Σε δεινή οικονομική κατάσταση βρίσκονται σχεδόν 7 στους 10 Έλληνες. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, τα οποία αξιοποιεί και παραθέτει ο ΣΕ...
Σε δεινή οικονομική κατάσταση βρίσκονται σχεδόν 7 στους 10 Έλληνες. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, τα οποία αξιοποιεί και παραθέτει ο ΣΕΒ, το 68,3% του πληθυσμού ζει κοντά στο όριο της φτώχειας.
Κινδυνεύει δηλαδή να πέσει ανά πάσα στιγμή κάτω από το όριο της φτώχειας, μιας και δεν έχει αποταμιεύσεις που μπορούν να τον συντηρήσουν για πάνω από 3 μήνες.
Το αντίστοιχο ποσοστό στον ΟΟΣΑ ανέρχεται στο 50,4%, εκ του οποίου το 11,5% ζει στη φτώχεια και το 38,9% θεωρείται οικονομικά ευάλωτο.
Ως εκ τούτου, ο αριθμός των Ελλήνων που αδυνατούν να ζήσουν αξιοπρεπώς είναι δυσανάλογα υψηλότερος σε σύγκριση με άλλες χώρες, με την Ελλάδα να καταγράφει, μετά τη Λετονία (78,4%), το υψηλότερο ποσοστό όσων είναι φτωχοί ή οικονομικά ευάλωτοι στον ΟΟΣΑ.
Στις ΗΠΑ, οι οποίες εμφανίζουν επίσης υψηλά επίπεδα ανισοτήτων, κυρίως στο εισόδημα και στον πλούτο, το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 55,5%, ενώ στη Δανία, που παρέχει μαζί και με τις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες σχετικά υψηλότερη ποιότητα ζωής, το ποσοστό αυτό υποχωρεί στο 36,3%.
Επίσης, στην Ελλάδα το 67% του πληθυσμού διαθέτει αποταμιεύσεις που δεν υπερβαίνουν το 1/4 του εισοδηματικού ορίου φτώχειας, δηλαδή 983 ευρώ τον χρόνο.
Στο μεταξύ, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η Ελλάδα αποτελεί μια από τις ευρωπαϊκές χώρες με τη μεγαλύτερη εισοδηματική ανισότητα, η οποία μάλιστα διευρύνθηκε την περίοδο των μνημονίων και της κρίσης, επηρεάζοντας αρνητικά, κυρίως στα πρώτα χρόνια της ύφεσης, τα εισοδήματα των κατώτερων εισοδηματικά τάξεων.
Στη χώρα μας, το υψηλότερο 20% του πληθυσμού έχει 5,5 φορές μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα από το χαμηλότερο 20%.
Μπορεί αυτό το ποσοστό να την κατατάσσει υψηλά σε σχέση με άλλα κράτη της Ε.Ε., ωστόσο χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Μεξικό και η Τουρκία έχουν ακόμη μεγαλύτερη εισοδηματική ανισότητα.
Το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών κατέχει το 42% του καθαρού πλούτου έναντι 52% στον ΟΟΣΑ και 78% στις ΗΠΑ, οι οποίες εμφανίζουν και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά.
Καθοριστικός παράγων του χαμηλού αυτού ποσοστού της χώρας μας ενδέχεται να είναι, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η απόκτηση από ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων στεγαστικών δανείων τη δεκαετία του 2000, κάτι που οδήγησε σε αύξηση του βιοτικού τους επιπέδου αλλά και στη διεύρυνση της μεσαίας τάξης.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι τα υψηλά επίπεδα ανισότητας στην Ελλάδα μπορεί να αποδίδονται και σε ορισμένα κοινωνικά φαινόμενα που είναι ιδιαιτέρως έντονα στη χώρα μας.
Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων παντρεύεται άτομα ίδιου εισοδηματικού επιπέδου, κάτι που εντάθηκε την περίοδο της κρίσης, αναφέρει ο ΣΕΒ.