Page Nav

HIDE

Pages

Classic Header

{fbt_classic_header}

ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΣΚΛΑΒΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ

Breaking News:

latest

Πώς προέκυψε η φράση: «Κάνει την... πάπια»

«Κάνει την πάπια», μια έκφραση που βρίσκεται στο καθημερινό λεξιλόγιο. Τί σχέση έχει με τη βυζαντινή εποχή και πώς έφθασε μέχρι τις μέρες μ...


«Κάνει την πάπια», μια έκφραση που βρίσκεται στο καθημερινό λεξιλόγιο. Τί σχέση έχει με τη βυζαντινή εποχή και πώς έφθασε μέχρι τις μέρες μας;










«Κανει την πάπια», μια έκφραση που «ταξίδεψε» από το βυζάντιο μέχρι τις ημέρες μας; Πώς και γιατί; Ποιό το νόημά της τότε;

Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή- ονομάζονταν Παπίας. «Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τάς εις το παλάτιον εισόδους». Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, παραμένει άγνωστο. Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Ο Πάπιας είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα συμπόσια του.Ο τιμητικός τίτλος του «Μέγα Παπία» δημιουργήθηκε κατά την περίοδο των Παλαιολόγων και δινόταν σε ανώτερους αριστοκράτες….





Κάποτε -όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β’- Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρι-νός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα κλειδοκράτορα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες -ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα- στον αυτοκράτορα. Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του …βούρκωναν υποκριτικά. – «Είσαι ο καλύτερος μου φίλος, του έλεγε. Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;». Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι’ αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον Παπίαν»… Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.

Παπίας:

Ο όρος ετυμολογικά συνδέεται με τις λέξεις «πάππος» ή «παπᾶς» (ο πατέρας, ιερέας). Το αξίωμα πρώτη φορά εμφανίζεται σε μια σφραγίδα που χρονολογείται γύρω στο 550-650, και καταγράφεται επίσης στο χρονικό του Θεοφάνη του Ομολογητή το έτος 780. Υπήρχαν τριών ειδών Παπίες στο βυζάντιο, όλοι ευνούχοι: ένας για το ίδιο το Μέγα Παλάτιον (Παπίας τοῦ μεγάλου παλατίου) και δύο άλλοι για τα παλάτια της Μαγναύρας και το παλάτι της Δάφνης (Παπίας τῆς Μαγναῦρας και Παπίας τῆς Δάφνης). Είναι πιθανό ότι αρχικά οι άλλοι δύο Παπίες ήταν υποτελείς στους Παπίες του Μεγάλου Παλατιού.