Ο Ιωάννης Διαμάντης υπήρξε μια από τις σημαντικότερες και πιο εμβληματικές προσωπικότητες όχι μόνον της Δερβιτσάνης, αλλά και όλου του Ελλη...
Ο Ιωάννης Διαμάντης υπήρξε μια από τις σημαντικότερες και πιο εμβληματικές προσωπικότητες όχι μόνον της Δερβιτσάνης, αλλά και όλου του Ελληνισμού της βόρειας Ηπείρου. Μια μορφή καθόλα δυναμική, αποφασιστική, με πνεύμα δικαιοσύνης και θυσίας.
Γεννήθηκε το 1910 στη Δερβιτσάνη, μέλος μιας εφταμελής οικογένειας (έξι αγοριών και ενός κοριτσιού). Οικογένεια πραγματικά από τις λίγες, η οποία όχι μόνον ήτανε αρχοντική – καθότι ασχολούνταν με τα κτήματα και το εμπόριο – αλλά υπήρξε μια από τις σημαντικότερες οικογένειες του τόπου, η οποία στήριζε με την παρουσία της την εντόπια οικονομία.
Ο ίδιος όντας φιλομαθής, μετά το πέρας της φοιτήσεώς του στο δημοτικό σχολείο του χωριού μας, μεταβαίνει στο Γυμνάσιο Κερκύρας και το έτος 1935 αποφοιτά από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αφού ολοκλήρωσε όλες τις πανεπιστημιακές του υποχρεώσεις, επιστρέφει στη γενέτειρά του τη Δερβιτσάνη, ασκώντας την νομική του ιδιότητα στα δικαστήρια της πόλεως του Αργυροκάστρου. Μολαταύτα εμπόδιο για τον ίδιο υπήρξε η μη κατοχή της αλβανικής γλώσσας, πράγμα που τον οδήγησε για ένα χρόνο στα Τίρανα, με απώτερο σκοπό την εκμάθησή της.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα Τίρανα δεν έμεινε άπραγος, αλλά αντιθέτως ασχολήθηκε με θέματα των υπόδουλων Ελλήνων της περιοχής μας, δίνοντας σημαντικό παρόν στην Ελληνική Πρεσβεία των Τιράνων.
Επιστρέφει ξανά εις το Αργυρόκαστρο, όπου και ανοίγει το δικό του δικηγορικό γραφείο.
Ωστόσο το μένος των Αλβανών εθνικιστών τον οδηγεί τον Οκτώβριο του 1940 μαζί με το θείο του Σπυρίδωνα Διαμάντη και άλλους Έλληνες της περιοχής μας, εξόριστο στην Ιταλία για έναν ολόκληρο χρόνο.
Μετά την επιστροφή του από την εξορία επιστρέφει μόνιμα στο Αργυρόκαστρο καθώς το ίδιο ακριβώς αναγκάζεται να κάνει και η οικογένεια της γυναίκας του της Όλγας, η οποία οδηγήθηκε αναγκαστικά στον τόπο μας, λόγω της κατεχόμενης τότε Αθήνας. (Η οικογένεια της συζύγου του καταγόταν από τις Σέρρες). Ο ίδιος για να αποδώσει ένα είδους ευχαρίστησης προς την οικογένεια της συζύγου του, η οποία τον βοήθησε πολύ κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα, κατάφερε να τους συντηρεί εξολοκλήρου μόνος του.
Μαζί με άλλους δικούς μας πατριώτες υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Μ.Α.Β.Η.» (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου) και κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος στη χώρα, στήριξε όλον τον Ελληνισμό μας μαζί με τους Καλυβόπουλο και Ν. Τόλια, ως αντιπρόσωποι της Ελληνικής μειονότητας, σε συζήτηση με τα όργανα του «Balli Kombetar» (Εθνικό Μέτωπο Αλβανίας), οι οποίοι ζητούσαν την συμμετοχή των Ελλήνων της Δερόπολης σε πόλεμοκατά του Γερμανού κατακτητή.
Ο ίδιος είπε τα ακόλουθα:
«Κύριοι. Οι δρόμοι μας είναι τελείως διαφορετικοί και δεν συναντώνται. Εσείς μεν θέλετε να δημιουργήσετε Αλβανία με τα προπολεμικά της σύνορα και αν είναι δυνατόν μέχρι την Πρέβεζα και την Άρτα, εμείς θέλομε την Ελλάδα να έλθει μέχρι το Τεπελένι και βορειότερα, επομένως η συνεργασία μας είναι αδύνατη και ας ακολουθήσει ο καθένας τον εθνικό του δρόμο».
Κατόπιν αυτών των δηλώσεων συνελήφθη και φυλακίστηκε στις φυλακές της Αυλώνας για ένα εξάμηνο και λίγο μετά την αποφυλάκισή του, εγκαταστάθηκε στη Σωτήρα της Άνω Δερόπολης μαζί με η σύζυγό του και την οικογένειά της (για λόγους ασφάλειας των υπολοίπων).
Έπειτα έγιναν αρκετές προσπάθειες για τη δολοφονία του από κομμουνιστές Αλβανούς και «Ελασίτες» Έλληνες, στήνοντάς του διάφορες παγίδες.
Αφού του πρόσφεραν θέση στο στρατιωτικό απόσπασμα της Δερόπολης με σκοπό να ελέγχουν τις ενέργειές του, ο Γιάννης κατάλαβε την όλη παγίδα καταφέρνοντας να δραπετεύει μαζί με την οικογένειά του , μετά από τη προειδοποίηση κάποιου «Ελασίτη» με το επώνυμο Γιάνναρης, ο οποίος έτρεφε για το Γιάννη φιλικά αισθήματα.
Χαρακτηριστικά του είπε: «Εάν δε φύγεις μέσα σε 24 ώρες, θα σε εκτελέσουν».
Έτσι λοιπόν διαφεύγοντας τον κίνδυνο εγκαθίσταται στα Ιωάννινα όπου ασχολήθηκε ενεργά με το Βορειοηπειρωτικό, συντάσσοντας έκθεση για τους φονευθέντες, σφαγιασθέντες, εκτοπισθέντες, καταδικασθέντες σε θάνατο Βορειοηπειρώτες και περί της δημεύσεως της περιουσίας των.
Αργότερα επιστρέφει και πάλι στην Αθήνα, ασκώντας τη νομική του ιδιότητα και ασχολούμενος ενεργά με τα θέματα του τόπου μας ως πρόεδρος της «Ένωσις Δροπολιτών».
Στις 7 Οκτωβρίου του 1955 ο Ιωάννης Διαμάντης ύστερα από επιδείνωση της υγείας του από τις πολλές κακουχίες, αφήνει την τελευταία του πνοή στον Ερυθρό Σταυρό Αθηνών σε ηλικία μόλις 45 ετών.
Πίσω άφησε δύο ανήλικα παιδιά και μια χήρα γυναίκα.
Η μητέρα του και τα αδέρφια του εξορίστηκαν στο Φίερι, καταφέρνοντας να επισκεφθούν το χωριό τους τη Δερβιτσάνη έπειτα από 35 χρόνια εξορίας. Ωστόσο δεν εγκαταστάθηκαν στη Δερβιτσάνη, διότι το σπίτι τους είχε γίνει νηπιαγωγείο από το καθεστώς σε συνεργασία με «κομματικούς» της Δερβιτσάνης.
Η κόρη του Ανθούλα Κιπιώτη – Διαμάντη υπήρξε καθηγήτρια Πανεπιστημίου, ενώ ο γιος του Μιχάλης, χειρούργος ιατρός στην Αθήνα.
Την ημέρα της αναγγελίας του θανάτου του Ενβέρ Χότζα, έστησε ολόκληρο γλέντι ως ανάμνηση της νίκης τους έναντι των δεινών του πατέρα τους και όλους του Ελληνισμού.
Πηγή: Dervitsani.gr
Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο