Το 1254 ο μεγάλος αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης πέθανε, αφήνοντας την Αυτοκρατορία της Νίκαιας πανίσχυρη. Ο Ιωάννης είχε κατορθώσει...
Το 1254 ο μεγάλος αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης πέθανε, αφήνοντας την Αυτοκρατορία της Νίκαιας πανίσχυρη. Ο Ιωάννης είχε κατορθώσει όχι μόνο να αποκρούσει τις εναντίον του επιθέσεις των Λατίνων, αλλά και να απελευθερώσει πολλά εδάφη στη Θράκη και τη Μακεδονία.
Αυτός δεν ενόχλησε την Αυτοκρατορία μέχρι τη στιγμή που ο Ιωάννης Βατάτζης πέθανε. Τότε θεώρησε κατάλληλη την στιγμή για να ανακτήσει όλα τα εδάφη που το βουλγαρικό βασίλειο είχε απολέσει από τον Ιωάννη Βατάτζη. Ο Βούλγαρος βασιλιάς υπολόγιζε ότι ο διάδοχος του Βατάτζη Θεόδωρος Β’ θα χρειαζόταν αρκετό χρόνο μέχρι να εδραιωθεί στον θρόνο του.
Εκμεταλλεύτηκε επίσης το γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν σοβαρές αυτοκρατορικές δυνάμεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, με εξαίρεση τις ολιγάριθμες φρουρές στις διάφορες πόλεις. Τέλος, υπολόγιζε στον παράγοντα του αιφνιδιασμού, αφού οι σχέσεις των δύο κρατών, εκείνη την εποχή, ήταν ικανοποιητικές και υπήρχαν συγγενικοί δεσμοί μεταξύ των δύο βασιλικών οίκων και άρα οι Βυζαντινοί δεν ανέμεναν βουλγαρική επίθεση
Ο Βούλγαρος βασιλιάς πάντως δεν επιτέθηκε αμέσως. Περίμενε να έρθει ο χειμώνας, ώστε να μην είναι εύκολος ο ανεφοδιασμός με τρόφιμα των διαφόρων φρουρών – τον χειμώνα δεν μπορούσε να τραφεί ο στρατός εκ των ενόντων – αλλά και να μην είναι δυνατή άμεση βυζαντινή αντίδραση. Αυτό τουλάχιστον νόμιζε.
Βουλγαρική εισβολή
Ο Μιχαήλ Ασάν συγκέντρωσε τις δυνάμεις του βόρεια του ποταμού Έβρου, ο οποίος αποτελούσε το σύνορο των δύο κρατών, τον Δεκέμβριο του 1254 και εισέβαλε στα αυτοκρατορικά εδάφη, στις αρχές Ιανουαρίου του 1255. Οι Βούλγαροι κινήθηκαν, κυριολεκτικά, με ρυθμούς κεραυνοβόλου πολέμου, παρά τις άσχημες καιρικές συνθήκες και κυρίευσαν ταχύτατα πολλές πόλεις, χωριά και οικισμούς, σχεδόν χωρίς αντίσταση.