Η 11η Ιουλίου καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα Πληθυσμού το 1990 για να κάνει γνωστό στο ευρύ κοινό τα προγράμματα του Ταμείου για τον Πλη...
Η 11η Ιουλίου καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα Πληθυσμού το 1990 για να κάνει γνωστό στο ευρύ κοινό τα προγράμματα του Ταμείου για τον Πληθυσμό (UNFPA), ενός οργανισμού του ΟΗΕ που προωθεί το δικαίωμα κάθε άνδρα, γυναίκας και παιδιού στην υγεία και τις ίσες ευκαιρίες.
Ο ρυθμός ανάπτυξης του παγκόσμιου πληθυσμού κορυφώθηκε το 1965-1970, όταν αυξήθηκε 2,1%, κατά μέσον όρο, ετησίως. Έκτοτε, ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού έχει επιβραδυνθεί κατά το ήμισυ, μειωμένος κάτω από το 1,1% ετησίως το 2015-2020 και αναμένεται να συνεχίσει να επιβραδύνεται μέχρι το τέλος του αιώνα.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμένεται να φθάσει τα 8,5 δισεκ. το 2030, 9,7 δισεκ. το 2050 και 10,9 δισεκ. το 2100.
Δείτε το γράφημα:
Το γράφημα αποτυπώνει στοιχεία του ΟΗΕ για τον παγκόσμιο πληθυσμό
Οι πέντε πολυπληθέστερες χώρες το 2019 ήταν οι Κίνα (1,43 δισεκ.), Ινδία (1,37 δισεκ.), ΗΠΑ (329 εκατ.), Ινδονησία (271 εκατ.) και Πακιστάν (217 εκατ.). Το 2100 εκτιμάται ότι η σειρά θα είναι η ακόλουθη:
Ινδία 1,5 δισεκ.
Κίνα 1,1 δισεκ.
Νιγηρία 733 εκατ.
ΗΠΑ 434 εκατ.
Πακιστάν 403 εκατ.
Περισσότερο από το ήμισυ της προβλεπόμενης αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού μέχρι το 2050 θα συμβεί σε μόλις εννέα χώρες: τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, την Ινδία, την Ινδονησία, τη Νιγηρία, το Πακιστάν, την Τανζανία και τις ΗΠΑ. Οι διαφορετικοί ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού στις μεγαλύτερες χώρες του κόσμου θα αλλάξουν την κατάταξή τους κατά μέγεθος: για παράδειγμα, η Ινδία αναμένεται να ξεπεράσει την Κίνα ως η πολυπληθέστερη χώρα παγκοσμίως, γύρω στο 2027.
Οι πληθυσμοί 55 χωρών ή περιοχών αναμένεται να μειωθούν κατά 1% ή περισσότερο, μεταξύ 2019 και 2050 λόγω των σταθερών χαμηλών επιπέδων γονιμότητας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, λόγω υψηλών ποσοστών μετανάστευσης. Οι μεγαλύτερες σχετικές μειώσεις του πληθυσμού κατά την περίοδο αυτή, με απώλειες περίπου 20% ή περισσότερο, αναμένονται στη Βουλγαρία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Ουκρανία και τις νήσους Ουαλίς και Φουτουνά.
Το 2018, για πρώτη φορά στην ιστορία, τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω παγκοσμίως ξεπέρασαν τα παιδιά κάτω των πέντε ετών. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι μέχρι το 2050 θα υπάρχουν περισσότερα από διπλάσια άτομα άνω των 65 ετών σε σχέση με τα παιδιά κάτω των πέντε ετών. Μέχρι το 2050, ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω παγκοσμίως θα ξεπεράσει επίσης τον αριθμό των εφήβων και των νέων ηλικίας 15 έως 24 ετών.
Η συνολική γονιμότητα μειώθηκε σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες σε πολλές χώρες, έτσι ώστε σήμερα σχεδόν οι μισοί άνθρωποι παγκοσμίως ζουν σε μια χώρα ή περιοχή όπου η γονιμότητα κατά τη διάρκεια της ζωής είναι κάτω από 2,1 γεννήσεις ανά γυναίκα- που είναι περίπου το επίπεδο που απαιτείται για τους πληθυσμούς με χαμηλή θνησιμότητα να έχουν μηδενικό ρυθμό ανάπτυξης μακροπρόθεσμα. Το 2019, η γονιμότητα παραμένει πάνω από αυτό το επίπεδο, κατά μέσο όρο, στην υποσαχάρια Αφρική (4,6 γεννήσεις ανά γυναίκα), την Ωκεανία εκτός της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας (3,4), τη Βόρεια Αφρική και τη Δυτική Ασία (2,9) και την Κεντρική και Νότια Ασία (2,4).
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για τον παγκόσμιο πληθυσμό έφτασε τα 72,6 χρόνια το 2019, δηλαδή μια βελτίωση που ξεπερνά τα 8 χρόνια από το 1990.
Περαιτέρω βελτιώσεις στην επιβίωση αναμένεται να οδηγήσουν σε παγκόσμια μέση διάρκεια ζωής περίπου 77,1 ετών το 2050.
Εκτιμάται ότι δέκα χώρες αντιμετωπίζουν καθαρή εκροή άνω του 1 εκατομμυρίου μεταναστών από το 2010 έως το 2020. Για πολλές από αυτές, οι απώλειες πληθυσμού λόγω μετανάστευσης κυριαρχούνται από προσωρινές μετακινήσεις εργασίας, όπως το Μπαγκλαντές (καθαρή εκροή -4,2 εκατομμύρια κατά τη διάρκεια της περιόδου 2010-2020), το Νεπάλ (-1,8 εκατομμύρια) και τις Φιλιππίνες (-1,2 εκατομμύρια). Σε άλλες, συμπεριλαμβανομένης της Συρίας (-7,5 εκατομμύρια), της Βενεζουέλας (-3,7 εκατομμύρια) και της Μιανμάρ (-1,3 εκατομμύρια), η ανασφάλεια και οι συγκρούσεις οδήγησαν στην καθαρή εκροή μεταναστών κατά τη δεκαετία.