Ένα αμύθητο θησαυρό λέγεται ότι έψαχναν οι τέσσερις άνδρες που βρέθηκαν νεκροί σε υπόγειο γερμανικό καταφύγιο στο Λουτράκι. Όπως μετ...
Ένα αμύθητο θησαυρό λέγεται ότι έψαχναν οι τέσσερις άνδρες που βρέθηκαν νεκροί σε υπόγειο γερμανικό καταφύγιο στο Λουτράκι.
Όπως μεταδίδει η τοπική ιστοσελίδα loutraki365.gr, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, οι άνδρες φέρονται να άφησαν αρχικά τη γεννήτρια που είχαν μαζί τους, έξω από το καταφύγιο, αλλά στη συνέχεια την έβαλαν μέσα – ίσως λόγω του έντονου θορύβου και υπό τον φόβο μην τους ακούσουν.
Πληροφορίες θέλουν τους τέσσερις άνδρες να έσκαβαν, χωρίς όμως να έχει γίνει ακόμα γνωστό προς ποια κατεύθυνση και για ποιο λόγο.
Ένα άλλο σενάριο, θέλει τους τέσσερις άνδρες να αναζητούσαν τον θησαυρό του Κιαμήλμπεη, που ήταν ο πιο πλούσιος Τούρκος της Πελοποννήσου, τον οποίο φυλάκισε ο Κολοκοτρώνης το 1821 στην Επίδαυρο.
Ο Μάξ Μέρτεν ο «χασάπης»
Ο Μαξ Μέρτεν γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1911.
Στη ναζιστική Γερμανία είχε μια ραγδαία ανέλιξη εξαιτίας του σκληρού του χαρακτήρα.
Είχε οριστεί από το καθεστώς ως ανώτατος εισαγγελέας και έφερε τον βαθμό του λοχαγού.
Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Μέρτεν υπηρέτησε στη Σερβία και στην Ελλάδα ως ανώτερος δικαστικός σύμβουλος.
Στη χώρα μας ήρθε τον Απρίλιο του 1942, ακριβώς ένα χρόνο μετά τη γερμανική εισβολή.
Για τα επόμενα δυο χρόνια εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη με βασικότερο από τα καθήκοντά του, την εφαρμογή της διαταγής για τη δίωξη και εξόντωση των Εβραίων της Μακεδονίας.
Ο χαρακτήρας του Μέρτεν και η αφοσίωσή του στα ναζιστικά ιδεώδη τον έκαναν να δείχνει διαρκώς το πιο σκληρό πρόσωπό του, παρακάμπτοντας πολλές φορές ακόμα και τον ίδιο τον ανώτερο στρατιωτικό διοικητή των ναζιστικών στρατευμάτων σε Μακεδονία και Αιγαίο.
Ο Μέρτεν δεν άργησε να λάβει το προσωνύμιο «χασάπης της Θεσσαλονίκης» που περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο τα έργα και τις ημέρες του στη χώρα μας.
Ο λοχαγός του Γ’ Ράιχ θεωρείται ο βασικός υπεύθυνος για το γεγονός πως περίπου 50.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης οδηγήθηκαν και οι περισσότεροι από αυτούς εξοντώθηκαν στο κολαστήριο του Άουσβιτς.
Ο Μαξ Μέρτεν πριν τους στείλει στο θάνατο είχε φροντίσει να λεηλατήσει τις περιουσίες τους, υποσχόμενος που θα τους γλιτώσει αν τον πληρώσουν αδρά.
Όταν βέβαια έπαιρνε αυτό που ήθελε, τους έβαζε στα τρένα του θανάτου και τους έστελνε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η αξία των όσων κατάφερε και αποκόμισε υπολογίζεται πως ξεπερνούσε το ιλιγγιώδες ποσό των 125.000.000 χρυσών φράγκων.
Ο χαμένος θησαυρός
Όταν το Γ’ Ράιχ άρχισε να χάνει στα μέτωπα του πολέμου και να υποχωρεί προς τα γερμανικά εδάφη, ο Μέρτεν έφυγε από την Ελλάδα.
Λέγεται πως πήρε μαζί του μόνο ένα μικρό μέρος από το θησαυρό που είχε συγκεντρώσει.
Το μεγαλύτερο μέρος το έθαψε κάπου στη βόρεια Ελλάδα. Αυτό σύμφωνα με μια εκδοχή.
Σύμφωνα με μια άλλη, ο Μέρτεν όταν είδε πως το μέτωπο κατέρρεε φόρτωσε σε μερικές δεκάδες καμιόνια, εκατοντάδες χιλιάδες λίρες, περίπου 12 τόνους σε χρυσάφι και τιμαλφή, διαμάντια τεράστιας αξίας ακόμα και αρχαία αντικείμενα.
Η πομπή από τα καμιόνια φτάνει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και εκεί φορτώνονται σε ένα γερμανικό υποβρύχιο το οποίο μεταφέρει το θησαυρό στη Σάμο.
Εκεί, (σύμφωνα πάντα με τον αστικό μύθο) ο Μέρτεν αγοράζει μια μεγάλη τράτα όπου φορτώνει τα πολύτιμα κιβώτια.
Η τράτα έχει προορισμό τη Φοινικούντα Μεσσηνίας.
Στα ανοιχτά (το σημείο υποτίθεται πως ήταν σε απόσταση 300 μέτρων από την ακτή και σε βάθος 97 μέτρων) το υποβρύχιο τορπιλίζει την τράτα η οποία βυθίζεται.
Ωστόσο, η ιστορία της φορτωμένης με χρυσό τράτας που βυθίστηκε από τορπίλη θεωρείται παραμύθι.
Στόχος του Μέρτεν ήταν να επιστρέψει στην Ελλάδα για να πάρει το θησαυρό.
Όσες προσπάθειες κι αν έγιναν τίποτα από τα παραπάνω δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, η μέση περιουσία, κατά κεφαλήν, των Εβραίων της Ελλάδος, λίγο πριν από την εισβολή των Γερμανών στη χώρα μας, ανερχόταν σε 3.360 χρυσά φράγκα, ενώ η συνολική κινητή περιουσία ξεπερνούσε τα 125.000.000 χρυσά φράγκα και η ακίνητος περιουσία τα 75.000.000.
Συνολικά, 200.000.000 χρυσά φράγκα.
Από αυτά τα 5/6, δηλαδή 168.000.000 χρυσά φράγκα, αναλογούσαν στη Θεσσαλονίκη και το υπόλοιπο 1/6, δηλαδή 32.000.000 χρυσά φράγκα, στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Αναλυτικά, από την περιουσία αυτή το 12,5% αντιπροσώπευε έπιπλα, οικιακά σκεύη και είδη ρουχισμού, το 21,5% κοσμήματα και χρηματικά αποθέματα, το 28,5% εμπορικό και βιομηχανικό κεφάλαιο και το 37,5% ακίνητη περιουσία.
Ειδικότερα, πάντα σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, τα οικογενειακά κοσμήματα ήταν αξίας 8.000.000 χρυσών φράγκων στη Θεσσαλονίκη και 3.000.000 στην υπόλοιπη χώρα, ενώ τα χρηματικά αποθέματα, που είχαν κρυμμένα οι Εβραίοι για τις «δύσκολες στιγμές», ανέρχονταν σε 25.000.000 χρυσά φράγκα στη Θεσσαλονίκη και σε 7.000.000 στην υπόλοιπη χώρα.
Ο θησαυρός του Κιαμίλ Μπέη που αναζητείται εδώ και 200 χρόνια
Χρυσά γρόσια, πουγκιά γεμάτα με χρυσά νομίσματα, βενετσιάνικοι λίθοι και κούτες με σμαράγδια αναζητούνται εδώ και 200 χρόνια γενιές και γενιές Ελλήνων που αναζητούν το θησαυρό του Χουσεΐν Κιαμήλ Μπέη.
Η τραγωδία στην άγνωστη σπηλιά στο Άνω Καρμπουνάρι Λουτρακίου και ο θάνατος των τεσσάρων φίλων που πιθανότατα αναζητούσαν χαμένο θησαυρό που λέγεται πως έχει θαφτεί στην περιοχή έφερε και πάλι στην πρώτη γραμμή το θρύλο του θησαυρού του Κιαμήλ που οι Έλληνες αναζητούν από τα ταραγμένα χρόνια της Επανάστασης και σημάδεψε τις βαρυσήμαντες εξελίξεις στην Πελοπόννησο λίγο πριν τη μάχη με τον Δράμαλη στα Δερβενάκια.
Αν και ορισμένοι σήμερα ορισμένοι εκτιμούν πως οι τέσσερις άτυχοι φίλοι πιθανότητα να αναζητούσαν τον θησαυρό του «Χασάπη της Θεσσαλονίκης» Γερμανού ναζί Μαξ Μέρτεν κυρίως επειδή η σπηλιά έχει ταυτιστεί με την δράση των Γερμανών στο Β΄παγκόσμιο πόλεμο, η πλειοψηφία των κατοίκων στο Λουτράκι και στην Κόρινθο πιστεύουν πως αναζητούσαν τον θησαυρό του Κιαμήλ Μπέη (1784-1822) που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα της επανάστασης και το πυργόσπιτο του σώζεται ακόμα και σήμερα στη Συκιά Ξυκολάστρου.
Ο Κιαμήλ Μπέης γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1784 και διαδέχτηκε τον πατέρα του στην διοικητική εξουσία του «καζά» της Κορίνθου το 1815.
Οργανικά υπάγονταν στον πασά της Τρίπολης και η κυριαρχία του εκτείνονταν στις περιοχές Ισθμίας, Κορινθίας, Σικυωνίας, Πελλήνης, Φενεού, Στυμφαλίας, Επιδαυρίας, Τροιζήνας, καθώς και στα Δερβενοχώρια των Μεγάρων, περιλαμβάνοντας συνολικά 163 χωριά, ενώ είχε την φορολογική εποπτεία σε εδαφικές εκτάσεις σε Αρκαδία και Μεσσηνία.
Κατά την διάρκεια της συνετής διακυβέρνησής του, οι Πελοποννησιακές κτήσεις του γνώρισαν πρωτοφανή άνθηση και ευημερία, με την συστηματική εκμετάλλευση των καλλιεργειών και ιδίως των ελαιόδεντρων.
Η δε καταπίεση του ντόπιου αγροτικού πληθυσμού φαίνεται ότι δεν ήταν ανάλογης σκληρότητας με άλλες επαρχίες της Ελληνικής υπαίθρου, καθώς ο Κιαμήλ Μπέης τηρούσε λίαν ανεκτική και αμερόληπτη στάση απέναντι στους Χριστιανούς υπηκόους τους, εξισώνοντάς τους με τους Μουσουλμάνους.
Αντίθετα, οι Γορτύνιοι προεστοί και αγωνιστές Κανέλλος Δεληγιάννης (1780 – 1862) και ο Ρήγας Παλαμήδης (1794 – 1872) τον παρουσιάζουν ως ιδιοτελή δυνάστη, μία άποψη που αποδίδεται στην προκατάληψη και αρνητική προδιάθεσή τους εναντίον του, λόγω της μεταξύ τους προεπαναστατικής αντιπαλότητας στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα.
Όταν ξέσπασε το απελευθερωτικό κίνημα στις 23 – 25 Μαρτίου 1821, ο Χουσεΐν Κιαμήλ Μπέης απουσίαζε στην Τρίπολη, όπου και παρέμεινε αφού οι επαναστάτες είχαν περισφίξει το φρούριο της Ακροκορίνθου από την 1 Απριλίου.
Εκεί αποκλείστηκε από τα Ελληνικά στρατεύματα κατά την μακρόχρονη πολιορκία της πόλης, που ξεκίνησε εντατικά από τις αρχές του μηνός Ιουνίου, επικοινωνώντας δια αγγελιοφόρων με την έδρα της διοίκησής του, ενώ είχε ορισθεί αμοιβή για την σύλληψή του λόγω της βαρύνουσας σημασίας της διαπρεπούς προσωπικότητάς του.
Κατά την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, ο άλλοτε κραταιός Οθωμανός κυρίαρχος της Κορινθίας αιχμαλωτίστηκε και κρατήθηκε φυλασσόμενος υπό την εποπτεία του Μυστριώτη ιατρού και αγωνιστή Παναγιώτη Γιατράκου (1790/91 – 1851), ο οποίος τον μεταχειρίστηκε αξιοπρεπώς.
Κατόπιν διαπραγματεύσεων και άλλων παρασκηνιακών ενεργειών, αναγκάστηκε να υπογράψει την παράδοση του φρουρίου της Κορίνθου στις 14 Ιανουαρίου 1822, τα κλειδιά του οποίου παρέλαβε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από τον επικεφαλής αξιωματούχο των Τούρκων πολιορκημένων Ασλάν Μπέη.
Ο αιχμάλωτος Κιαμήλ Μπέης παραδόθηκε από τον Γιατράκο στην νεοσύστατη Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος στις 19 Φεβρουαρίου 1822 και εγκλείστηκε σε φυλακή στην Επίδαυρο και στην συνέχεια στο κάστρο της Ακροκορίνθου.
Ωστόσο τα έσοδα από την δήμευση της πλούσιας κινητής περιουσίας του δεν ήταν τα προσδοκόμενα, καθώς δεν αποτράπηκε η ανεξέλεγκτη λαφυραγώγηση από τους εισβάλοντες επαναστάτες, παρά την ληφθείσα απόφαση του συμβουλίου των οπλαρχηγών από τον παρελθόντα Δεκέμβριο, στην οποία καθορίζονταν ότι αν η Ακροκόρινθος παραδοθεί με συνθήκη και δεν κυριευτεί με έφοδο, τότε όλα τα λάφυρα θα αποδίδονταν υπέρ του δημόσιου ταμείου για την ενίσχυση των πολεμοφοδίων της επανάστασης.
Η αξία των κατασχεμένων ποσών, πολύτιμων λίθων, σκευών και λοιπών τιμαλφών αποτιμήθηκε στα 2.000.000 γρόσια, εκ των οποίων διασώθηκαν τα μισά από την περαιτέρω διασπάθιση με πρωτοβουλία του Δημητρίου Υψηλάντη (1794 – 1832).
Αυτά τα περιορισμένα χρηματικά διαθέσιμα δαπανήθηκαν για τις απαιτούμενες επισκευές και την ενίσχυση των οχυρώσεων του φρουρίου της Ακροκορίνθου και περίσσεψαν μόλις 40.000 γρόσια σε πολύτιμους λίθους, που προσκομίστηκαν ως ελάχιστο βοήθημα στις νήσους του Ελληνικού στόλου.
Έκτοτε άπαντες οι κυβερνώντες και οι αγωνιστές εποφθαλμιούσαν τους τυχόν κρυμμένους θησαυρούς του Κιαμήλ Μπέη, υποβάλλοντας τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του σε δοκιμασίες, προκειμένου να μαρτυρήσουν οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες.
Παρά τις κακουχίες που υπέστη, ο Κιαμήλ Μπέης δεν παραδέχονταν ότι κρατούσε ασφαλισμένο κάποιο επιπλέον καταπίστευμα με την περιουσία του.
Αρνούνταν να αποκαλύψει το επιζητούμενο μέρος, περιπαίζοντας και επιτιμώντας τους ανακριτές του, έχοντας πλήρη επίγνωση των πεπραγμένων του ως Οθωμανός κυρίαρχος της Κορινθίας.
Η απάντησή του προς υπεύθυνους της φύλαξής του είναι ενδεικτική:
«Ούτε η γυναίκα μου ούτε η μάνα μου γνωρίζουν πού έχω τους θησαυρούς και είναι ανώφελο να ξεσπάτε την οργή σας πάνω σε αθώους ανθρώπους.
»Ό,τι όρους και να μου θέσετε, δεν θα συμφωνήσω, καθώς βλέπω πως ποτέ δεν τηρείτε τον λόγο σας.
»Είμαι σίγουρος πως είτε σας αποκαλύψω αυτά που θέλετε, είτε όχι, θα θανατωθώ σε κάθε περίπτωση.
»Έτσι επιλέγω να πεθάνω με την ικανοποίηση ότι δεν θα σας κάνω πλουσιότερους.
»Ωστόσο, ένα πράγμα να θυμάστε ότι αντιμετώπισα το λαό μου ως υπηκόους και όχι ως σκλάβους.
»Αν όλοι οι Μπέηδες είχαν αντιμετωπίσει τους Έλληνες όπως εγώ, αυτή η επανάσταση ποτέ δεν θα είχε ξεσπάσει».
Στις 3 Ιουνίου 1822 διατάσσεται από το Βουλευτικό σώμα της Προσωρινής Ελληνικής Διοίκησης, που έδρευε τότε στο Άργος, να αποσταλεί ένας εκατόνταρχος με συνοδεία 50 ανδρών για να προσάγει εκεί τον Κιαμήλ με τους γιούς του και όλους τους σημαντικούς επίφοβους Τούρκους, αλλά αυτή η εντολή δεν υλοποιήθηκε προεξοφλώντας την μοιραία κατάληξη του ονομαστού κρατούμενου.
Ο διατελών φρούραρχος της Ακροκορίνθου, ιερωμένος και δάσκαλος Ιάκωβος Θεοδωρίδης, που έφερε το βαρύγδουπο προσωνύμιο «Αχιλλέας», τρομοκρατείται στην θέα των πολυπληθών εχθρικών δυνάμεων και θέλοντας να γλιτώσει την ζωή του, αποφασίζει να εγκαταλείψει το στρατηγικό φρούριο αμαχητί στα χέρια του Δράμαλη.
Επάνω στον πανικό του, δεν αποτολμά να σκοτώσει ο ίδιος ή να παραλάβει σιδηροδέσμιο τον Κιαμήλ Μπέη, παρά προστρέχει να εξοντώσει τα χαρέμια του, χωρίς να καταφέρει ούτε και αυτό.
Στις 7 Ιουλίου 1822 συγκεντρώνει τους 150 στρατιώτες του και διαφεύγει βιαστικά από το κάστρο.
Πριν την αποχώρηση του, ο Κιαμήλ Μπέης φονεύεται εν ψυχρώ μέσα στο κρατητήριο του, προκειμένου να μην ενισχυθούν με το κύρος και την οικονομική υποστήριξή του οι τάξεις του Οθωμανικού στρατεύματος, από τον πρώην υπηρέτη του Δημήτριο Μπενάκη, τον υποφρούραρχο Διαμαντή Λάλακα και τον ηγούμενο της μονής Φανερωμένης Παρθένιο Βλάχο, οι οποίοι ενέργησαν σε συνεννόηση με τον κατ’ επίφαση «Αχιλλέα».
Την επόμενη ημέρα, ο Δράμαλης εισέρχεται θριαμβευτικά και με κάθε επισημότητα στο φρούριο της Ακροκορίνθου ως ελευθερωτής.
Τον υποδέχεται εγκάρδια η μητέρα του Κιαμήλ, Νουρή Μπεγίνα, μαζί με την χήρα του, Γκιούλ Χανούμ, ντυμένες με πολυτελέστατα πέπλα και περιστοιχιζόμενες από πλούσια στολισμένες θεραπαινίδες.
Η δε Γκιούλ Χανούμ φέρεται να υπέδειξε στον Δράμαλη ένα πηγάδι, από όπου ανασύρθηκαν 40.000 απιθωμένα πουγκιά γεμάτα με χρυσά νομίσματα και για να τιμήσει την γενναιόδωρη πράξη της, ο Οθωμανός στρατάρχης την παντρεύτηκε επάνω στον οχυρό βράχο της Ακροκορίνθου με ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια.
Πάντως, ήδη από εκείνη την περίοδο, δημιουργήθηκαν πλείστοι θρύλοι γύρω από τους απροσμέτρητους θησαυρούς του Κιαμήλ Μπέη, σύμφωνα με τους οποίους ένα μεγάλο μέρος τους είναι ακόμα κρυμμένο σε ποικίλες τοποθεσίες της Κορινθίας και είναι αρκετοί οι σύγχρονοι χρυσοθήρες που ψάχνουν να τους ανακαλύψουν.
Σε μία από αυτές τις διαδόσεις, εικάζεται ότι σε μία σπηλιά μέσα στο αισθητικό δρυοδάσος Μονγγοστού, σε απόσταση 18,5 χιλιομέτρων δυτικά του Κιάτου, υπάρχει θαμμένη μία μυθώδης ποσότητα 1.000.000 Οθωμανικών χρυσών λιρών, 500 ταλάντων, 280 Βενετσιάνικων νομισμάτων και ένα μικρό κιβώτιο 20 Χ 20 εκατοστών πλήρες από σμαράγδια.
Αν και πραγματοποιήθηκαν κάποιες ανεπιτυχείς προσπάθειες ανεύρεσης του υποτιθέμενου «θησαυρού», εντούτοις αυτός παραμένει στην σφαίρα της φαντασίας των επίδοξων καιροσκόπων.