Τρίτη 6 Ιανουαρίου 1931 Είναι ανήμερα των Φώτων: Ατμόσφαιρα θαλπωρής και γιορτινή διάθεση επικρατεί στην Αττική. Στην κοίτη του Κηφισού, κ...
Τρίτη 6 Ιανουαρίου 1931
Είναι ανήμερα των Φώτων: Ατμόσφαιρα θαλπωρής και γιορτινή διάθεση επικρατεί στην Αττική. Στην κοίτη του Κηφισού, κοντά στη γέφυρα Κρήνη στον Βοτανικό, δύο άνθρωποι διαβαίνοντας λίγο μετά τις οκτώ το πρωί βλέπουν κάτω δύο δέματα καλυμμένα με παλιά λινάτσα. Κάποιος απρόσεκτος διαβάτης πιθανόν θα νόμιζε ότι είναι τσουβάλια με σκουπίδια που πετάχτηκαν εκεί. Κάποιοι φαίνεται πως υπολόγισαν στη συνεργασία της βροχής: Μια νεροποντή, πράγμα καθόλου απίθανο για την εποχή, θα δημιουργούσε ρεύμα στον Κηφισό και τα όμβρια ύδατα θα συμπαρέσυραν τα δέματα μακριά.
Ίσως σε κάποια πιο απομακρυσμένη συνοικία, ίσως στη θάλασσα του Φαλήρου.Οι δύο διαβάτες παρατηρούν μία λεπτομέρεια: Τα τσουβάλια δεν είναι ανοιχτά, όπως θα συνέβαινε, αν μέσα είχαν σκουπίδια. Επιπλέον, είναι συρραμμένα επιμελώς στα πλάγια. Ο πρώτος διαβάτης, Ιωάννης Καβός, αγροφύλακας στο επάγγελμα, απευθύνεται στον δεύτερο: «Περίεργο! Είναι ραμμένα και από πάνω». Ο Σπύρος Σαμαρτζής γνέφει το κεφάλι: «Αλήθεια! Είναι ραμμένα και στα πλάγια», συμφωνεί. «Δεν κατεβαίνουμε κάτω;» λέει και δίνει πρώτος το σύνθημα, πηδώντας προς την κοίτη του Κηφισού. Ο αγροφύλακας τον ακολουθεί με εξημμένη την περιέργεια. Τρία με τέσσερα πηδήματα είναι η απόσταση, μέχρι να φτάσουν στους περίεργους σάκους. Ο πρώτος πιστεύει πως μέσα στους σάκους θα υπάρχουν τίποτα κουρελόχαρτα που θα τα έκλεισε κάποιος περιπλανώμενος αλήτης, ώστε να τα πάρει κάποια άλλη στιγμή. Ο δεύτερος θεωρεί ότι θα είναι κάποιο έμβρυο, μετά από αποβολή. Από κανενός το μυαλό δεν περνάει ακόμα η ιδέα για το πραγματικό περιεχόμενο.
Ο Ιωάννης Κάβος βγάζει ένα σουγιαδάκι και αφού κόψει τον σπάγκο, τον τραβάει με το δάχτυλό του. Φαίνεται κάτι μαύρο. «Το πράγμα είναι σοβαρότερο», ψιθυρίζει. «Κάτι έχουν κλέψει και το έχουνε τυλίξει καλά-καλά». Ο σύντροφός του, περίεργος, βάζει το χέρι του στο πισσόχαρτο που είναι κάτω από τη λινάτσα. Άλλη λινάτσα από κάτω. Την τραβάει και αυτήν. Ένα ύφασμα κόκκινου χρώματος προβάλει κάτω από το καθαρό πρωινό φως. «Μωρέ, κάτι μαλακό ζουπιέται από κάτω», λέει ο Σαμαρτζής. Μια σκέψη φρίκης περνάει από το μυαλό τους: Ο ένας κοιτάζει τον άλλον, αλλά ακόμη δεν θέλουν να παραδεχτούν τις φευγαλέες υποψίες τους. Τόσο μακάβριες φροντίδες των ιχνών του εγκλήματος δεν είχαν ακούσει ξανά να συμβαίνουν.
Αποφασιστικά, τραβάνε με τα χέρια τους τις δύο λινάτσες, το πισσόχαρτο και το κόκκινο ύφασμα. Τα δάχτυλά τους πιάνουν κάτι παγερό και λείο. Τραβούν με νέα αποφασιστικότητα. Τινάζονται πίσω: Μπροστά τους, υπό τα επιμελώς τοποθετημένα καλύμματα αντικρίζουν έναν ανθρώπινο κορμό. Χωρίς να το θέλουν, κραύγαζαν κάτι μεταξύ φρίκης και παραφροσύνης. Ένα παιδάκι περνάει πάνω από τη γέφυρα. Τρομαγμένο, στέκεται μια στιγμή κοιτώντας ένα μεγάλο λευκό κομμάτι ανθρώπινου σώματος μέσα στο κόκκινο ύφασμα. Το βάζει στα πόδια σαν να παραφρόνησε, με κατεύθυνση προς τον Βοτανικό.
Ο τρόμος διαδίδεται στη συνοικία του Βοτανικού. Κόσμος κατευθύνεται προς το μέρος των μακάβριων ευρημάτων και κάποιοι προς τον κοντινό αστυνομικό σταθμό του Γκαζοχωρίου.
Το ένα δέμα περιέχει τον κορμό του θύματος μαζί με το αριστερό χέρι, ενώ το άλλο περιέχει τα δύο πόδια και το δεξί χέρι. Τα μέλη του άτυχου θύματος είναι τυλιγμένα πρώτα με ένα κόκκινο ύφασμα, μετά με εφημερίδες, ύστερα με στρατσόχαρτο από αυτό που χρησιμοποιούν οι χασάπηδες, λινάτσα και έξω-έξω με μια παλιά λινάτσα, επιμελώς ραμμένη. Με μια σύντομη εκτίμηση, συμπεραίνει κανείς πως το όλο «αμπαλάζ» του νεκρού κράτησε περίπου τρεις ώρες.
Από την πρώτη ιατροδικαστική εξέταση προκύπτει ότι το πτώμα ανήκει σε άνδρα ηλικίας 30 με 40 ετών, το σώμα φέρει περί τα 12 τραύματα από φαλτσέτα ή στιλέτο και επιπλέον φέρει εγκαύματα στα δάχτυλα και σε άλλα μέρη του κορμού. Επειδή το πτώμα εμφανίζεται να ανήκει σε άνδρα αγύμναστο και περιποιημένο, η Αστυνομία δεν αποκλείει και ερωτικά κίνητρα πίσω από το έγκλημα. Επίσης, υποψιάζεται συμπλοκή για χρηματικές διαφορές. Το πτώμα φέρει τραύματα από μαχαίρι και αυτό κάνει την Αστυνομία να πιστεύει πως οι εγκληματίες είναι χαμηλού κοινωνικού επιπέδου. Από την άλλη, όμως, ο αριστοτεχνικός τρόπος με τον οποίον έχουν κοπεί τα πόδια και τα χέρια του θύματος γεννάει την υποψία ότι μπορεί να πρόκειται για κάποιον παράφρων χειρουργό ή για κρεοπώλη.
Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 1931
Μέχρι το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, στο Τμήμα της Γενικής Ασφάλειας επικρατεί μεγάλη επιφυλακτικότητα. Το ίδιο και στο νεκροτομείο, όπου έχουν συγκεντρωθεί ιατροδικαστές και συσκέπτονται. Οι αρχικές υποψίες πως το πτώμα ανήκει σε κάποιον υποδηματοποιό του οποίου η οικογένεια είχε δηλώσει την εξαφάνιση του, δεν επαληθεύονται. Η σύζυγος του εξαφανισμένου, όταν αντικρίζει το θέαμα, λιποθυμάει, όμως μόλις συνέρχεται δηλώνει στους αστυνομικούς ότι δεν πρόκειται για τον άνδρα της.
Η φωτογραφία του πτώματος βρίσκεται δημοσιευμένη στα πρωινά φύλλα. Η διαπίστωση της ταυτότητας του θύματος θα γίνει τελικά από τον ανθυπομοίραρχο της Ειδικής Ασφάλειας κύριο Ταμπακόπουλο. Η πρώτη του υποψία δημιουργείται, όταν παρατηρεί τη φωτογραφία στα πρωτοσέλιδα. Όμως μόλις αντικρίζει από κοντά το πτώμα, ξαπλωμένο στο σιδερένιο, κρύο πάγκο στρέφεται προς τον υπαστυνόμο κύριο Τσιμπίδαρο και του λέει: «Αυτός είναι, κατά 99%. Καλά είπα εγώ. Δεν με γέλασε η φωτογραφία της Ακροπόλεως».
«Ποιος είναι αυτός;», τον ρωτάει ο Τσιμπίδαρος. «Ο φίλος μου ο Αθανασόπουλος», απαντάει εκείνος. «Έχεις πεποίθηση;», τον ρωτάει ξανά. «99%», του λέει.
Ο Μίμης Αθανασόπουλος είχε εγκατασταθεί στο ξενοδοχείο Μπρίστολ στις 15 Δεκεμβρίου. Όταν στη ρεσεψιόν κατήρτιζαν το σχετικό δελτίο με τα στοιχεία του είχε ρωτηθεί για τη διεύθυνσή του. Απάντησε εξοργισμένος ότι μένει στην Αθήνα, χωρίς να δώσει συγκεκριμένη διεύθυνση, δικαιολογώντας την άρνησή του λέγοντας ότι είναι ήδη γνωστός ως πελάτης. Παρέμεινε τακτικός από την ημέρα εκείνη, μέχρι την προηγούμενη Παρασκευή 2 Ιανουαρίου. Για αποσκευές, είχε μόνο ένα καπέλο. Την Παρασκευή έφυγε στις 08:30 και από την ημέρα εκείνη δεν επανήλθε. Φαινόταν άνθρωπος που έχει αρκετά χρήματα και σύχναζε στο καφενείο Νέον, στην πλατεία της Ομόνοιας.
Οι έρευνες συνεχίζονται στο Νέον. Σύμφωνα με τον διευθυντή του, ο Μίμης Αθανασόπουλος ήταν τακτικός πελάτης και τον γνωρίζει. Του είχε εμπιστευτεί, μάλιστα, τη φύλαξη ενός δέματος με χρήματα το απόγευμα του Σαββάτου που τον είδε τελευταία φορά. Είναι αλήθεια, λέει, ότι έπαιζε χαρτιά παλιότερα, όμως πλέον είχε σταματήσει τη χαρτοπαιξία. Με τον συνέταιρό του, τον Σπυρίδωνα Γυφτέα, έκανε μεγάλες δουλειές και είχε κερδίσει αρκετά χρήματα. Εδώ και μερικές ημέρες δεν είχε πάει στο καφενείο. Έκανε περισσότερο παρέα είναι με τον ανθυπομοίραρχο της Ειδικής Ασφάλειας Ταμπακόπουλος, τον γιατρό Καρτσώνη και κάποιον Παπούλια, ο οποίος είχε επιστρέψει πρόσφατα από την Αμερική.
Το γεγονός του αριστοτεχνικού κοψίματος των μελών του πτώματος στρέφει από την αρχή τις υποψίες στον γιατρό Καρτσώνη. Υπάρχουν, όμως και κάποια άλλα δεδομένα που βαραίνουν αυτόν και τον συνέταιρό του θύματος Σπυρίδωνα Γυφτέα: Αυτός και ο Καρτσώνης γνώριζαν ότι ο ατυχής Αθανασόπουλος είχε εισπράξει το ποσό του ενός εκατομμυρίου από την Αγροτική Τράπεζα κατ’ εντολή του υπουργείου Γεωργίας, για να κατασκευάσει «ίδρυμα κτηνών» στον Βοτανικό. Με αυτούς τους ίδιους άλλωστε εθεάθη και το απόγευμα του Σαββάτου, που είναι η τελευταία μέρα που είδαν τον Αθανασόπουλο ζωντανό. Την ίδια μέρα που εμπιστεύτηκε στον διευθυντή του Νέον τα χρήματα, λέγοντάς του τη φράση, «Φύλαξε τα, σου έχω εμπιστοσύνη».
Ο Αθανασόπουλος αναχώρησε μαζί με τον Γυφτέα και κατόπιν επιβιβάστηκαν στο υπ’ αριθμόν 16 159 αυτοκίνητο τύπου Studebaker, ιδιοκτησίας του δεύτερου. Ανακρινόμενος, ο Γυφτέας βεβαίωσε πως αφού γλέντησαν σε σεπαρέ του νυχτερινού κέντρου «Κόκκινος Κρίνος» με μια 40χρονη κυρία και την ωραία κόρη της, δακτυλογράφο στο επάγγελμα, τον άφησαν περίπου στη μία μετά τα μεσάνυχτα έξω από το σπίτι του, στην οδό Θησέως.
Το κουβάρι ξετυλίγεται
Συγχρόνως, διεξάγεται μια παράλληλη έρευνα από το Τμήμα της Γενικής Ασφάλειας. Μόλις η ταυτότητα του δολοφονηθέντος εξακριβώθηκε, τρεις αστυφύλακες με πολιτική περιβολή επιφορτίστηκαν να φρουρούν τη μονοκατοικία του. Η φρούρηση έγινε κατά τρόπο τέτοιο, ώστε ούτε οι οικείοι ούτε οι γείτονες να αντιληφθούν κάτι, αλλά ούτε και τυχόν ύποπτοι που τυχόν θα επιχειρούσαν να πλησιάσουν.
«Οι άνθρωποι αυτοί έχουν διαρκώς στραμμένη την προσοχή τους προς τα δω και μου φαίνονται σαν αστυνομικοί», διαμαρτύρεται η 50χρονη Άρτεμις Κάστρου, πεθερά του θύματος, σε κάποιον γείτονα της. Μετά τα καθησυχαστικά της λόγια επιστρέφει στην οικία της, από που εξέρχεται κάθε περίπου μία ώρα. Μοιάζει εύθυμη και μάλιστα απευθύνει διάφορα πειράγματα προς τους γνωστούς της περαστικούς. Αυτήν την περίεργη δραστηριότητα παρατηρεί κάποιος αστυνομικός.
Στις 16:30 της Τετάρτης 7 Ιανουαρίου, κάνει την εμφάνισή του ο διοικητής του Τμήματος Ασφαλείας κύριος Κουτσουμάρης, ο υποδιοικητής Λεονταρίτης και ο αστυνόμος Ντινόπουλος, τους οποίους ακολουθούν γύρω στους 50 περίεργους που στέκονται έξω από την πόρτα: Τα νέα στη γειτονιά φαίνεται πως μεταφέρονται από στόμα σε στόμα πιο γρήγορα από την υπηρεσιακή οδό της Αστυνομίας. Η πεθερά προς στιγμήν χάνει την ψυχραιμία της, αλλά αμέσως την επανακτεί. Ζητάει να μάθει τι συμβαίνει και απαιτεί εξηγήσεις για αυτήν τη μικρή διαδήλωση έξω από το σπίτι της.
Ο κύριος Κουτσουμανής δίνει εντολή στα όργανα της Ασφάλειας να απομακρύνουν τους περίεργους. Τη διαβεβαιώνει πως δεν πρόκειται για κάτι σημαντικό - πρόκειται για τον κύριο Αθανασόπουλο. Αφού την καθησυχάζει, της κάνει ορισμένες ερωτήσεις για τη ζωή του γαμπρού της και τις σχέσεις του με την κόρη της. Μετά, την παρακαλεί να τον ακολουθήσει στο Αστυνομικό Τμήμα.
Μέχρι το βράδυ προσάγονται και ανακρίνονται ως ύποπτοι ο γιατρός Καρτσώνης, ο συνεταίρος του θύματος Σπυρίδων Γυφτέας, η πεθερά του θύματος Άρτεμις Κάστρου με τον ανιψιό, Δημήτρη Μοσχιό και την υπηρέτριά της, Γιαννούλα Μπέλλου, οι δύο γυναίκες -μητέρα και κόρη- με τις οποίες διασκέδαζε το τελευταίο του βράδυ και η νοσοκόμος στη κλινική του γιατρού Καρτσώνη. Σε κατ’ οίκον επιτήρηση τίθεται και η σύζυγος του θύματος, Σοφία, η οποία παραμένει στο σπίτι της φρουρούμενη, επειδή είναι άρρωστη.
Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 1931
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα ενδύματα του Αθανασόπουλου βρέθηκαν σε άκρως αντίθετο σημείο από ’κει που ανευρέθηκαν τα μακάβρια δέματα. Είχαν επιμελέστατα τακτοποιηθεί σε δέμα, το οποίο πετάχτηκε εντός της αυλής ενός σπιτιού, στην οδό Προμηθέως 19, στο Μοσχάτο. Ένας εργάτης που έκανε μικροεπισκευές, παρατήρησε το δέμα και αφού ενημέρωσε τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, μηχανικό Βλαχάκη, τηλεφώνησε στην Αστυνομία, καθώς είχε διαβάσει για το έγκλημα.
Από την καινούρια νεκροτομή διαπιστώνεται ότι το θύμα έφερε τραύμα από σφαίρα περιστρόφου μικρού διαμετρήματος στο ινιακό οστό του κρανίου. Δεν διακρίθηκε από την αρχή, καθώς καλύπτονταν από τα μαλλιά του. Το τραύμα είχε πλυθεί και είχαν εξαφανιστεί τα ίχνη αίματος. Σε αυτό οφειλόταν ο θάνατος. Κατά τη διάνοιξη του στομάχου, βρέθηκε ποσότητα οινοπνεύματος. Επί του στήθους και των βραχιόνων παρατηρήθηκαν εγκαύματα, τα οποία επήλθαν εν ζωή, όμως παρατηρήθηκαν και εγκαύματα επί του σώματος που έγιναν μετά τον θάνατο. Οι εξαρθρώσεις των κάτω άκρων και του δεξιού βραχίονα, κατά τη γνώμη του ιατροδικαστή κύριου Τρουπάκη, έγιναν με τρόπο χειρουργικό και σίγουρα όχι από αδαές άτομο.
Οι υποψίες ότι ο γιατρός Καρτσώνης και κουμπάρος του ζεύγους συμμετείχε αν όχι στη δολοφονία, σίγουρα στον διαμελισμό ενισχύονται και από την υποψία ότι ενδεχομένως να υπήρχε παράνομος δεσμός μεταξύ αυτού και της συζύγου του θύματος. Κατά την ανακοίνωση της Αστυνομίας, «ανευρέθηκαν στο μαγειρείο της οικίας του Αθανασόπουλου τεμάχια κυανόλευκων σπάγκων», που ήταν ίδιοι με εκείνους που χρησιμοποιήθηκαν για τη ραφή του τσουβαλιών στα οποία τοποθετήθηκαν τα μέλη του πτώματος. Επίσης, βρέθηκαν κομμάτια κόκκινης κλωστής, όμοιας με εκείνην με την οποία είχαν ραφτεί τα υφάσματα με τα οποία είχε τυλιχθεί το πτώμα. Κατά την έρευνα, βρέθηκε επίσης παρόμοιο στρατσόχαρτο ίδιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε στο «πακετάρισμα» του άτυχου Αθανασόπουλου. Η έρευνα εντόπισε επίσης στο μαγειρείο και στο πλυντήριο ποσότητα τέφρας, ενώ στο πίσω μέρος του σπιτιού, στο προαύλιο, ερυθρές κηλίδες, πιθανόν από αίμα.
Κατά τη γνώμη των αστυνομικών ο Αθανασόπουλος πυροβολήθηκε ενώ κοιμόταν ή ενώ ήταν ξαπλωμένος. Έπειτα, μεταφέρθηκε στο αποχωρητήριο, όπου έγινε ο ακρωτηριασμός. Η πεθερά του θύματος την επομένη ή τη μεθεπόμενη του εγκλήματος, δηλαδή Κυριακή ή Δευτέρα, κάλεσε τεχνίτη, για να αντικαταστήσει τον καθρέφτη της ντουλάπας, ο οποίος είχε σπάσει, όπως ισχυρίζεται η ίδια, από τον σεισμό που είχε προηγηθεί εκείνη την μέρα. Η αστυνομία ισχυρίζεται ότι ο καθρέφτης έσπασε από τους δράστες, για να καλυφθεί ο κρότος του πυροβολισμού.
Σάββατο 10 Ιανουαρίου 1931
Αργά τη νύχτα του Σαββάτου, τα όργανα της Ασφάλειας που διενεργούν την ανάκριση για το στυγερό έγκλημα αποφασίζουν να προχωρήσουν την υπόθεση και να τερματίσουν την αγωνία του κόσμου. Γίνεται σύσκεψη στην οποία μετέχει κλιμάκιο των ανώτερων Αξιωματικών και εξετάζονται τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί. Κατά πρώτον, κρίνεται ως ακριβής η κατάθεση του Γυφτέα και των δύο γυναικών οι οποίες συνδιασκέδαζαν με τον δολοφονημένο στο Φάληρο.
Η επικρατέστερη εκδοχή πια για την Αστυνομία, με βάση τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει, είναι η ενοχή της πεθεράς, της συζύγου, της υπηρέτριας και του ανιψιού της πεθεράς. Η πεθερά ακόμη αρνείται την κατηγορία. Πιο ευάλωτος θεωρείτε τώρα ο ανιψιός της. Τον οδηγούν στο γραφείο της ανάκρισης. Εκεί, ο αστυνόμος Κουτσουμάρης έχει αφήσει πάνω στο γραφείο τα ρούχα του θύματος. Ο Κουτσουμάρης τον διατάσει να τα μεταφέρει σε μια καρέκλα. Ο ανιψιός διστάζει, σχεδόν λιποθυμάει. Μετά από λίγο ομολογεί. Με αφετηρία τη δικιά του ομολογία, ξεκινάει ένα ντόμινο ομολογιών. Η υπόθεση έχει εξιχνιαστεί.
Τα γεγονότα
Ο Αθανασόπουλος, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο του Γυφτέα, μπαίνει στο σπίτι του γύρω στη 01:30. Είναι ακόμη ευδιάθετος και μισομεθυσμένος. Ανοίγει την πόρτα. Πηγαίνει κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα της συζύγου του και θέλει να τη φιλήσει. Η γυναίκα του αρνείται. Αυτός θυμώνει και τη βρίζει. Θέλει να δει τα παιδιά του και τσακώνεται με την πεθερά του που του το απαγορεύει, καθώς αυτά κοιμούνται. Βρίζει την πεθερά και τη σύζυγό του, απειλώντας ότι θα τις σκοτώσει. Πάνω στον θυμό της, η πεθερά μπαίνει στο δωμάτιο που κοιμάται ο 18χρονος ανιψιός της και τον ξυπνάει λέγοντας, «Δεν μας λυτρώνεις από το τέρας;». Ο ανιψιός σηκώνεται από το κρεβάτι, φοράει το παντελόνι του και ανυπόδητος και ακροποδητί μπαίνει στο δωμάτιο του Αθανασόπουλου, ο οποίος εντωμεταξύ έχει κοιμηθεί. Κρατάει το πιστόλι του, ενώ η υπηρέτρια του θύματος τον συνοδεύει, κρατώντας ένα μεγάλο μαχαίρι, για να προσφέρει τη βοήθειά της σε περίπτωση που αστοχήσει. Κατά την είσοδο στο δωμάτιο του θύματος, ο ανιψιός πλησιάζει στο προσκέφαλο του κρεβατιού και τον πυροβολεί στο κεφάλι, από πίσω. Η σφαίρα δεν επιφέρει τον θάνατο: Ο Αθανασόπουλος πέφτει στο δάπεδο φωνάζοντας. Τον πυροβολεί ξανά. Ρίχνει και μια τρίτη σφαίρα, που αστοχεί και σφηνώνεται στο τοίχο της κάμαρας. Μπαίνει μέσα και η πεθερά, φωνάζοντας «Τι τον φυλάτε; Πνίξτε τον!». Σφίγγει με τα χέρια της τον λαιμό του. Στην προσπάθειά του να αντισταθεί, το θύμα σπάει τον καθρέφτη. Αμέσως μετά, ο Αθανασόπουλος είναι πια για τα καλά νεκρός.
Η πεθερά του Αθανασόπουλου, Άρτεμις Κάστρου, δηλώνει μετά από λίγες ημέρες στους δημοσιογράφους: «Τι να σας πω; Αυτός ήταν ένας παλιάνθρωπος, ένας χαρτοπαίκτης. Μας έφαγε ένα σωρό λεφτά. Ολόκληρα εκατομμύρια, παιδιά μου. Και δεν φτάνει αυτό, είχε την αναίδεια να μας βρίζει κιόλας και να μας φοβερίζει πώς θα κόψει τον λαιμό μας. Τι θέλατε να κάνουμε; Να τον αφήσουμε να μας σκοτώσει; Τέτοιο πράγμα είναι αλήθεια πώς δεν το είχε σκεφτεί κανένας να γίνει, αλλά αφού τον σκότωσε το παιδί απάνω στον καυγά, σκεφτήκαμε πώς θα τα καταφέρναμε να τον πετάξουμε κάπου, για να μην τον βρούνε και έτσι να ξεφύγουμε. Δυστυχώς, μας πιάσανε. Θα περιμένουμε την τύχη μας».
Η επιρροή του εγκλήματος στην κοινωνία της εποχής ήταν τόσο μεγάλη που έγινε και λαϊκό τραγούδι σε μουσική και στίχους του Ιάκωβου Μοντανάρη το 1931, το γνωστό Κακούργα πεθερά ή αλλιώς Καημένε Αθανασόπουλε τι σου' μελλε να πάθεις / από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις.
www.vice.com