Οι δύο Ηλείοι Άγιοι Νεομάρτυρες Χρίστος και Πανάγος, που κατά την περίοδο της δεύτερης Τουρκοκρατίας και μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή ατμόσφα...
Οι δύο Ηλείοι Άγιοι Νεομάρτυρες Χρίστος και Πανάγος, που κατά την περίοδο της δεύτερης Τουρκοκρατίας και μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή ατμόσφαιρα για τους υπόδουλους Έλληνες της Πελοποννήσου μαρτύρησαν, γεννήθηκαν «ο μεν άγιος και ιερός Πανάγιος (Πανάγος) εις μίαν χώραν της Αρχαίας Ήλιδας ονομαζόμενην κατά το παλαιόν, κατά δε την βαρβαρικήν συνήθειαν Γαστούνην», «ο δε θαυμάσιος Χριστός (Χρίστος) εις ένα χωριόν της αυτής πόλεως Ανδραβίδα κατά κοινόν λόγον».
Κατά το έτος 1715 μ.Χ. η Πελοπόννησος, μετά τριάντα χρόνια κυριαρχίας των Βενετών, περιήλθε και πάλι υπό τον ζυγό των Τούρκων, οι οποίοι επιδόθηκαν σε λεηλασίες και σφαγές εκείνων που δεν δέχονταν να προσκυνήσουν τον Αλλάχ. Ερήμωσε τότε ο τόπος και όλοι αναζητούσαν οδό διαφυγής. Όσοι παρέμειναν στο τόπο τους έγιναν «υπήκοοι ραγιάδες, καθώς τους έλεγαν οι βάρβαροι».
Κάποια μέρα ο Πανάγος κλήθηκε από τον διοικητή της περιοχής Τούρκο Οσμάν «να αρνηθή την ευσέβειαν». Ο άγιος μας του απάντησε χωρίς φόβο, «λέγοντας, πως, και ετράφη χριστιανός και ο Χριστός ήταν η πνοή του, καύχημα και αγαλλίασις». Γι’ αυτό ήταν αδύνατο να κάνει ό, τι του έλεγε. «Ο πασάς δεν τον επείραξεν περισότερον» και «τον εσυμβούλευεν, ως ηγαπημένον του, να αναχωρήση εις άλλον τόπον δια να φυλαχθή έως ότου παύση ο διωγμός της πίστεως η να ακολουθήση αυτόν τον ίδιον εις Κέρκυραν, δια να φύγη τον κίνδυνον». Ο Πανάγος «έβαλεν κατά νούν να υπάγη εις Κέρκυραν», αλλά ασθένησε βαριά. Όταν ανέλαβε δυνάμεις και πάλι προσκλήθηκε «να παρρησιάσθη έμπροσθεν και αποκριθή, η να αρνηθή την ευσέβειαν» και να αποδεχθεί τον Μωαμεθανισμό, άλλως τον περιμένουν στερήσεις και παιδέματα, δήμευση της περιουσίας του και τέλος ο δια ξίφους θάνατος.
Οδεύοντας με συνοδεία, προσεύχεται ενδόμυχα και φτάνει ακολούθως προ του Μουράτ αγά, ομολογώντας απερίφραστα και με δύναμη ψυχής την πίστη του στον Χριστό, ενώ «εκαταγέλα τα παραθύθια του Μωάμεθ και τα φλυαρίσματα». Τότε ο «δικαστής», εξέδωσε την απόφαση να τον αποκεφαλίσουν. «Και ευθύς ο άγιος αυτοθελήτως με πολλήν χαράν» ακολουθεί τον δήμιο στον τόπο της εκτελέσεως της αποφάσεως. «Απετμήθη την πρώτην του Μαρτίου μηνός κατά το 1716». Επί δύο ημέρες το «άγιον αυτού λείψανων έμεινεν εκεί εις τον ίδιον τόπον, ερριμένον δια να το φάγουν τα σκυλιά και τα όρνεα, δια να μην το πάρουν και το θάψουν οι ευσεβείς». Το σώμα του αγίου, κατά θεία ευδοκία δεν έπαθε τίποτα. Το σεβάστηκαν και τα ζώα. Εξαγριωμένοι τότε ο δήμιοι του αποκόπτουν το κεφάλι, το ψήνουν και το πετούν εκεί κοντά για να το φάνε τα σκυλιά. «Εκείνα ουδέ ούτω την επείραξαν ολοτελώς». Τότε και οι ενάντιοι θαύμασαν και επέτρεψαν στους Χριστιανούς, την τετάρτη πλέον ημέρα, «και επήραν το άγιον λείψανον και το ενταφίασαν μέσα εις τον ναόν του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου της αυτής πόλεως» (Γαστούνης).
Ο Μουράτ, επιδεικνύοντας τη δύναμη του, προστάζει όλους τους ιερείς της πόλεως να καταθέσουν αν υπάρχουν ακόμη αρνητές της πίστεως κάτοικοι της περιοχής. Κι’ εκείνοι απάντησαν ότι δεν ξέρουν κανένα. Θύμωσε τότε ο τύραννος και πρόσταξε να εγκλεισθούν όλοι τους στη φυλακή, όπου υπήρχε και ο Χρίστος, τον οποίον «εις επήκοον πάντων, ο προεστότερος» (των κληρικών συγκρατουμένων του) στιγμάτισε με σκληρά λόγια για την απόφαση του. Ο ιερέας Χρίστος αναστέναξε από βάθους καρδιάς και ευθύς μετεμελήθη, προς χαρά όλων των συμπρεσβυτέρων του, που δόξαζαν τον Αρχηγό της Πίστεως Ιησού και ενίσχυσαν τον συνάδελφο τους να προχωρήσει προς το μαρτύριο. Ο Χρίστος «όλην εκείνειν την νύκτα επέρασε με ευχάς, ψαλμωδίας και δάκρυα». Το πρωί «οι βάρβαροι εκαρτερούσαν με μεγάλην χαράν, δια να ασεβήση» ο δέσμιος Ιερέας.
Όμως, προς μεγάλη λύπη τους, ο Χρίστος, προ του Μουράτ, μεταξύ άλλων, είπε: «Ευχαριστώ τον Χριστόν μου και βασιλέα της κτίσεως, όπου δεν με άφησε να πέσω εις την απώλειαν, αλλά μου έστειλε οδηγούς σωτήριους και με εχειραγώγησαν πάλιν εις την ευσέβειαν». Και κοιτάζοντας εις τους ουρανούς έλεγε∙ «Μη γένοιτο, Χριστέ μου, να σε αρνηθώ ποτέ, αλλά θέλω αποθάνει δια το ονομάσού το άγιον». Στρεφόμενος δε προς τους δήμιους του λέει: «Χριστιανός ήμουν και είμαι και τον Χριστόν σέβομαι συν τω Πατρί και αγίω Πνεύματι». Οι λόγοι του αγίου μας «ετάραξαν δυνατά τους ασεβείς και επρόσταξαν παρευθύς χωρίς αργητά να τον αποκεφαλίσουν». Ο γνήσιος ιερεύς του Κυρίου έκλινε γόνυ και φονεύθηκε δια ξίφους, έμεινε δε άταφος επί τέσσερες ημέρες. Με έγκριση των φονιάδων του ετάφη «εις την ίδια εκκλησίαν του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου, εις τον τάφον όπου ενταφίασαν και τον άγιον μάρτυρα Πανάγον… Ετελειώθη δε ο θαυμάσιος Χρίστος εις τας εννέα του Μαρτίου μηνός, τον ίδιον χρόνον όπου εμαρτύρησεν και ο ιερός Πανάγιος (1716), εις καύχημα της Ορθοδοξίας και έπαινον».https://tourkikanea.gr