Η επιστημονική και ακαδημαϊκή κοινότητα πρέπει να δώσει περισσότερη προσοχή σε ένα αφανή αλλά υπαρκτό «σαμποτέρ», στο «σύνδρομο του α...
Η επιστημονική και ακαδημαϊκή κοινότητα πρέπει να δώσει περισσότερη προσοχή σε ένα αφανή αλλά υπαρκτό «σαμποτέρ», στο «σύνδρομο του απατεώνα» (imposter syndrome), που μπορεί να υποσκάψει την ψυχική υγεία και την επαγγελματική σταδιοδρομία αρκετών ανθρώπων.
Τι είναι το σύνδρομο του απατεώνα
Όσοι έχουν το εν λόγω σύνδρομο (γνωστό και ως «σύνδρομο της ψευδεπίγραφης επιτυχίας»), βασανίζονται από έναν ενδόμυχο αδικαιολόγητο φόβο ότι κάποια στιγμή θα αποκαλυφθούν πως είναι απατεώνες και κατατρύχονται από σκέψεις αυτοαμφισβήτησης και αναξιότητας, παρόλο που αποδεδειγμένα κατέχουν ταλέντα και παρουσιάζουν διάφορα επαγγελματικά ή άλλα επιτεύγματα.
Όπως αναφέρουν οι δύο Έλληνες επιστήμονες, επειδή το εν λόγω σύνδρομο πλήττει κυρίως άτομα με υψηλά επιτεύγματα, γυναίκες και ανθρώπους από μειονότητες (φυλετικές, εθνοτικές, θρησκευτικές), συχνά σαμποτάροντας την καριέρα τους, έχει ως συνέπεια τα πανεπιστήμια και άλλοι ακαδημαϊκοί-ερευνητικοί φορείς να κινδυνεύουν από υποαντιπροσώπευση αυτών των ομάδων στο δυναμικό τους.
Γι’ αυτό, η επιστολή καλεί τα ιδρύματα όχι μόνο να υιοθετούν πολιτικές εισδοχής και πρόσληψης που ευνοούν την ευρύτερη δυνατή εκπροσώπηση όλων των ομάδων του πληθυσμού, αλλά επίσης να πάρουν μέτρα που θα αναγνωρίζουν και θα καταπολεμούν το πρόβλημα του «συνδρόμου του απατεώνα».
Οι σοβαροί κίνδυνοι που κρύβει
Σε ατομικό επίπεδο, το σύνδρομο αυτό, τονίζουν, μπορεί να οδηγήσει σε ψυχολογικό άγχος, συναισθηματικά προβλήματα και σοβαρές ψυχικές διαταραχές, όπως χρόνιο στρες με δυσφορία, αγχώδεις διαταραχές, κατάθλιψη και χρήση ναρκωτικών ουσιών. Σε αρκετές περιπτώσεις το σύνδρομο εκδηλώνεται ήδη από το γυμνάσιο ή το πανεπιστήμιο.
Σε κοινωνικό επίπεδο, σύμφωνα με τους κ.κ. Χρούσο και Μεντή, το σύνδρομο μπορεί να εξηγεί σε ένα βαθμό τα μεγαλύτερα ποσοστά γυναικών και μειονοτικών που εγκαταλείπουν πρόωρα τα πεδία της επιστήμης, τεχνολογίας, μηχανικής και μαθηματικών (STEM), κάτι που έχει παρατηρηθεί διεθνώς.
Οι Έλληνες επιστήμονες καλούν τα ΑΕΙ και άλλους φορείς να αναδείξουν το πρόβλημα, να διασφαλίσουν την πρόσβαση των πασχόντων σε ψυχολογική υποστήριξη και να υλοποιήσουν άλλες υποστηρικτικές πολιτικές. Ζητούν από τους καθηγητές, τους επικεφαλής ερευνητές και τους ομότιμους συναδέλφους να ενθαρρύνουν τους φοιτητές και τους συνεργάτες τους να εστιάσουν στα πραγματικά δεδομένα της επιστημονικής απόδοσης τους και να θέτουν ρεαλιστικές προσδοκίες.
Ο Γεώργιος Χρούσος είναι Διευθυντής της Πρώτης Παιδιατρικής Κλινικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ από το 2010 κατέχει την έδρα της UNESCO στην Εφηβική Ιατρική του ίδιου Πανεπιστημίου. Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, ήταν Διευθυντής του Τμήματος Παιδιατρικής και Αναπαραγωγικής Ενδοκρινολογίας του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού και της Ανθρώπινης Ανάπτυξης των ΗΠΑ και καθηγητής του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν στην Ουάσινγκτον. Έχει αναγνωρισθεί παγκοσμίως για την έρευνά του πάνω στους βιολογικούς μηχανισμούς του στρες και έχει ανοίξει νέους ορίζοντες σε ένα φάσμα χρόνιων διαταραχών, όπως η κατάθλιψη, το μεταβολικό σύνδρομο και οι αυτοάνοσες παθήσεις.