Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, είναι οι ρωμαίοι Αυτοκράτορες που εδραίωσαν το Χριστανισμό στην Ευρώπη Με το διάταγμα των Μεδιολάνων ...
Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, είναι οι ρωμαίοι Αυτοκράτορες που εδραίωσαν το Χριστανισμό στην Ευρώπη
Με το διάταγμα των Μεδιολάνων επέβαλαν την ανεξιθρησκία και ουσιαστικά επέτρεψαν στους Χριστιανούς να πιστεύουν και να ασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα χωρίς να διώκονται. Η Αγία Ελένη αν και ρωμαία Αυτοκράτειρα για τη συμβολή της στο Χριστιανισμό παρουσιάζεται στη Βυζαντινή Αγιογραφία με ενδύματα βυζαντινής αυτοκράτειρας.
Αλλά και ο γιος της ο Μέγας Κωνσταντίνος μετά το Χριστιανικό βάπισμά του δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά μόνο το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα που πέθανε το 337 μ.Χ.
Οι πληροφορίες για τη γέννηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι συγκεχυμένες. Ως γενέτειρά του αναφέρονται η Ταρσός της Κιλικίας, το Δρέπανο της Βιθυνίας και η Ναϊσό της Άνω Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας η οποία θεωρείται και η επικρατέστερη). Θεωρείται όμως ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 272-288 μ.Χ. Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, η Φλαβία Ιουλία Ελένη, ή Ελένη Αυγούστα (κόρη ενός πανδοχέα) και του Κωνστάντιου Α΄ του Χλωρού (λόγω της χλωμότητος του προσώπου του ονομάσθηκε Χλωρός). Ο Κωνστάντιος παντρεύτηκε την Ελένη γύρω στο 273. Ο Μέγας Κωνσταντίνος υπήρξε ο πρωτότοκος γιος του.
Την εποχή της γέννησης του Κωνσταντίνου η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε περιέλθει σε χαώδη κατάσταση. Το 284, μετά τη δολοφονία του Νουμεριανού, ανακηρύχθηκε στη Χαλκηδόνα ως νέος αυτοκράτορας ο Διοκλητιανός, που καταγόταν από τη Δαλματία, και έγινε αργότερα μεγάλος διώκτης των χριστιανών. Βασίλευσε για 21 έτη (μέχρι το 305), δύο όμως χρόνια μετά (286) διαίρεσε το Ρωμαϊκό κράτος σε δύο τμήματα, το Ανατολικό ή Ιλλυρικό και το Δυτικό τμήμα. Το Ανατολικό τμήμα περιλάμβανε την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο, και είχε πρωτεύουσα τη Νικομήδεια, όπου εγκαταστάθηκε ο ίδιος και απ' όπου διεύθυνε την όλη αυτοκρατορία. Στο Δυτικό τμήμα, που περιλάμβανε την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Βρετανία και τη Βόρεια Αφρική, με έδρα τα Μεδιόλανα (Μιλάνο της Ιταλίας) εγκατέστησε αυτοκράτορα τον έμπιστο φίλο του Μαξιμιανό τον Ερκούλιο (Ηρακλή).
Προχωρώντας στη διοικητική μεταρρύθμισή του ο Διοκλητιανός, το 293 διόρισε άλλους δύο βοηθούς στην ενάσκηση της εξουσίας, τους οποίους ονόμασε Καίσαρες, ενώ ο ίδιος και ο Μαξιμιανός διατήρησαν τον τίτλο του Αυγούστου (Σεβαστού). Οι Καίσαρες θα ήταν συμβασιλείς, βοηθοί και διάδοχοι των Αυγούστων. Στην Ανατολή ο Διοκλητιανός προσέλαβε ως Καίσαρα το Γαλέριο, ενώ στη Δύση όρισε τον πατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον Κωνστάντιο Α' τον Χλωρό, υπό την εξουσία του Μαξιμιανού. Ο Κωνσταντίνος από το 305 βρισκόταν στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια με το αξίωμα του χιλίαρχου, εντάχθηκε στις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού και έλαβε μέρος σε εκστρατείες με το υψηλό αξίωμα του τριβούνου.
Το όραμα με το σύμβολο του Σταυρού
Σημειώνεται ότι ο πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου αν και δεν ήταν Χριστιανός δεν άσκησε διωγμούς στις επαρχίες που εξουσίαζε, αλλά τίμησε τους πιστούς χριστιανούς της αυλής του με υψηλά αξιώματα.
Το νέο αξίωμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου δεν αποδέχθηκε ο Γαλέριος. Ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούσθηκε με τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά και διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα. Από την πλευρά του ο Μέγας Κωνσταντίνος γνώριζε ότι ο στρατός του μειονεκτούσε. Και για να μπορέσει να νικήσει προσευχήθηκε. Ο ιστορικός Ευσέβιος λέει ότι δεν γνώριζε σε ποιόν θεό να προσευχηθεί. Άρχισε να προσεύχεται υψώνοντας το δεξί του χέρι και ικετεύοντάς Τον να του αποκαλυφθεί. Ενώ προσευχόταν, είδε στον ουρανό το τρόπαιο του Σταυρού, που έγραφε «τούτω νίκα». Το βράδυ στον ύπνο του είδε τον Κύριο μαζί με το σύμβολο του Σταυρού, ο οποίος και τον προέτρεψε να κατασκευάσει το σύμβολο αυτό και να το χρησιμοποιεί ως φυλακτήριο πιο πολέμους.
Όπερ και εγένετο. Ο Μέγας Κωνσταντίνος με το Χριστιανικό λάβαρο και το Σταυρό, αρχίζει να προελαύνει προς την Ρώμη εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση. Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., στα Μεδιόλανα, όπου γίνεται ο γάμος του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επέρχεται μια ιστορική συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών που καθιερώνει την αρχή της ανεξιθρησκείας.
Το έργο του Μεγάλου Κωνσταντίνου
Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατά τη διάρκεια της βασιλείας του θέσπισε νόμους και προχώρησε στην ανάκληση των εξορίστων και απελευθέρωση των καταδικασμένων για την πίστη τους στους προηγουμένους διωγμούς, καθώς και για την τιμή των Αγίων Μαρτύρων και την απόδοση των κατασχεθέντων εκκλησιαστικών κτημάτων στους νομίμους κατόχους τους (τις τοπικές Εκκλησίες).
Ακόμη, με σχετικούς νόμους προήγαγε τους Χριστιανούς στα ποικίλα αξιώματα, έπαυσε τις ειδωλολατρικές θυσίες και επιχορήγησε την ανοικοδόμηση νέων ναών, καθώς και τη διεύρυνση και συντήρηση παλαιοτέρων. Περαιτέρω, με σχετικό του διάταγμα προτρέπει, αλλά δεν εξαναγκάζει, τους ειδωλολάτρες να γίνουν Χριστιανοί.
Τα πιο σημαντικά έργα του ήταν η σύγκληση της Α' Οικουμενικής Συνόδου, η αποστολή της μητέρας του, της Αγίας Ελένης, στα Ιεροσόλυμα για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού, η ανοικοδόμηση της Κωνσταντινούπολης, και η ολοκλήρωσή του στην Χριστιανική Πίστη με τη βάπτισή του.
Τα προβλήματα
Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν πολλά. Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού. Η προσπάθεια επιλύσεως του θέματος δεν ευδοκίμησε και αποφασίσθηκε η σύγκλιση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ.
Ο ιστορικός Ευσέβιος περιγράφει την είσοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Ηταν ταπεινός, σεμνός και στην ομιλία του χαρακτήρισε τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ως το μεγαλύτερο δεινό και από τους πολέμους. Η κρίσιμη φράση του, «περί τής πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν από όλους τους ιστορικούς συγγραφείς. Μετά το τέλος της Συνόδου γνωστοποίησε σε κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας του την καταδίκη του Αρείου και απαγορεύει την απόκτηση και την απόκρυψη των συγγραμμάτων του. Τέλη του 327 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος καλεί τον Άρειο στα ανάκτορα. Ο αιρεσιάρχης πείθει των Μέγα Κωνσταντίνο ότι η διδασκαλία του δεν διαφέρει ουσιαστικά από όσα είχε αποφασίσει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Τελικά ο αυτοκράτορας συγκαλεί νέα Σύνοδο, το Νοέμβριο του 327 μ.Χ., η οποία ανακαλεί τον Άρειο από την εξορία και αποκαθιστά τους εξόριστους Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ανάκληση του Αρείου και η αποκατάσταση των περί αυτών πυροδότησε νέες έριδες στους κόλπους της Εκκλησίας.
Τα πρώτα σημάδια της ασθένειάς του
Τον Απρίλιο του 337 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος, αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ασθένειας και κατέφυγε σε ιαματικά λουτρά. Βλέποντας όμως την υγεία του να επιδεινώνεται μετέβη στην πόλη Ελενόπολη της Βιθυνίας, τη γενέτειρα της μητέρας του. Εκεί παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου ανέπεμπε ικετήριες ευχές και λιτανείες προς τον Θεό. Τότε βαπτίσθηκε Χριστιανός.
«Αυτός ήταν ο καιρός που προσδοκούσα από παλιά και διψούσα και ευχόμουν να καταξιωθώ της εν Θεώ σωτηρίας. Ήλθε η ώρα να απολαύσουμε και εμείς την αθανατοποιό σφραγίδα, ήλθε η ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνου, στα οποία, όπως παραδίδεται, ο Σωτήρας μας έλαβε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον.
Ο Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μας αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ. Ας μην υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία. Γιατί και εάν ακόμη είναι θέλημα του Κυρίου της ζωής και του θανάτου να συνεχισθεί η επίγεια ζωή μας και να συνυπάρχω με το λαό του Θεού, θα πλαισιώσω τη ζωή μου με όλους εκείνους τους κανόνες που αρμόζουν στον Θεό», είπε στη Νικομήδεια ενώπιον των Επισκόπων.
Πέθανε το 337, ανήμερα της Πεντηκοστής.