Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε λίγο πριν το 1500 μ.Χ. στο ορεινό χωριό Σκλάταινα της Καρδίτσας, την σημερινή Δρακότρυπα. Το όνομά του ήταν Δημ...
Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε λίγο πριν το 1500 μ.Χ. στο ορεινό χωριό Σκλάταινα της Καρδίτσας, την σημερινή Δρακότρυπα. Το όνομά του ήταν Δημήτριος και από παιδί επέδειξε ζήλο για την αγάπη του Χριστού και την ασκητική ζωή.
Σε ηλικία 18 ετών μόνασε στα Μετέωρα λαμβάνοντας το όνομα Δανιήλ.
Τρία χρόνια αργότερα, αναζητώντας πιο απομονωμένο τόπο και επειδή δεν του έδιναν την ευκαιρία ν’ αναχωρήσει, πήδηξε ως δια θαύματος κάτω από το βράχο των Μετεώρων και μετέβη στις Καρυές του Αγίου Όρους. Εκεί γίνεται ιερεύς και μεγαλόσχημος μοναχός, μετονομασθείς σε Διονύσιο.
Θέλοντας ν’ αποφύγει την εκλογή του σε επίσκοπο που επεδίωκαν οι κάτοικοι της περιοχής, αναχώρησε κρυφά και μετέβη στον Όλυμπο. Εκεί ασκήτευσε σ’ ένα σπήλαιο που σώζεται μέχρι και σήμερα. Συκοφαντούμενος όμως εκδιώχθηκε από το ασκητήριό του και αναχώρησε για το Πήλιο, όπου το 1542 μ.Χ. ίδρυσε τη μονή της Αγίας Τριάδος Σουρβίας έπειτα από θαυματουργική υπόδειξη του Θεού.
Μετά από τρία έτη και λόγω της παντελούς ανυδρίας που έπληξε τον τόπο των διωκτών του, επέστρεψε επισήμως με πρόσκληση του διώκτη του Αγά Σάκου. Με την αγγελική βιωτή του γρήγορα προσείλκυσε πλήθος μοναχών, ο ίδιος όμως χρησιμοποιούσε τα πλησιόχωρα σπήλαια για προσευχή και ησυχία, όπου ζούσε στο γνόφο της νοερής προσευχής. Δεν παρέλειπε, ωστόσο, να περιέρχεται τα γύρω χωριά για να κηρύξει, να εξομολογήσει και να στηρίξει τους σκλαβωμένους Έλληνες. Είχε απέραντη αγάπη για το λαό.
Εκοιμήθη εν ειρήνη, αφήνοντάς μας για ανεκτίμητο θησαυρό τα χαριτόβρυτα λείψανά του.
Στη Δρακότρυπα η εορτή του πανηγυρίζεται επίσης την τελευταία Κυριακή του Ιουλίου.
Απολυτίκιον
Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Τού Ολύμπου οικήτωρ Πιερίας αγλάισμα, και της επωνύμου Μονής σου ιερόν περιτείχισμα, εδείχθης Διονύσιε σοφέ, βιώσας ώσπερ Άγγελος εν γη, και παρέχεις την ταχείαν σου αρωγήν, τοις ευλαβώς κραυγάζουσιν δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σού πάσιν ιάματα.