτα κυβερνήσεις μας, με διάφορες τιμητικές εκδηλώσεις, αφιερώματα και πρωτοβουλίες απεκατέσησαν την αδικία της πατρίδας πρός την Μαντώ, που εν των μεταξύ όμως είχε δρέψει τις δάφνες της παγκόσμιας αναγνώρισης, ως πρότυπο, ηθικής έξαρσης, αυτοθυσίας, πατριωτικής ανιδιοτέλειας και ηρωισμού. Σ΄αυτά τα πλαίσια στο παρελθόν είχε κοπεί νόμισμα δυο δραχμών πρός τιμή της.Και το 1934 όταν σχεδιάστηκε το άλσος του «Πεδίου του Άρεως», με σκοπό να τιμηθούν οι Ήρωες της Επανάστασης του 1821, στην επονομαζόμενη οδό «Αγωνιστών του 21» του άλσους, στις 21 προτομές των μεγαλυτέρων ηρώων της επανάστασης, περιελήφθη και η προτομή της Μαντούς. Ακόμα ένα άγαλμά της έχει στηθεί στο παλιό λιμάνι της Πάρου, στη μέση της Πλατείας «Μαντούς».
Η Μαντώ Μαυρογένους υπήρξε πρότυπο ηθικής έξαρσης, αυτοθυσίας και ανιδιοτελούς πατριωτισμού. Η ελληνική πολιτεία καθυστέρησε όπως και με πολλούς άλλους μεγάλους πατριώτες, να τιμήσει και να αναβιβάσει στο ηθικό βάθρο που της άρμοζε την μεγάλη ελληνίδα. Είχε όμως αρχήθεν στην συνείδηση του ελληνικού λαού καταξιωθεί η Μαντώ, σαν ένα ατίμητο ηθικό πρότυπο πατριωτισμού και αυτοθυσίας. Το εμπνευστικό παράδειγμά της, αποτελεί για όλες τις ελληνίδες και πολύ περισσότερο σήμερα που ο τόπος κλυδωνίζεται ατέρμονα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά, μια λαμπρή ηθική παρακαταθήκη, διαρκούς αγώνα εξόδου μας απο την κρίση και ηθικής ευημερίας. Και ίσως απο την ομώνυμη πλατεία της Πάρου, καθώς ατενίζει τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου, που τόσο λάτρεψε και στα κύματά του, έδωσε όλη την ικμάδα της για την ελευθερία της πατρίδος, να περνούν σκέψεις απο το μυαλό της, σαν τα λόγια του αξεπέραστου κοινωνικού ανατόμου Μπέρτολτ Μπρέχτ :
Ποιός έκτισε την εφτάπυλη Θήβα
Στα βιβλία ονόματα βασιλιάδων αναφέρουν
Τις πέτρες και τα ξύλα ποιοί τα κουβάλησαν;
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.