Η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης δεν αποτελεί αποστολή του Υπουργείου Παιδείας κατά την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας...
Ως προς το δεύτερο σκέλος οι ανώτατοι δικαστές έκριναν ότι η άσκηση εποπτείας στους εκκλησιαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους, «η οποία διασφαλίζει το κύρος και την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας», δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
Το σκεπτικό
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε τα εξής:
1) Με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, και η αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας, η οποία περιλαμβάνει την εξουσία της ν' αποφασίζει για τις υποθέσεις της με δικά της όργανα, τα οποία συγκροτούνται όπως ο νόμος ορίζει και να διοικείται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και την απ' αυτή προερχόμενη Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Ωστόσο, η εξουσία αυτή της Εκκλησίας ασκείται εντός των πλαισίων των γενικών κανόνων που θεσπίζει ελεύθερα ο νομοθέτης, ο οποίος μόνο δεν μπορεί να προχωρήσει και μέχρι τη θεμελιώδη μεταβολή βασικών διοικητικών θεσμών που έχουν καθιερωθεί πάγια στην οργάνωση και λειτουργία της Εκκλησίας.
2) Η διατύπωση της αποστολής του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων στο άρθρο 1 του Οργανισμού του (π.δ. 18/2018) δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ούτε στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 54 του ν. 4178/2013. Και τούτο, διότι οι βασικοί σκοποί της παιδείας καθορίζονται από συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις (άρθρο 16 παρ. 2 Συντ. και άρθρα 1, 4, 5 και 6 ν. 1566/1985), κατά το μέρος δε που οι διατάξεις αυτές επαναλαμβάνονται ή μη στο οργανωτικό διάταγμα του Υπουργείου στερούνται αυτοτελών κανονιστικών συνεπειών. Επομένως, το γεγονός ότι καθορίζεται ως αποστολή του Υπουργείου η ανάπτυξη και συνεχής αναβάθμιση της παιδείας με σκοπό την ηθική, πνευματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης, την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της λατρείας, τη διαμόρφωση ελεύθερων, ενεργών και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών κ.λπ., χωρίς να αναφέρεται ρητώς η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά η προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, όπως άλλωστε δεν αναφέρεται κατά γράμμα ούτε η επαγγελματική αγωγή των Ελλήνων ή η διάπλασή τους σε υπεύθυνους πολίτες, δεν έχει την έννοια ότι οι σκοποί αυτοί παύουν να αποτελούν σκοπούς της παιδείας κατά παράβαση του Συντάγματος. Περαιτέρω, δεν προκύπτει ούτε προβάλλεται ότι τούτο επηρεάζει την οργανωτική δομή του εν λόγω υπουργείου ή των εξαρτώμενων από αυτό δομών ή τις σχετικές αρμοδιότητές τους κατά τρόπο που να θίγει την θρησκευτική εκπαίδευση των νέων.
Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη της Προέδρου του Δικαστηρίου, δύο Αντιπροέδρων και τεσσάρων Συμβούλων, από τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει ως σκοπό την διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, καθώς και, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, όπως η τελευταία νοηματοδοτείται και από τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 13, με την οποία καθιερώνεται το απαραβίαστο της ελευθερίας της. Ενόψει τούτων, το άρθρο 1 του Οργανισμού, στο οποίο αναφέρεται ότι το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων έχει ως αποστολή, μεταξύ των άλλων σκοπών του, την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, όχι μόνον δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και τον εξουσιοδοτικό νόμο, αλλ’ αντιθέτως, αποδίδει με τον πληρέστερο τρόπο το περιεχόμενο των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 13 παρ.1 και 16 παρ.2 του Συντάγματος και 54 του ν. 4178/2013.
Μειοψήφησαν έξι Σύμβουλοι και δύο Πάρεδροι, κατά τη γνώμη των οποίων πρέπει να ακυρωθεί το π.δ. 18/2018 καθ’ ό μέρος δεν περιλαμβάνεται η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» των Ελλήνων στην διάταξη περί της αποστολής του Υπουργείου. Και τούτο διότι ο νόμος (άρθρο 54 παρ. 2 περ. α΄ ν. 4178/2013) επιβάλλει την αναγραφή στους Οργανισμούς των Υπουργείων της αποστολής τους, όπως αυτή προκύπτει (και, κατά μείζονα λόγο, όπως αυτή προβλέπεται ρητώς) από τις σχετικές νομοθετικές και συνταγματικές διατάξεις, χωρίς να επιτρέπει αποκλίσεις. Όφειλε, συνεπώς, ο κανονιστικός νομοθέτης να περιλάβει την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» στο σχετικό με την αποστολή του ως άνω Υπουργείου άρθρο 1 του π.δ. 18/2018, όπως ρητώς προβλέπει το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος. Η παράλειψη δε αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται με την μνεία της «προστασίας της ελευθερίας της συνείδησης», η οποία ευρίσκει έρεισμα σε άλλη συνταγματική διάταξη (άρθρο 13 παρ. 1) και δεν ταυτίζεται με την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης». Πράγματι, η τελευταία επιβάλλει στον νομοθέτη την λήψη θετικών μέτρων (σχετικών, μεταξύ άλλων, με την διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών) ενώ η «προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης» μπορεί, κατ’ αρχήν, να επιτυγχάνεται και με την αποχή του Κράτους από επεμβάσεις στην θρησκευτική συνείδηση των πολιτών.».
4) Αναφορικά με το καθεστώς των λειτουργών και υπαλλήλων της Εκκλησίας, έχει γίνει δεκτό ότι η υπηρεσιακή σχέση των εφημερίων με την Εκκλησία και τα λοιπά εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. διέπεται από τους νόμους της Ελληνικής Πολιτείας. Ενόψει δε και του ότι οι λειτουργοί της Εκκλησίας της Ελλάδος καταλαμβάνουν οργανική δημόσια θέση και μισθοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, η Εκκλησία της Ελλάδος, ως θρησκευτική κοινότητα, δεν τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες με τις λοιπές θρησκευτικές κοινότητες της χώρας. Για το λόγο αυτό, η άσκηση εποπτείας στους εκκλησιαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους, η οποία διασφαλίζει το κύρος και την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, δεν αντίκειται στα άρθρα 4 και 13 παρ. 3 του Συντάγματος και 9, 11 και 14 της ΕΣΔΑ.»