Όσοι έγραφαν για τις χειμωνιάτικες νύχτες στην Αθήνα μέχρι και τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα δεν παρέλειπαν να αναφερθούν και να πε...
Όσοι έγραφαν για τις χειμωνιάτικες νύχτες στην Αθήνα μέχρι και τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα δεν παρέλειπαν να αναφερθούν και να περιγράψουν το άναμμα των φαναριών του γκαζιού. Τα φανάρια του γκαζιού διαδέχτηκαν τα λαδολύχναρα και τις λάμπες πετρελαίου. Τα κλασικά φανάρια, τοποθετημένα στην κορυφή ενός σιδερένιου στύλου χρησίμευαν ως φάρος για τους ηρωικούς διαβάτες οι οποίοι ριψοκινδύνευαν τις νύχτες στα σοκάκια και τα καλντερίμια των Αθηνών.
Παθητικό το φως των γκαζοφάναρων, με αναιμικό αντιφέγγισμα δεν έφτανε για να φωτίσει τις λακκούβες των δρόμων, όπου έπεφταν οι διαβάτες. Η ύπαρξή τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τους φανοκόρους, τους δημοτικούς υπαλλήλους που είχαν την υποχρέωση να ανάβουν τα φανάρια. Αθόρυβες και γοργές σκιές που μόλις σουρούπωνε γλιστρούσαν από γωνιά σε γωνιά, άνοιγαν με το καμάκι τους την κλούβα του γκαζιού και έδιναν τη φλόγα που συντρόφευε τους ελάχιστους περιπατητές. Ο μεγάλος μας πεζογράφος Γεώργιος Δροσίνης, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα την οθωνική περίοδο, περιγράφοντας τα παιδικά του χρόνια αναφέρει ότι «από το ίδιο παράθυρο προσμέναμε κάθε βράδυ μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει να ιδούμε και το άναμμα του μεγάλου κρεμαστού φαναριού του δρόμου».
mixanitouxronou.gr