Έχουμε ακούσει πολλά σχόλια τον τελευταίο καιρό για την παραπομπή του θέματος των Ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χ...
Έχουμε ακούσει πολλά σχόλια τον τελευταίο καιρό για την παραπομπή του θέματος των Ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ).
Γράφει ο Γιώργος Τσιτσιλιάνος = Σμήναρχος ε.α Μηχανικός της ΣΜΑ
● Είτε και οι δύο χώρες να αναγνωρίζουν τη γενική δικαιοδοσία του ΔΔΧ. Κάτι που η
Τουρκία δεν το έχει πράξει στο παρελθόν και ούτε έχει την διάθεση από ότι φαίνεται
να το κάνει τώρα.
● Είτε η προσφυγή να γίνει με την υπογραφή ενός συνυποσχετικού ( compromis) για
την παραπομπή μίας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων διαφορών από τις δύο χώρες.
Ειδικά για την Κύπρο αυτό δεν μπορεί να γίνει, γιατί προϋποθέτει την αναγνώριση
της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, κάτι που ενδεχομένως μπορεί να
πραγματοποιηθεί εφόσον λυθεί το Κυπριακό, γεγονός που δεν το βλέπω
τουλάχιστον προς το παρόν .
● Είτε οι δύο χώρες να έχουν υπογράψει μία συνθήκη, όπως η συνθήκη για το δίκαιο
της θάλασσας ( Montego Bay στις 10 Οκτωβρίου του 1982), η οποία να
προβλέπει την υποχρεωτική παραπομπή στο ΔΔΧ, αν υπάρχει διαφορά για τους
όρους της συνθήκης, κάτι που δεν ισχύει στην δική μας περίπτωση, καθώς η
Τουρκία δεν έχει επικυρώσει την εν λόγω συμφωνία .
● Η πρόθεση για μονομερή προσφυγή δεν αφήνει ελπίδα εκδίκασης της προσφυγής
στο ΔΔΧ, καθώς δεν έχει πρακτικό και ουσιαστικό νομικό αντίκρυσμα. Άλλωστε αυτό
το δοκιμάσαμε επί Κωνσταντίνου Καραμανλή και η προσπάθεια ήταν ατελέσφορη.
Ας δούμε πολύ συνοπτικά τα ιστορικά γεγονότα ως προς τις Ελληνοτουρκικές διαφορές:
Η νομική προσέγγιση που επικράτησε επί των κυβερνήσεων της ΝΔ στην δεκαετία του 1970
και του 1990, πρεσβεύει ότι οι διαφορές είναι νομικής υφής και αφορούν κυρίως το θέμα της
υφαλοκρηπίδας.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κινήθηκε με τον Τούρκο Πρωθυπουργό Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ
να λύσουν τα Ελληνοτουρκικά προβλήματα με ειρηνικό τρόπο και διαπραγματεύσεις, με
εξαίρεση την υφαλοκρηπίδα που δέχτηκαν να την παραπέμψουν στη Χάγη. Όμως οι
προσπάθειες της Ελληνικής κυβέρνησης απέτυχαν για παραπομπή του θέματος στην Χάγη
λόγω Τουρκίας καθώς δεν κατέστει δυνατόν η σύναψη ενός συνυποσχετικού. Η Αθήνα το
έπραξε μονομερώς όμως το ΔΔΧ έθεσε την υπόθεση στο αρχείο.
Από το 1981 και μετά αρχίζει η δεύτερη φάση , όπου ο Ανδρέας Παπανδρέου άλλαξε την
αντιμετώπιση του θέματος.
Υποστήριξε ότι η εξωτερική πολιτική πρέπει να απαλλαγεί από τα βάρη και τα σφάλματα του
παρελθόντος και ακολούθησε μία νέα ανεξάρτητη πορεία. Θεώρησε ότι δεν υπήρχε τίποτα
να παραχωρήσει η Ελλάδα και επομένως τίποτα να διαπραγματευτεί. Ισχυροποίησε
παράλληλα το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων ως διπλωματικό χαρτί και έτσι φτάσαμε
στο γνωστά γεγονότα του 1987.
Από ότι προκύπτει σε συνδυασμό με την μετέπειτα πολιτική των εκάστοτε Ελληνικών
κυβερνήσεων, παρατηρούμε ότι δεν υπήρξε εθνική στρατηγική για την αντιμετώπιση της
Τουρκικής προκλητικότητας, καθώς η κάθε κυβέρνηση έβλεπε τα γεγονότα με διαφορετικό
μάτι. Χαρακτηριστικό γεγονός αποτελεί η κρίση στα Ίμια το 1996 που άφησε τα κατάλοιπα
της.
Βλέπουμε δηλαδή διαχρονικά μία μεταβαλλόμενη τακτική τόσο στην διπλωματική όσο και στην αμυντική σκακιέρα, που η τελευταία επιδεινώθηκε εξαιτίας λανθασμένων
εκτιμήσεων και λογικών σε συνάρτηση με την οικονομική κρίση που δυστυχώς ακόμη δεν την έχουμε ξεπεράσει.
Το γεγονός του αμυντικού προϋπολογισμού του 2020 που ψηφίστηκε πρόσφατα στην
βουλή των 3,383 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου που αφήνει περίπου 530 εκατομμύρια ευρώ για την κάλυψη των αμυντικών αναγκών όπως περίπου του 2019, και, μειωμένο συνολικά κατά 141 εκατομμύρια ευρώ από το αντίστοιχο του περσινού έτους. Επίσης δεν γίνεται λόγος για το πλεόνασμα των 3,5 δισεκατομμυρίων ευρώ , που θα μπορούσε ένα μέρος αυτού να διατεθεί για την άμυνα της χώρας.
Το γεγονός αυτό αποτελεί από μόνο του και συνολικά με τα υπόλοιπα που μνημόνευσα ένα δείγμα της λογικής που διακρίνει την κυβέρνηση. Πολλάκις έχει αναφερθεί η δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας το οποίο θα δημιουργούσε εκείνες τις συνθήκες ως συμβουλευτικού οργάνου της εκάστοτε κυβέρνησης για τον βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό τόσο στο διπλωματικό όσο και στον αμυντικό τομέα .
Δυστυχώς λόγω της αλαζονείας που μας διακατέχει, ουδέποτε μπορέσαμε να συνεννοηθούμε για το αυτονόητο, ούτε και τώρα παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες της ΝΔ.
Το αντίθετο όμως συμβαίνει διαχρονικά με την Τουρκική διπλωματία που με χειρουργικές
μελετημένες κινήσεις προσεγγίζει στον στόχο της, αυξάνοντας παράλληλα την αμυντική
της ισχύ ως ένα επιπρόσθετο διαπραγματευτικό χαρτί.
Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, ότι για την οριοθέτηση της, η
πιο κατάλληλη μέθοδος είναι η μέση γραμμή μεταξύ των Ελληνικών νήσων του ανατολικού
Αιγαίου και του Τουρκικών παραλίων ότι στα θέματα της υφαλοκρηπίδας, όπως και
σε άλλα θέματα του δικαίου της θάλασσας όπου η Τουρκία δεν είναι μέρος των αντιστοίχων
συνθηκών ( Σύμβαση Γενεύης για την υφαλοκρηπίδα του 1958 και η σύμβαση για το δίκαιο
της θάλασσας Montego Bay 1982), ισχύουν οι κανόνες ως μέρος του εθιμικού δικαίου.
Η Τουρκία αντιτείνει ότι το θέμα είναι κυρίως πολιτικό, όχι γιατί δεν διαθέτει νομική πτυχή
αλλά επειδή οι υφιστάμενοι κανόνες δεν δημιουργούν το κατάλληλο πλαίσιο για να επιλυθεί
η διαφορά με δίκαιο τρόπο. Με άλλα λόγια, μία νομική επίλυση θα ήταν σε βάρος μιας
δίκαιης λύσης. Αντίθετα, με την οδό των διαπραγματεύσεων θα ληφθούν υπόψη τόσο οι
νομικές όσο και οι πολιτικές πτυχές της διαφοράς .
Τα νομικά επιχειρήματά της Τουρκικής λογικής συνίστανται στα εξής:
● Τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι η φυσική προέκταση της Ανατολίας, αποτελούν εξάρσεις του βυθού πάνω στην φυσική προέκταση του Τουρκικού δάφους και ως εκ τούτου, δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδας
● «ειδικές συνθήκες»: τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου βρίσκονται τόσο κοντά στα
Τουρκικά παράλια ώστε δεν θα μπορούσε να ισχύει η μέση γραμμή γιατί αυτό θα είχε
ως αποτέλεσμα η Τουρκία να βρεθεί με μηδαμινή υφαλοκρηπίδα.
● Υπό αυτές τις συνθήκες η μέση γραμμή, αν εφαρμοστεί, θα πρέπει να είναι το μέσον μεταξύ των ηπειρωτικών εδαφών Ελλάδας και Τουρκίας.
● Το Αιγαίο λόγω της διαμόρφωσής του και των νησιών του αποτελεί ημίκλειστη θάλασσα και επομένως χρήζει ειδικών ρυθμίσεων.
● Για την ίδια δεν ισχύουν οι κανόνες που αφορούν υφαλοκρηπίδες, μια και δεν αποτελεί μέρος αυτών των σχετικών διεθνών συμβάσεων.
● Υπό αυτές τις συνθήκες, η εφαρμοστέα διαδικασία πρέπει να βασίζεται στην αρχή της ευθυδικίας η οποία όχι μόνο προβλέπεται από το Διεθνές Δικαστήριο ως εναλλακτική οδός για την επίλυση διαφορών, αλλά έχει επιπλέον χρησιμοποιηθεί σε άλλες περιπτώσεις καθορισμού υφαλοκρηπίδας.
Μία άλλη θεμελιώδης πλευρά του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας είναι οι ζωτικές ανάγκες που διακυβεύονται.
Τουρκική υφαλοκρηπίδα, κάτι που θα σήμαινε μη απρόσκοπτη επικοινωνία και δυσχερή
πρόσβαση στα Ελληνικά νησιά.
Αν υιοθετήσουμε την Τουρκική άποψη υπάρχει ο φόβος ότι η Τουρκική υφαλοκρηπίδα
μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για κυριαρχία της Τουρκίας και επί των νήσων του
ανατολικού Αιγαίου ή περιορισμένη Ελληνική κυριαρχία, αν όχι de jure πάντως de facto.
Αν μάλιστα δει κανείς τα πράγματα ρεαλιστικά σε συνδυασμό με αυτά που φωνάζει σχεδόν
καθημερινά ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν και τα παπαγαλάκια του περί «γαλάζιας πατρίδας»
και με την πρόσφατη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης πρόκειται για μία δόλια στρατηγική που
στόχος της στην συνέχεια , θα είναι η ενσωμάτωση των νήσων του ανατολικού Αιγαίου.
Συνεπώς αντιλαμβανόμαστε το εύρος των Ελληνικών ενδοιασμών για την διαδικασία των διαπραγματεύσεων ή την αποδοχή από Ελληνικής πλευράς την αρχή της ευθυδικίας.
Όπως καταλαβαίνετε η παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μετά
από συνομολόγηση συνυποσχετικού με τις λογικές της Άγκυρας δεν είναι δυνατόν να
υπάρξει από Ελληνικής πλευράς.
Θεωρώ δε αυτονόητο ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει Έλληνας πρωθυπουργός να
ενδώσει στις αξιώσεις του Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν.
Η Τουρκία δεν πρόκειται να κουνηθεί από τις θέσεις της, συνεπώς κατά την γνώμη μου η
κάθε συζήτηση για το θέμα αυτό, δηλαδή η παραπομπή του στο ΔΔΧ είναι περιττή, είναι
ατελέσφορη και εθνικά επιζήμια για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Μετά από αυτά θεωρώ ότι το ταξίδι του Πρωθυπουργού της χώρας Κυριάκου Μητσοτάκη
στις ΗΠΑ και η συνάντησή του με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ αποκτά ειδική βαρύτητα
για τα τεκταινόμενα στη γειτονιά μας, που ανάλογα με την έκβασή της, θα μας επηρεάσουν στο προσεχώς διάστημα θετικά ή αρνητικά .
*Ο Γιώργος Τσιτσιλιάνος είναι Σμήναρχος ε.α Μηχανικός της ΣΜΑ, Μαθηματικός με ΜSc στα εφαρμοσμένα