Τον Ιανουάριο του 1994, μια πολύ ανατριχιαστική υπόθεση ήρθε στο φως της δημοσιότητας. Ορισμένες ιστορίες μοιάζουν να έχουν πάρει σάρκα κ...
Τον Ιανουάριο του 1994, μια πολύ ανατριχιαστική υπόθεση ήρθε στο φως της δημοσιότητας.
Ορισμένες ιστορίες μοιάζουν να έχουν πάρει σάρκα και οστά μόνο και μόνο για να γίνουν το υλικό ενός αστυνομικού μυθιστορήματος ή μιας νουάρ ταινίας. Ωστόσο, η ιστορία εκείνης της δολοφονίας που τέθηκε στο επίκεντρο της κοινής γνώμης τον Χειμώνα του 1994, με δυσκολία μπορεί να πιστέψει κανείς πως ήταν όντως αληθινή.
Ο λόγος για την υπόθεση «Μονσελά-Βαγενά», την υπόθεση με άλλα λόγια που είχε ως πρωταγωνιστές της έναν ήρεμο και μοναχικό εργαζόμενο σε ένα πάρκινγκ και μια πληγωμένη και καταθλιπτική εξαιτίας του αποτυχημένου γάμου της, οδοντίατρο. Δυο άνθρωποι που απείχαν πολύ από το να χαρακτηριστούν τυπικά δείγματα χαρακτήρων που εμπλέκονται σε μια υπόθεση δολοφονίας.
Ο 40χρονος (το 1994) Ματθαίος Μονσελάς είχε απλά μια τυπική σχέση με την Γιόλα Βαγενά. Εκείνη απλά πάρκαρε το αμάξι της στο πάρκινγκ που εργαζόταν ο πρώτος. Βρισκόντουσαν κάθε μέρα και αντάλλαζαν απλά κάποιες τυπικές κουβέντες. Η Βαγενά είχε δικό της οδοντιατρείο και ήταν παντρεμένη με έναν γιατρό.
Όταν η Βαγενά άρχισε να γίνεται πιο φιλική με τον μοναχικό Μονσελά, ο τελευταίος δεν μπορούσε καν να φανταστεί την τροπή που θα έπαιρνε η υπόθεση. Οι προθέσεις της 40χρονης οδοντογιατρού άλλωστε μπορεί να φάνταζαν αθώες αλλά στην πραγματικότητα, κάθε κίνηση προσέγγισής της στον χαμηλών τόνων άντρα εξυπηρετούσε ένα απλοϊκό αλλά πανούργο σχέδιο.
Οι κουβέντες ανάμεσά τους αυξανόντουσαν μέρα με τη μέρα με την 40χρονη να αποπλανεί ουσιαστικά τον Μονσελά. Κάποια στιγμή, του πρότεινε να πάει στο ιατρείο της για να του φτιάξει τα δόντια. Ο Μονσελάς δέχθηκε και σταδιακά, μια παράδοξη φιλία άρχισε να αναπτύσσεται ανάμεσά τους.
Η Βαγενά του εκμυστηρεύτηκε την άθλια ψυχολογική της κατάσταση. Του αποκάλυψε πως ο άντρας της διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση και η ίδια το γνώριζε αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό. Ο άντρας της απλά την αγνοούσε επιδεικτικά, εκείνη τον αγαπούσε αλλά ήξερε πως δεν τον έχει πια, πως έχει απομακρυνθεί οριστικά από αυτή. Είπε στον Μονσελά πως θα ήθελε να αυτοκτονήσει αφού πλέον δεν έβρισκε κανένα νόημα στη ζωή της αλλά ήταν πολύ δειλή για να το κάνει μόνη της. Σύντομα, του το πρότεινε: ήθελε να την σκοτώσει ο ίδιος ο Μονσελάς.
Ο 40χρονος αρνήθηκε αλλά η σχέση τους δεν τελείωσε. Έκαναν καθημερινή τους ρουτίνα, όταν σχολούσαν από τις δουλειές τους, να μπαίνουν στο αμάξι της Βαγενά και να κάνουν βόλτες σε απομακρυσμένες περιοχές -σε σχέση με το κέντρο της Αθήνας όπου και εργαζόντουσαν- όπως το Σούνιο, η Κόρινθος και η Ελευσίνα. Σε μια από αυτές τις βόλτες, η Βαγενά του έδειξε το όπλο της. Του είπε ότι ήταν έτοιμη να πεθάνει και πως όταν ο ίδιος ήταν έτοιμος δεν είχε παρά να την σκοτώσει.
Ο Μονσελάς δεν ήθελε να το κάνει. Αρνήθηκε σχεδόν προσβεβλημένα την πιθανότητα να πληρωθεί για να το κάνει. Αν την σκότωνε θα το έκανε μόνο και μόνο από συμπόνια. Θα ήταν μια φιλική πράξη, θα την πυροβολούσε μόνο και μόνο για να την απαλλάξει από τη δυστυχία της και τη μιζέρια της. Όσο και αν ο ίδιος αρνούταν, η Βαγενά ήξερε πως σύντομα θα τον έπειθε. Και όντως, ένα βράδυ ο Μονσελάς δέχθηκε να της κάνει το χατήρι.
Ήταν 11 Ιανουαρίου του 1994 όταν οι δυο φίλοι έφτασαν σε μια ερημική περιοχή του Μαρκόπουλου.
Η κατάθεση που έδωσε ο Μονσελάς μετέπειτα προκαλεί ένα κράμα ανατριχίλας και θλίψης: «Βγήκε από το αμάξι και άρχισε να απομακρύνεται. «Κάποια στιγμή σταμάτησε, γύρισε προς τα εμένα και μου είπε, άντε καλά είναι εδώ, εντάξει. Μετά από τα λόγια αυτά η Γιόλα, μου γύρισε την πλάτη. Εγώ με το πιστόλι που εκείνη τη στιγμή γέμισα, ή μάλλον όπλισα, πυροβόλησα από απόσταση δύο περίπου μέτρων τρεις φορές κατ’ αυτής. Αυτή τότε έπεσε κάτω και καθώς έπεφτε άκουσα ένα βογκητό της».
Η αστυνομία δεν δυσκολεύτηκε να συλλάβει τον Μονσελά, άλλωστε δεν κάλυψε και ιδιαίτερα καλά τα ίχνη του. «Ό,τι έκανα το έκανα από οίκτο προς τη Γιόλα.
Πίστευα ότι δεν θα πέθαινε και ότι μετά από αυτό θα μετάνιωνε και δεν θα με ξαναενοχλούσε, ο δε σύζυγός της, στον οποίο είχε πει ότι θα αυτοκτονούσε, θα την έπαιρνε στα σοβαρά και θα ξανασμίγανε. Πιστεύω ότι ο Θεός και η Γιόλα με έχουν δικαιώσει», είπε στους αστυνομικούς κατά την κατάθεσή του.
Η δίκη του Μονσελά ήταν μια πολύ αμήχανη διαδικασία: η κατά παραγγελία δολοφονία ήταν μια πρωτόγνωρη υπόθεση με δικαστές και ενόρκους να έρχονται σε δύσκολη θέση για το τι έπρεπε να αποφασίσουν. Η εισαγγελέας από τη μεριά της, τόνισε κατά τις αγορεύσεις της πως ο ουσιαστικός ηθικός αυτουργός της δολοφονίας ήταν ο συζύγος του θύματος, πως ήταν υπεύθυνος για τα ψυχικά προβλήματα της Βαγενά και αδιάφορος όταν η σύζυγός του του αποκάλυψε ότι είχε αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή της.
Ο Μονσελάς καταδικάστηκε με 12 χρόνια φυλάκισης. Αποφυλακίστηκε το 1998 και αρχικά προσπάθησε να συνεχίσει τη ζωή του. Αναζήτησε δουλειά αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ.
Την τελευταία φορά που εθεάθη ήταν το 2013 όταν και ανακαλύφθηκε πως ζει σε μια σκηνή, μέσα σε μια σπηλιά κάπου στον λόφο του Φιλοπάππου. Σιτιζόταν από τα σκουπίδια και από τα συσσίτια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στου Φιλοπάππου και μοναδική του συντροφιά ήταν ένα σκυλί. Αν ζει ακόμα, είναι πλέον 65 χρονών…