Στο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας στην Θεσσαλονίκη, καθώς μπαίνεις δεξιά, άγνωστο στους πολλούς, είναι θαμμένες τέσσερις δασκάλες, τέσσερις...
Στο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας στην Θεσσαλονίκη, καθώς μπαίνεις δεξιά, άγνωστο στους πολλούς, είναι θαμμένες τέσσερις δασκάλες, τέσσερις ηρωίδες: Η Λίλη Βλάχου, η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου, η Βελίκα Τράικου και η Αγγελική Φιλιππίδου. Και οι τέσσερις είναι δασκάλες, νέα κορίτσια, που μαρτύρησαν για την Μακεδονία. Η τελευταία ηρωίδα, η Αγγελικὴ Φιλιππίδου, υπηρετούσε, το 1906, στην Αγριανή Σερρών. Ας δούμε περισσότερα για αυτή την άξια Ελληνίδα δασκάλα:
Μέ τόν ερχομό του 20ου αιώνα ανενόχλητες οι βουλγαρικές συμμορίες δρουν σέ χωριά καί πόλεις της Μακεδονίας. Στυγερά τά καθημερινά τους εγκλήματα. Μέ τό σύνθημα «Η Μακεδονία στή Βουλγαρία» καί μέ τό τραγούδι «Μακεδονία, παλαιά Βουλγαρία» σφάζουν ανελέητα. Τό αίμα αθώων Ελλήνων ρουφά διαρκώς η πολύπαθη μακεδονική γη. Ένα πλήθος Μακεδονομάχων του ελληνικού βορρά καί του νότου αντιστέκεται προσπαθώντας ν᾿ αναχαιτίσει τό σλαβικό σμήνος. Στό στόχαστρο του εχθρού ο παπάς κι ο δάσκαλος. Από τά δικά τους μετερίζια ο καθένας κρατά ψηλά Ορθοδοξία καί πατρίδα. Αυτούς τούς τρελούς Ελληνες, τούς Γραικομάνους -έτσι τούς αποκαλούν οι βούλγαροι κομιτατζήδες- εποφθαλμιούν να εξοντώσουν.
Ασφυκτιά η Καρατζόβα (σημερινή Αριδαία). Ο βούλγαρος τή θέλει δική του. Ονειρεύεται νά ιδρύσει βουλγαρικό σχολείο καί νά δηλητηριάσει τίς παιδικές ψυχές μέ τήν προπαγάνδα του. Τί συνέβη όμως καί ξαφνικά ο σκιαγμένος Έλληνας αναθάλλει; Ο διορισμός της νέας δασκάλας από τή Θεσσαλονίκη φτερώνει τίς ελπίδες του. Τί κι αν είναι λεπτεπίλεπτη καί μόλις είκοσι χρονών η Αγγελική Φιλιππίδου; Η ευγενική αυτή φυσιογνωμία κρύβει μέσα της μιά ατρόμητη καρδιά. Τρίβουν τά μάτια τους οι κάτοικοι της Καρατζόβας από τά ανέλπιστα πού συμβαίνουν στόν τόπο τους. Η νεαρή δασκάλα μέ τή χαρούμενη όψη ακάματα δουλεύει. Συνεργάζεται μ᾿ έναν γνωστό της γιατρό κι εξασφαλίζει δωρεάν τίς ιατρικές εξετάσεις των μαθητών καί τή φαρμακευτική περίθαλψη των χωρικών. Καί οι μητέρες, πού είχαν πλήρη άγνοια από παιδαγωγική, δέν χορταίνουν ν᾿ ακούν τίς συμβουλές της γιά μιά πετυχημένη ανατροφή των παιδιών τους.
Τέτοιες όμως επιτυχίες ανάβουν τή μοχθηρία του κομιτατζή καί στεριώνουν τήν απόφασή του νά εξοντώσει αυτή πού του ανακόπτει όλα του τά προγράμματα.
Ευτυχώς τό Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης προλαβαίνει καί τήν μεταθέτει εγκαίρως στήν Κλεπούσνα (σημερινή Αγριανή) Σερρών. Σφίγγεται η καρδιά της ελληνίδας δασκάλας, σάν διαπιστώνει πώς τό χωριό κινδυνεύει νά εκβουλγαριστεί, αφού οι μισές από τίς 180 οικογένειες αναγκάστηκαν νά προσχωρήσουν στή βουλγαρική εξαρχία. Η αποστολή της βαρειά αλλά κι η φλόγα άσβηστη στά σωθικά της. Αμέριστο συμπαραστάτη στό ριψοκίνδυνο έργο της έχει τόν σύζυγο καί συνάδελφό της Δημήτριο Φιλιππίδη.
Ονομαστή στήν ιστορία η ομαδική σφαγή της Κλεπούσνας στίς 12 Δεκεμβρίου 1906. Τό χωριό βάφεται στό αίμα. Κάλλιο ν᾿ αφανιστεί παρά νά γίνει βουλγάρικο. Τό σπίτι του παπα-Φίλιππου τυλίγεται στίς φλόγες. Η πρεσβυτέρα Φωτεινή απανθρακώνεται. Πιστεύει ο Βούλγαρος πώς, αν εξαφανίσει τήν «αφρόκρεμα», κατέκτησε τήν περιοχή. Μετά τό φόνο των προκρίτων έχει σειρά τό σπίτι της δασκάλας. Από παράθυρο σέ παράθυρο οι δυό σύζυγοι πολεμούν τόν εχθρό χωρίς σταματημό. Δέν κάμπτονται ούτε κι όταν μία σφαίρα θρυμματίζει τό γόνατο της Αγγελικῆς. Μόνο σάν άρχισαν νά τούς απειλούν οἱ φωτιές, ο άνδρας της, τήν μεταφέρει καψαλισμένη σέ γειτονικό σπίτι. Ρημάχτηκε η Κλεπούσνα, μά ο πάνοπλος Βούλγαρος μέ συντριμμένα τά όνειρά του οπισθοχωρεί.
Τήν άλλη μέρα τό δοκιμασμένο χωριό παιανίζει τή νίκη του. Νά πως καλωσορίζει τόν πρόξενο Σερρών Αντώνη Σαχτούρη -πού κατέφθασε νά τούς συμπαρασταθεί- ένας πού τήν περασμένη νύχτα ορφάνεψε από μάνα καί πατέρα: «Δέν ήλθομεν νά δεχθώμεν συλλυπητήρια αλλά συγχαρητήρια. Μας ηξίωσεν ο Θεός νά προσφέρωμεν τούς οικείους μας καί τάς περιουσίας μας εις τόν βωμόν της πατρίδος καί νά καταστήσωμεν τό χωρίον μας αθάνατον. Οι οικείοι μας δέν απέθανον, αφού υπέρ της πατρίδος εθυσιάσθησαν…».
Μέ τόν πόνο ζωγραφισμένο στό πρόσωπό της πλησιάζει τόν πρόξενο η τραυματισμένη δακάλα. Τί άραγε γυρεύει; Όλοι τήν ακούν δακρύβρεχτοι. Τόν παρακαλεί νά μήν τή μεταφέρουν αμέσως στό νοσοκομείο Σερρών, αλλά νά τή βάλουν επάνω σέ φορείο καί νά σταματούν γιά λίγο σ᾿ όλα τά χωριά πού θά διασχίσουν μέχρι τίς Σέρρες. Εκεί, στήν πλατεία κάθε χωριού, θέλει νά μιλήσει στούς συναγμένους κατοίκους καί νά τούς αφήσει κάποιες υποθήκες. Υποκλίνονται οι χωρικοί μπροστά στήν ηρωίδα. Παραμερίζει τό επείγον θέμα, τήν υγεία της. Προέχει η ελληνικότητα της Μακεδονίας.
«Τό αίμα της στήν τραγική εκείνη πορεία σταγόνα σταγόνα έβαφε τή μακεδονική γη καί γινόταν αρραβώνας μέ τή λευτεριά», σημειώνει η ιστορικός Αθηνά Τζινίκου. ΄
Τό θέαμα της μαρτυρικής εκπαιδευτικού εντυπωσιάζει, εμπνέει. Μέ τίς προτροπές της ξεσηκώνει όλους σέ εθνικό συναγερμό κατά των κομιτατζήδων. Τούς εκφράζει τά αισθήματά της. Είναι ευτυχισμένη πού χύνει τό αίμα της γιά τήν πατρίδα. Κι είναι τό τελευταίο μάθημα της δασκάλας αλλιώτικο από τ᾿ άλλα, τό πιό πετυχημένο, τό πιό ζωντανό. Είναι μοναδικό, γιατί το διαποτίζει μέ τό αίμα της θυσίας της. Σίγουρα θά καρποφορήσει. Στίς Σέρρες πλήθος κόσμου της φιλά τά χέρια, πού σιγά-σιγά κρυώνουν. Αργοσβήνει, μά πρόλαβε νά πυροδοτήσει καρδιές. Τή μεταφέρουν στή Θεσσαλονίκη. Παθαίνει εμβολή καί παραδίδει τό πνεύμα της τόν Ιανουάριο του 1907. Οι Θεσσαλονικείς θρηνούν τήν ηρωική συμπατριώτισσά τους. Ντύνουν τό φέρετρό της μέ τήν ελληνική σημαία πού υπεραγαπούσε.