Υπάρχουν στιγμές, αγαπητέ αναγνώστη, που η καθημερινή ρουτίνα ενός «ανεξάρτητου αναλυτή», όπως φιλόφρονα με χαρακτήρισε η παρούσα ιστοσελίδ...
Υπάρχουν στιγμές, αγαπητέ αναγνώστη, που η καθημερινή ρουτίνα ενός «ανεξάρτητου αναλυτή», όπως φιλόφρονα με χαρακτήρισε η παρούσα ιστοσελίδα, παύει να είναι μονότονη και τα γεγονότα, ως αιφνίδιο μπουρίνι, απαιτούν γρήγορες και σχεδιασμένες αντιδράσεις για να μην παρασύρουν το απροετοίμαστο κολυμβητή στο ανοικτό πέλαγος.
Ένα τέτοιο «μπουρίνι» προκάλεσαν και οι, ως επί το πλείστον, αναμενόμενες αποφάσεις τις Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου σχετικά με τα εκκλησιαστικά προβλήματα που ταλανίζουν για περίπου 30 χρόνια την Ουκρανία, τα οποία είναι συνδεδεμένα κυρίως με την πείσμονα άρνηση της Εκκλησίας της Ρωσίας όχι μόνο να αποδεχθεί τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα, δηλαδή την «μετάλλαξη» των σοβιετικών δημοκρατιών σε ανεξάρτητα κράτη με όλες τις απορρέουσες από αυτή την «μετάλλαξη» συνέπειες, αλλά και να διαμορφώσει ένα εκκλησιαστικό περιβάλλον ανεξάρτητο από τις επιρροές της πολιτικής.
Αυτό όμως που πραγματικά διασκέδασε τον γράφοντα είναι τα επιχειρήματα ή, μάλλον, η πλήρης απουσία επιχειρημάτων, τα οποία, σύμφωνα με την γνώμη των περισπούδαστων ιστορικών και θεολόγων του Πατριαρχείου Μόσχας, θα μπορούσαν να αποδείξουν το αβάσιμο των προσφάτων αποφάσεων της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Πρώτα από όλα, οι εκπρόσωποι Τύπου του Πατριαρχείου Μόσχας ομιλούν για υπέρβαση κάποιων «κόκκινων γραμμών», τις οποίες όμως καθόρισαν οι ίδιοι αυτοβούλως στο σαθρό υπόβαθρο της «τρίτης Ρώμης», λησμονώντας τις δικές τους κατά καιρούς υπερβάσεις, όπως, π.χ., το αυτοκέφαλο που χορήγησε η Εκκλησία της Ρωσίας το 1949 στην ευρισκόμενη τότε εντός του σοβιετικού στρατοπέδου Εκκλησία Πολωνίας, αν και γνώριζε ότι ήδη από το 1924 η εν λόγω Εκκλησία είχε ήδη λάβει το αυτοκέφαλο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Δεύτερο, έχουν βαλθεί, ειδικοί και μη, να πείσουν τους έχοντας σώας τας φρένας παρατηρητές, ότι η άρση της καθαιρέσεως του «σχισματικού» Φιλαρέτου καθιστά το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο «σχισματικό».
Δεν πρόκειται, φίλτατε αναγνώστη, να σε κουράσω με αναφορές στο δικαίωμα του εκκλήτου του Οικουμενικού Θρόνου, στους κανόνες κλπ., απλά θα σου υπενθυμίσω ότι στις 17 Μαΐου του 2007 ο μακαριστός πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος υπέγραφε την Πράξη επανένωσης της λεγόμενης και άκρως σχισματικής Ρωσικής Ορθοδόξου υπερορίου Εκκλησίας με το Πατριαρχείο Μόσχας.
Θα πείτε: μα αυτή δεν ήταν η «ιερή επιθυμία» του «ισχυρού ανδρός», πως θα μπορούσε να εκφράσει διαφορετική γνώμη ο μακαριστός πατριάρχης;!
Τρίτο, ίσως και το πλέον αστείο. Κατηγορούν την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ότι, άκουσον, άκουσον, αρνήθηκε να συγκαλέσει πανορθόδοξη σύνοδο για να συζητηθεί το ουκρανικό εκκλησιαστικό σχίσμα.
Μα καλά… το Πατριαρχείο Μόσχας δεν ήταν εκείνο που αρνήθηκε να παραστεί στην Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης;!
Τέταρτο, ενημερώνουν το ποίμνιό τους στην Ουκρανία ότι, δεν πρόκειται να αναγνωρίσουν το σταυροπήγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ότι, παρά την άρση των καθαιρέσεων του Φιλαρέτου και του Μακαρίου, τόσο η Ορθόδοξη Εκκλησία Ουκρανίας – Πατριαρχείο Κιέβου, όσο και η Αυτοκέφαλος Ορθόδοξη Εκκλησία Ουκρανίας παραμένουν σχισματικές και σημειώνουν ότι ουσιαστικά οι δυο αυτές Εκκλησίες απώλεσαν την, έστω αντικανονική, ανεξαρτησία τους.
Το ότι το Πατριαρχείο Μόσχας έχει συνηθίσει να προσβάλει τη νοημοσύνη των απανταχού ορθοδόξων δεν είναι κάτι καινούργιο.
Ας μας εξηγήσουν, λοιπόν, με ποιο τρόπο ένα σταυροπήγιο περιορίζει την ανεξαρτησία κάποιας τοπικής Εκκλησίας;
Ή, πάλι, με ποιο τρόπο σκοπεύουν να αποτρέψουν τους πιστούς τους από το να προσεύχονται είτε στους ναούς των άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών, είτε στο ίδιο το σταυροπήγιο; (Βλ. εδώ στα ρωσικά)
Πέμπτο, αν και τα «αντίμετρα» του Πατριαρχείου Μόσχας ήταν, λίγο ως πολύ, αναμενόμενα με πρώτο και καλύτερο την διακοπή της Ευχαριστιακής Κοινωνίας, από επίσημα χείλη ακούστηκαν και προτάσεις, τις οποίες μόνο ένας συγκεκριμένος κλάδος της ιατρικής επιστήμης θα μπορούσε να ερμηνεύσει.
Συγκεκριμένα, το μέλος της Συνοδικής βιβλικής και θεολογικής επιτροπής της Εκκλησίας της Ρωσίας, η οποία αποτελεί το θεολογικό και δογματικό όργανο της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας Arkadi Maler, θεωρεί απαραίτητο «να κηρυχθούν οι της Κωνσταντινουπόλεως αιρετικοί και σχισματικοί και στη συνέχεια να σταλεί τελεσίγραφο στις υπόλοιπες κατά τόπους Εκκλησίες ότι αν σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δεν διακόψουν την Ευχαριστιακή Κοινωνία με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τότε το Πατριαρχείο Μόσχας θα διακόψει και με αυτές της Κοινωνία».
Ταυτόχρονα ο εν λόγω «θεολόγος» και μέλος της Συνοδικής επιτροπής, προτείνει να ξεκινήσει μια συστηματική προσπάθεια για την διάλυση και την καταστροφή του εχθρικού στρατοπέδου, προσελκύοντας για αυτόν τον σκοπό την εσωτερική «συντηρητική αντιπολίτευση» του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και του δορυφόρους της.
Και για να μην μείνουν οι υγιείς δυνάμεις χωρίς πνευματική διαποίμανση στο πρώην κανονικό έδαφος του Φαναρίου, θα πρέπει να δημιουργηθούν ενορίες του Πατριαρχείου Μόσχας.
Όμως ο Maler προχωράει ακόμα περισσότερο. Πρέπει, λέει, να τεθεί το ζήτημα ιδρύσεως τουρκικής ορθοδόξου εκκλησίας, ιδέα που θα μπορούσε να υποστηριχθεί από τους ήπιους… κεμαλιστές!
Ένα άλλο μέλος της ίδιας Συνοδικής επιτροπής, ο πρωθιερέας Ανδρέας Νόβικωφ προτείνει «επειδή το πρώην Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξέπεσε της Εκκλησίας να ιδρυθούν επαρχίες και ενορίες της Εκκλησίας της Ρωσίας στην Τουρκία, συμπεριλαμβανομένης και της Ιστανμπούλ (sic).
»Να συγκληθεί έκτακτη πανορθόδοξη σύνοδος στην Μόσχα με σκοπό την πανορθόδοξη καθαίρεση του Βαρθολομαίου και των μελών της συνόδου του» (Βλ. εδώ στα ρωσικά). Τα σχόλια είναι περιττά…
Έκτο, οι δηλώσεις ότι πίσω από τις πρόσφατες αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου πρέπει να αναζητηθούν πολιτικά κίνητρα, τα οποία υπαγορεύονται, ως συνήθως, από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, εδώ και πολύ καιρό προκαλούν έναν ελαφρύ κνησμό στον γράφοντα λόγω, πρώτα από όλα, της απουσίας έστω και του ελάχιστου δείγματος λογικής.
Για τη ρωσική Εκκλησία το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις άριστες σχέσεις που διατηρεί με τους δυτικούς θεσμούς, αντιπροσωπεύει, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, εκείνο το ιδανικό που αυτή δεν κατόρθωσε ποτέ να φθάσει.
Γι’ αυτό και στο μακρινό παρελθόν υιοθέτησε την εισαγόμενη θεωρία της «τρίτης Ρώμης» και πρόσφατα δημιούργησε το ιδεολογικό τερατούργημα του λεγόμενου «ρωσικού κόσμου» που θα έπρεπε να αποτελέσει το «αντίπαλο δέος» της Μητρός Εκκλησίας.
Έτσι, αν και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ουδέποτε εξέφρασε κάποιες προτιμήσεις σχετικά με την σύγχρονη πολιτική κατάσταση στην Ουκρανία, η εμμονή του Πατριαρχείου Μόσχας να συνδέει τις αποφάσεις της Ι. Συνόδου με συγκεκριμένους πολιτικούς κύκλους έχει ένα και μόνο σκοπό, που δεν είναι άλλος από την δαιμονοποίησή του στα μάτια της ρωσικής κοινής γνώμης εντός και εκτός Ρωσίας.
Το φαιδρό περιεχόμενο αυτών των ανακοινώσεων κάθε είδους εκπροσώπων και αντιπροσώπων της ρωσικής Εκκλησίας φανερώνει αυτό που όλοι υποψιάζονται, ότι δηλαδή οι ταγοί του Πατριαρχείου Μόσχας αποδείχθηκαν ανίκανοι να διαχειριστούν την σοβαρότερη μετά το 1917 κρίση που αντιμετώπισε η Εκκλησία τους.
Όπως είχε τονίσει πολλές φορές στο παρελθόν ο συντάκτης αυτών των σκέψεων, το Πατριαρχείο Μόσχας θα μπορούσε τα τελευταία χρόνια να είχε αλλάξει ριζικά την κατάσταση στην Ουκρανία, όχι μόνο χορηγώντας το αυτοκέφαλο με τους δικούς του όρους και στην δική του κανονική Εκκλησία, αλλά ακόμα και αίροντας την καθαίρεση του Φιλαρέτου.
Ευκαιρίες υπήρξαν, όπως υπήρξαν και προτάσεις, μάλιστα δε ο μητροπολίτης Τύχων (Σεφκουνώφ), ηγούμενος της Μόνης της Υπαπαντής (αυτός που συνήθως θεωρούν εξομολόγο του Πούτιν) ήταν ένας από τους υποστηρικτές αυτών των προτάσεων.
Εντούτοις, όπως αναφέρουν οι «κακές», ως συνήθως, «γλώσσες», ο Πατριάρχης Μόσχας κατάφερε να πείσει το Κρεμλίνο ότι θα μπορέσει να συνεννοηθεί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και με τις κατά τόπους Εκκλησίες χωρίς να χρειαστεί να υποχωρήσει στο ζήτημα του αυτοκεφάλου, διατηρώντας την Ουκρανία εξ απόψεως εκκλησιαστικής εντός των ασφυκτικών ορίων της δικαιοδοσίας του.
Η αποτυχία είναι όντως παταγώδης και σίγουρα οι συνέπειες δεν θα περιορισθούν μόνο στο εκκλησιαστικό επίπεδο, αλλά το πιθανότερο είναι να επεκταθούν και στο πολιτικό, δηλαδή στις σχέσεις της Εκκλησίας με το Κρεμλίνο.
Πάντως ένα είναι βέβαιο: το ορθόδοξο τοπίο έχει ήδη αλλάξει.