Η Συμφωνία των Πρεσπών άνοιξε τον ασκό του Αιόλου όχι τόσο επειδή έδω παράγωγη σύνθετη ονομασία της λέξης «Μακεδονία» στους Σκοπιανούς ...
Η Συμφωνία των Πρεσπών άνοιξε τον ασκό του Αιόλου όχι τόσο επειδή έδω παράγωγη σύνθετη ονομασία της λέξης «Μακεδονία» στους Σκοπιανούς αλλά επειδή αναγνώρισε γλώσσα και ταυτότητα «μακεδονική».
Αυτόματα αυτό δημιουργεί ζήτημα ιστορικό, δηλαδή κάποιοι εμφανίζονται να διεκδικούν μεγάλο μέρος της ελληνικής Ιστορίας και για λόγους «απλοποίησης» είναι πίο εύκολο να διαχωρίσουμε τους Αρχαίους Έλληνες Μακεδόνες από τον Ελληνισμό από το να πούμε πως οι «Μακεδόνες» του σήμερα είναι Σλάβοι οι οποίοι απλώς υιοθέτησαν την ονομασία.
Όμως μιλούσαν σλαβικά και βλάχικα και όχι ελληνικά αλλά αναγνώριζαν την θρησκευτική κυριαρχία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και όχι της βουλγαρικής Εξαρχίας ως ένδειξη ότι ανήκουν στον ελληνικό Έθνος.
Η υπαγωγή στο Πατριαρχείο σήμαινε άσκηση της Λειτουργίας στα ελληνικά και όχι στα βουλγαρικά όπως γίνονταν στην αποσχισθείσα Εξαρχία.
Διότι τα περιβόητα σκοπιανά αυτό ακριβώς είναι, βουλγαρική διάλεκτος.
Ρωτήστε ο καθένας προσωπικά έναν Βούλγαρο υπήκοο που βρίσκεται στην χώρα μας για να γίνει κατανοητό τι είναι η σκοπιανή διάλεκτος.
Τώρα όμως χρησιμοποιώντας την Συμφωνία των Πρεσπών οι Σκοπιανοί ισχυρίζονται ότι υπάρχει εθνική μειονότητα «μακεδόνων» στην Βόρεια Ελλάδα και μάλιστα ότι πέραν από αυτές τις λίγες χιλιάδες που το «γνωρίζουν», πολλές ακόμα εκατοντάδες χιλιάδες που δεν το «γνωρίζουν».
Βρισκόμαστε δηλαδή στην αρχή μιας προσπάθειας «αναδιαπαιδαγώγησης» των νυν Ελλήνων που ζουν στα βόρεια της χώρας: «Δεν είστε αυτό που νομίζετε».
Σε όλα αυτα οι Σκοπιανοί χρησιμοποιούν και απόψεις σύμφωνες προς αυτούς Ελλήνων καθηγητών!
«Η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη μειονοτήτων στο έδαφός της, εκτός από τη μουσουλμανική, αλλά στην απογραφή στη δεκαετία του ’50 του περασμένου αιώνα υπήρχαν εγγεγραμμένοι πληθυσμοί που μιλούσαν μια διαφορετική γλώσσα από την ελληνική που αποκαλούνταν ‘σλαβομακεδονική’.
Μερικοί επιστήμονες στην Ελλάδα πιστεύουν ότι υπάρχουν στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι υπάρχουν πολίτες της Ελλάδας που έχουν διαφορετική πολιτισμική, εθνολογική και γλωσσική ταυτότητα που σχετίζονται με τη ‘Μακεδονία’», γράφει σλαβικό δημοσίευμα των Σκοπίων.
«Είναι πολύ περίπλοκο. Πρώτον, χρειάζεται μια βαθύτερη έρευνα, διότι γνωρίζουμε ότι σιγά-σιγά χάνονται, επειδή οι νέες γενιές μιλάνε περισσότερο ελληνικά παρά τα σλαβο-μακεδονικά (славо-македонски).
Είναι ενδιαφέρον να γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό οι άνθρωποι αυτοί κατανοούν, μιλούν ή επικοινωνούν με αυτήν τη γλώσσα.
Δεύτερον εάν η γλώσσα αυτή είναι ζήτημα ταυτότητας για αυτούς», δήλωσε ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας της Θεσσαλονίκης.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές, όλοι όσοι ζουν σε αυτό το τμήμα της Ελλάδας, γνωρίζουν ανθρώπους που μιλούν μακεδονικά ή σε ορισμένες περιπτώσεις βουλγαρικά, αλλά η ύπαρξή τους επίσημα δεν φαίνεται.
«Ελπίζω ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Το πρώτο σημάδι είναι ότι τουλάχιστον μπορούμε να το συζητήσουμε ανοικτά. Παρατήρησα ότι τους μήνες που ακολούθησαν τη Συμφωνία των Πρεσπών, υπήρξε μια πολύ ανοιχτή συζήτηση για την παράδοση, τη γλώσσα, της ιστορίας αυτών των ανθρώπων», δήλωσε η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, σλαβολόγος και βαλκανολόγος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το ελληνικό κράτος δεν αποδέχεται την πολυμορφία αυτή, οι επιστήμονες το εξηγούν ως φόβο που προέρχεται κυρίως από τις περιπτώσεις ισχυρού εθνικιστικού λόγου ομάδων ανθρώπων από τη Βόρεια Μακεδονία αλλά και από ιστορικά γεγονότα, ιδιαίτερα, τα γεγονότα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.
«Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει τέτοια βάση. Μπορεί αν υπήρχε παλαιότερα, αλλά τώρα δεν υπάρχει καμία βάση για δεν υπάρχει αλυτρωτικό κύμα που θα δημιουργούσε αυτόν τον φόβο αλλαγής των συνόρων και των συναφών», λέει ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Η Ιωαννίδου λέει ότι το αίσθημα των εθνικών κινδύνων που παρουσιάζεται στη γενική ιδέα μιας μοναδικής κουλτούρας, γλώσσας, θρησκείας, που δεν βρίσκεται σε καμία βαλκανική χώρα μπορεί να ξεπεραστεί κυρίως μέσω της εκπαίδευσης!
«Υπάρχει μια μεγάλη ευκαιρία που πρέπει να χρησιμοποιηθεί και αυτή είναι η εκπαίδευση για να μάθουν (τα παιδιά) τους μεταξύ τους πολιτισμούς, την οικοδόμηση φιλίας και όχι τον εθνικισμό στα σχολεία και τα πανεπιστήμια», λέει Αλεξάνδρα Ιωαννίδου από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.
Η Συμφωνία των Πρεσπών, σύμφωνα με τους επιστήμονες είναι μια καλή αρχή, αλλά χρειάζεται χρόνος και για τα δύο μέρη να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον, και όταν συμβεί αυτό θα καταλάβουν ότι δεν υπάρχει χώρος για φόβο, σημειώνει το δημοσίευμα της ‘ТЕЛМА’ των Σκοπίων.pronews.gr