Την Μεγάλη Πέμπτη το πρωί, οι Πόντιοι ξεκινούσαν νηστικοί για την εκκλησία προκειμένου να μεταλάβουν. Οι νοικοκυρές δεν χασομερούσαν λ...
Την Μεγάλη Πέμπτη το πρωί, οι Πόντιοι ξεκινούσαν νηστικοί για την εκκλησία προκειμένου να μεταλάβουν. Οι νοικοκυρές δεν χασομερούσαν λεπτό στο δρόμο της επιστροφής. Είχαν πολλά να κάνουν, ξεκινώντας από το γενικό αποδράνισμα, δηλαδή το καθάρισμα όλων των μπακιριών του σπιτιού, ώστε την Ανάσταση να είναι όλα καθαρά και αστραφτερά.
Μετά την βράση, έβγαζαν την κλωστή που τα είχαν δέσει και έτσι σχηματιζόταν πάνω στα αυγά διάφορα σχέδια και αποχρώσεις. Κατόπιν, τα σκούπιζαν και τα άλειφαν με λάδι.
Πολλές νοικοκυρές έβαφαν τα αυγά με κιτρινόξυλο, με αποτέλεσμα τα αυγά να αποκτούν κίτρινο ή πορτοκαλί χρώμα. Επίσης έβαφαν μερικά και με μελάνι μωβ. Αυτά τα κρατούσαν, προκειμένου να τα πάνε στο νεκροταφείο, την Κυριακή του Θωμά για το Ταφικό Έθιμο.
Βαμμένα αυγά πηγαίναν και στην εκκλησιά, μέσα σε καλάθια, προκειμένου να διαβαστούν...
Για να μην μπερδευτούν τα καλάθια των οικογενειών του χωριού, πάνω σε κάθε καλάθι έραβαν ένα πανί, στο οποίο ήταν γραμμένο το όνομα της οικογένειας. Τα καλάθια μπαίνανε κάτω από την Αγία Τράπεζα και ο παπάς να «ευχιάζ' τα ωβά». Τα καλάθια με τα αυγά τα παίρνανε μετά την Ανάσταση.
Κάθε καλάθι περιείχε τόσα αυγά όσα και τα μέλη της οικογένειας, συν δυο παραπάνω: της Παναγίας και του σπιτιού
Το αυγό της Παναγίας και του σπιτιού τα κρατούσαν μέχρι την επόμενη Ανάσταση, φυλαγμένα στο εικονοστάσι. Εκτός κι αν έκανε μεγάλη φουρτούνα η θάλασσα, οπότε τα έριχναν στην θάλασσα για να την ημερέψουν! Μέσα στο καλαθάκι έβαζαν επίσης μικρές πάνινες σακκουλίτσες με σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια, κολοκυθόσπορο, αλεύρι, προζύμι και αλάτι, ώστε να διαβαστούν. Τους διαβασμένους σπόρους τους ανακατεύαν με άλλους μη διαβασμένους σπόρους, για το καλό της παραγωγής! Το αλεύρι το έριχναν στο αμπάρι για ευλογία.
Το διαβασμένο αυγό ήταν η πρώτη μπουκιά μετά την Ανάσταση…
Επίσης, την Μεγάλη Πέμπτη μαζί με τα αυγά έψηναν τα τσουρέκια και όλο το χωριό μοσχοβολούσε! Έφτιαχναν μάλιστα παραπάνω τσουρέκια, από όσα χρειαζόντουσαν, διότι ο κόσμος τους ήταν γεμάτος από φτωχούς γείτονες και συγγενείς.
«Βλέπεις εκείνον τον γυμνόν, τον παραπονεμένον,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι...
Εκείνος είν' ο γιόκας σου και 'με ο Διδάσκαλος μου»