Ασύλληπτη φαίνεται πως είναι πλέον η ανάπτυξη των οπλικών συστημάτων στις ΗΠΑ. Μετά τα τηλεκατευθυνόμενα και τα «έξυπνα» αυτοκατευθυνόμενα...
Ασύλληπτη φαίνεται πως είναι πλέον η ανάπτυξη των οπλικών συστημάτων στις ΗΠΑ. Μετά τα τηλεκατευθυνόμενα και τα «έξυπνα» αυτοκατευθυνόμενα οπλικά συστήματα, έρχονται τα όπλα που θα ελέγχονται απευθείας από το νου των στρατιωτών.
Οι ΗΠΑ αναπτύσσουν εξάλλου και τεχνολογία που θα επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ ανθρώπινων (στρατιωτικών) εγκεφάλων.
Ήδη, η Υπηρεσία Προηγμένων Αμυντικών Ερευνητικών Προγραμμάτων (DARPA) του αμερικανικού Πενταγώνου ανακοίνωσε ότι θα χρηματοδοτήσει ερευνητικά προγράμματα που θα επιτρέπουν σε drones και σε άλλα όπλα να «διαβάζουν» τη σκέψη των χειριστών τους και να ανταποκρίνονται στις εντολές τους, χωρίς να χρειάζεται ο στρατιώτης να πατήσει κάποιο κουμπί ή να κινήσει έναν κέρσορα ή ένα χειριστήριο.
Οι ΗΠΑ θέλουν να αξιοποιήσουν τη γενετική τροποποίηση του ανθρώπινου εγκεφάλου, την τεχνητή νοημοσύνη, τη νανοτεχνολογία και την υπέρυθρη ακτινοβολία για να δημιουργηθούν οπλικά συστήματα ελεγχόμενα από τη σκέψη στο πλαίσιο του προγράμματος Μη-Χειρουργικής Νευροτεχνολογίας Επόμενης Γενιάς (Ν3) της DARPA. Έξι ερευνητικές ομάδες θα χρηματοδοτηθούν αδρά για να αναπτύξουν τεχνολογίες αμφίδρομης και άμεσης επικοινωνίας ανάμεσα στον εγκέφαλο και στο μηχάνημα-όπλο, χωρίς να απαιτείται κάποια χειρουργική επέμβαση.
Ένας κρίσιμος παράγοντας θα είναι η αμεσότητα της επικοινωνίας, καθώς στην περίπτωση των οπλικών συστημάτων, ιδίως σε συνθήκες μάχης, είναι ζωτικής σημασίας να μην υπάρχει χρονική υστέρηση ανάμεσα στη νοητική εντολή και στην εκτέλεσή της (ως όριο τέθηκαν το πολύ τα 50 χιλιοστά του δευτερολέπτου μέσα στην επόμενη τετραετία). Επίσης θα επιδιωχθεί να αποφευχθεί η χειρουργική τοποθέτηση κάποιου ηλεκτρονικού εμφυτεύματος-διεπαφής στον εγκέφαλο. Στόχος της DARPA είναι να αναπτυχθούν τεχνολογίες ελάχιστα έως καθόλου επεμβατικές, όσον αφορά τις διεπαφές εγκεφάλου-υπολογιστή (Brain-Computer Interfaces).
Σημαντικός είναι και ο ρόλος που αναμένεται να παίξει η εισαγωγή γενετικού υλικού στους νευρώνες του εγκεφάλου, έτσι ώστε αυτός να παράγει νέες πρωτεΐνες και να αποκτήσει βελτιωμένες δυνατότητες, π.χ. να είναι δυνατό να μεταδίδονται εικόνες από τον οπτικό φλοιό ενός ανθρώπου στον οπτικό φλοιό ενός άλλου (επικοινωνία μεταξύ εγκεφάλων).