«... Ἐγὼ χριστιανὸς εἶμαι καὶ τὸν Χριστό μου πιστεύω γιὰ ἀληθινὸ Θεό. Οἱ τιμὲς καὶ τὰ ὀφίκια ποὺ μοῦ τάζεις, δὲν μοῦ χρειάζονται. Ἐγὼ τὸν Χ...
«... Ἐγὼ χριστιανὸς εἶμαι καὶ τὸν Χριστό μου πιστεύω γιὰ ἀληθινὸ Θεό. Οἱ τιμὲς καὶ τὰ ὀφίκια ποὺ μοῦ τάζεις, δὲν μοῦ χρειάζονται. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν ἀρνοῦμαι, τὸν Χριστὸ πιστεύω, γιὰ τὸ ὄνομά του θὰ πεθάνω, Τοῦρκος δὲν γίνομαι».
Αὐτὴ ἦταν ἡ δυναμικὴ ἀπάντηση τοῦ νεαροῦ Νικολάου στὸν κριτή, ὅταν μὲ πλεκτάνη προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν.
Ὁ Νικόλαος γεννήθηκε στὸ Καρπενήσι ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, ποὺ φρόντισαν καὶ γιὰ τὴν δική του εὐσέβεια καὶ μόρφωση. Σὲ ἡλικία 15 χρόνων βρίσκεται στὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπηρετώντας στὸ παντοπωλεῖο τοῦ πατέρα του, στὸ Ταχτᾶ Καλέ.
Ἔτσι, τὴν Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 1672 τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἦταν 15 χρονῶν. Τὸ λείψανό του ἐνταφιάστηκε στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Χάλκης.
Ἀργότερα ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου, μεταφέρθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ξηροποτάμου τοῦ Ἅγιου Ὄρους.
Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, καὶ τὴν 23η Δεκεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Καρπενησίου, ἔνθος εὔοσμον, τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Νεομάρτυς Νικόλαε· σὺ γὰρ ἀνδρείῳ φρονήματι ἤθλησας, καὶ τῆς ἀπάτης καθεῖλες τὸ φρύαγμα. Καὶ νῦν πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Μαρτυρίου ἤνυσας, ἀνδρειοφρόνως τοὺς ἄθλους, ἐν ἀκμῇ νεότητος, καταβαλὼν τὸν Βελίαρ· ὅθεν σε, ὁ ἀθλοθέτης στεφάνῳ νίκης, ἔστεψεν, ὡς ἀριστεύσαντα Νεομάρτυς· ὃν Νικόλαε δυσώπει, ἡμῖν δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Νεομάρτυς τοῦ Ἰησοῦ, Νικόλαε μάκαρ, Ἀθλοφόρων ἡ καλλονή, τοῦ Καρπενησίου, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, καὶ νίκη Ὀρθοδόξου, λαοῦ καὶ στήριγμα.