Την δική του απάντηση στη συνέντευξη του τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί στα «ΝΕΑ» του Σαββάτου δίνει ο Μίκης Θεοδωράκης. Υπενθυ...
Την δική του απάντηση στη συνέντευξη του τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί στα «ΝΕΑ» του Σαββάτου δίνει ο Μίκης Θεοδωράκης.
Υπενθυμίζεται ότι ο τουρκοκύπριος ηγέτης, Μουσταφά Ακιντζί υποστήριξε ότι «δεν μπορεί να συνεχιστεί η αναβλητικότητα στο Κυπριακό» σημειώνοντας παράλληλα ότι, το ζήτημα των υδρογονανθράκων δεν μπορεί πλέον να αγνοείται.
Ο τουρκοκύπριος ηγέτης μάλιστα εκτίμησε πως η πρότασή του για τη δημιουργία μιας κοινής επιτροπής για τη συνδιαχείριση των υδρογονανθράκων, που έχει απορριφθεί ωστόσο ήδη από την ελληνοκυπριακή πλευρά, συνιστά τον καλύτερο τρόπο για τη μείωση της έντασης.
Εξακολουθεί να στηρίζει την προοπτική μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας χωρίς πάντως να αποκλείει πιθανή συζήτηση νέων σεναρίων, εφόσον γίνεται σεβαστή η αρχή της πολιτικής ισότητας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Η απάντηση του Μίκη Θεοδωράκη στον Ακιντζί
Ακολουθεί το άρθρο Μίκη Θεοδωράκη στα Νέα (10.8.2019)
Αν και λόγω της ηλικίας μου έχω απομακρυνθεί από τα κοινά, η σημερινή συνέντευξη του Τουρκοκύπριου Προέδρου κου Ακιντζί στα ΝΕΑ, με αναγκάζει να «στρατευτώ» και να μιλήσω ξανά.
Στα 1986 πήρα την πρωτοβουλία μαζί με άλλους φίλους στην Ελλάδα και στην Τουρκία και δημιουργήσαμε στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη Επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας που αμέσως βρήκε μεγάλη απήχηση στους λαούς των δύο χωρών.
Όταν γύρισα στην Αθήνα, μετά την ίδρυση της Επιτροπής, το ΠΑΣΟΚ με υποδέχθηκε ως προδότη, μετά από λίγο όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου με κάλεσε στο Καστρί για να μου πει «Έχεις δίκιο, εσύ είδες, εγώ δεν είδα, γι’ αυτό έχω καλέσει τους δημοσιογράφους που μας περιμένουν, γιατί θέλω να γίνει γνωστή η παραδοχή μου αυτή».
Αμέσως μετά την συνάντηση με τους δημοσιογράφους, κάλεσε στο Καστρί ολόκληρη την Ελληνική Επιτροπή για να μας παρακαλέσει να μεταφέρουμε στην Τουρκία ένα δικό του μήνυμα φιλίας.
Πήγαμε λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη για να μεταφέρουμε το μήνυμα του Α. Παπανδρέου. Όλη την ώρα που διάβαζα το μήνυμα αυτό μπροστά στην κάμερα του μοναδικού τότε Κρατικού τηλεοπτικού σταθμού της Τουρκίας, ο σταθμός έδειχνε για πρώτη φορά την φωτογραφία του Έλληνα Πρωθυπουργού.
Την επομένη στην Άγκυρα είχαμε συναντήσεις με όλους τους αρχηγούς των κομμάτων και φυσικά με τον τότε Πρωθυπουργό κ. Οζάλ. Σε όλους μεταφέραμε τις απόψεις του Α. Παπανδρέου για την έναρξη μιας νέας εποχής στις σχέσεις των δύο χωρών και όλοι τις δέχθηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό.
Μαζί με την Τουρκική Επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας, που είχε επί κεφαλής τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Άγκυρας Εκρέμ Ακουργκάλ, περιοδεύσαμε σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας και παντού μας υποδέχθηκαν με τον ίδιο ενθουσιασμό.
Στην Ελλάδα είχαμε την ίδια απήχηση, κυρίως στην ελληνική επαρχία, όπου είχαν ξεκινήσει να γίνονται τοπικές επιτροπές αρχίζοντας από την Πρέβεζα και τα Γιάννενα.
Αμέσως μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου, έγινε πρωθυπουργός ο Κων/νος Μητσοτάκης, που μου ανέθεσε κι αυτός να μεταφέρω το δικό του μήνυμα φιλίας και συνεργασίας στον κ. Οζάλ που στο μεταξύ είχε γίνει Πρόεδρος της Τουρκίας.
Μεταφέρω εδώ τα όσα μου είπαν οι δύο πολιτικοί ηγέτες:
Οζάλ: «Είμαι πρόθυμος και ευχαριστώ τον Έλληνα πρωθυπουργό. Όσα λέγονται περί επεκτατικής μας πολιτικής είναι μύθοι. Σήμερα η αξία των λαών δεν μετριέται με την εδαφική έκταση της χώρας τους αλλά με την κοινωνική τους ανάπτυξη. Αυτό κάνω εγώ αυτή τη στιγμή. Μείωση των στρατιωτικών μας δαπανών κατά 2%. Με τα κεφάλαια που θα εξοικονομηθούν, θα φτιάξουμε δεύτερη γέφυρα στην Ιστανμπούλ, αυτοκινητοδρόμους και στην ανατολική Τουρκία ένα μεγάλο φράγμα, το φράγμα Ατατούρκ, που θα ανεβάσει κάθετα την εθνική μας οικονομία. Τέλος κάναμε κι αυτό: »
Και μου δείχνει το κινητό του τηλέφωνο, που τότε ήταν άγνωστο σε μας. Ακολούθως με ρώτησε ποιος είναι ο αριθμός τηλεφώνου του σπιτιού μου και ποια ξένη γλώσσα μιλάει η γυναίκα μου. Του είπα «γαλλικά». Και τότε εκείνος πήρε τον αριθμό από το κινητό του, είπε γαλλιστί στην γυναίκα μου που απάντησε «Είμαι ο Πρόεδρος Οζάλ, χαίρομαι πολύ που σας μιλώ, σας δίνω τον σύζυγό σας» και μου έδωσε το τηλέφωνο.
Παραθέτω όλες αυτές τις λεπτομέρειες, για να καταλήξω και πάλι ύστερα από πολλές δεκαετίες που μεσολάβησαν, στις σκέψεις και πρωτοβουλίες σχετικά με την Τουρκία.
Θα μου πείτε ότι σήμερα είναι ο Ερντογάν κλπ. κλπ. Βεβαίως η Τουρκία έχει αλλάξει. Όμως εκείνο που δεν πρόκειται να αλλάξει στους αιώνες των αιώνων, είναι ότι η Τουρκία θα είναι στη θέση της, δηλαδή θα είναι το γειτονικό μας κράτος και θα αποτελεί πάντα στοιχειώδη ανάγκη και για τους δυο μας να συζήσουμε όσο γίνεται πιο ειρηνικά και -γιατί όχι;- φιλικά.
Εξ άλλου οι λαοί μας δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. Φτάνει οι ηγέτες να φέρονται με υπευθυνότητα και ρεαλισμό.
Και τώρα έρχομαι στους υδρογονάνθρακες.
Από το 2012 μαζί με τους συνεργάτες μου στην ΣΠΙΘΑ προβάλαμε πρώτοι εμείς τις μελέτες των Αντώνη Φώσκολου, Θεόδωρου Καρυώτη, Ηλία Κονοφάγου, Νίκου Λυγερού και άλλων για την ύπαρξη μεγάλου υποθαλάσσιου πλούτου που κρύβεται στην Ανατολική Μεσόγειο και καλέσαμε την Κυβέρνηση να κηρύξει την ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), ώστε να διαφυλαχθούν τα κοιτάσματα που ανήκουν στην Ελλάδα και που η αξία τους υπολογίζεται σε πολλά τρισεκατομμύρια ευρώ.
Και ερωτώ: Γιατί καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν τολμά να ανακηρύξει την ελληνική ΑΟΖ; Εγώ πιστεύω ότι δεν μας το επιτρέπουν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη. Όπως έχει αναπτύξει επανειλημμένα ο καθηγητής κ. Γεώργιος Κασιμάτης, το πρώτο βήμα θα έπρεπε να είναι η κατάργηση των σχετικών παραγράφων των Μνημονίων, με βάση τις οποίες όποιο εισόδημα αποκτά η Ελλάδα, πηγαίνει κατ’ ευθείαν στους δανειστές.
Συμφωνώ όμως, ότι υπάρχει και η τουρκική απειλή ως εμπόδιο. Εμπόδιο που θα μπορούσε ίσως να αρθεί αν πριν κάνουμε αυτό το βήμα, προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε με την Τουρκία. Γιατί δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια: Ότι η ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ και η εκμετάλλευση των υποθαλασσίων κοιτασμάτων είναι πολύπλοκη υπόθεση.
Η δική μου άποψη είναι ότι η Τουρκία περιβάλλεται από τη θάλασσα και αισθάνεται ασφυξία όταν για τον άλφα ή βήτα λόγο υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια όπως είναι τα νησιά μας, που ακυρώνουν την συμμετοχή της στην εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου, πράγμα που θα επιθυμούσε ως χώρα περιβαλλόμενη από θάλασσα.
Άλλωστε ο πλούτος αυτός είναι τόσο μεγάλος, ώστε αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε να μεταβάλουμε την Τουρκία από ανταγωνιστή σε συνεταίρο. Όσο για τα ποσοστά του ενός και του άλλου, αυτά θα είναι το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων που θα γίνουν με γνώμονα το διεθνές δίκαιο αλλά και την κοινή λογική που θα εμπνέεται τόσο από το αίσθημα δικαιοσύνης όσο και από τον ωμό ρεαλισμό. Αυτό το θεωρώ πολύ προτιμότερο για τα ελληνικά συμφέροντα από τη δημιουργία μετώπου εναντίον της Τουρκίας με κίνδυνο μια πολεμική σύρραξη που θα την πληρώσουν οι λαοί και από τις δυο όχθες του Αιγαίου.
Όσον αφορά τον Πρόεδρο κ. Αναστασιάδη, απορώ γιατί όταν ξεκίνησε την οριοθέτηση των ζωνών της Κυπριακής ΑΟΖ, πράγμα απολύτως σωστό, δεν θεώρησε ως πολύ θετικό στοιχείο την συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων, που θα ήταν ένα μεγάλο βήμα προς την ουσιαστική ειρήνευση της Μεγαλονήσου. Στο κάτω-κάτω είναι κι αυτοί κάτοικοι της ίδιας χώρας και το γεγονός ότι είναι μειοψηφία, κάνει ακόμα μεγαλύτερη κατά τη γνώμη μου την ευθύνη της πλειοψηφίας, όταν μάλιστα πρόκειται για την αναγκαία γαλήνη που χρειάζονται όλοι οι λαοί για να πάνε μπροστά.
Η παρουσία των τουρκικών «ειδικών» πλοίων (που δείχνει τον βαθμό σύγχυσης της τουρκικής πλευράς) δεν αντιμετωπίζεται με την παρουσία των ξένων εταιριών και του στόλου των ΗΠΑ. Όλα αυτά είναι εφήμερα, ενώ η γειτονία με την Τουρκία είναι γεγονός που δεν αλλάζει.
Οι ιαχές για την δήθεν πλεονεκτική θέση της χώρας μας στη συγκεκριμένη συγκυρία λόγω των μετώπων κατά της Τουρκίας και της υποστήριξης της Ελλάδας από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη είναι επικίνδυνοι ακροβατισμοί. Σκεφτείτε μόνο τι θα γίνει αν ο Ερντογκάν ή κάποιος μεταγενέστερος Πρόεδρος της Τουρκίας συμφωνήσει να ξαναγίνει η Τουρκία βάση των Αμερικανών. Τότε, εν ριπή οφθαλμού, όλα θα έχουν αναστραφεί αφήνοντας το ν λαό και τη χώρα μας στο έλεος της μοίρας του.
Υπολογίζω ότι αυτή η ώρα είναι η τελευταία μας ευκαιρία εάν θέλουμε να επωφεληθούμε από τον δικό μας πλούτο που θα αναδείξει τον ταλαίπωρο λαό μας και την χώρα μας σ’ αυτό που της αξίζει, δηλαδή σε μια χώρα αυτάρκη και ανεξάρτητη, με οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη».