Η τωρινή πανδημία πιθανότατα δεν είναι «Η Μεγάλη», που εδώ και δεκαετίες φοβούνται οι επιστήμονες ότι θα χτυπήσει την ανθρωπότητα. Όμως η ε...
Η τωρινή πανδημία πιθανότατα δεν είναι «Η Μεγάλη», που εδώ και δεκαετίες φοβούνται οι επιστήμονες ότι θα χτυπήσει την ανθρωπότητα. Όμως η επόμενη, που μπορεί να μην τη ζήσει η γενιά μας, αλλά μπορεί να έλθει και πιο γρήγορα του αναμενομένου, δεν πρέπει να μας βρει απροετοίμαστους.
Γι' αυτό όλοι οφείλουν να πάρουν το μάθημά τους από την Covid-19, ιδίως τα κράτη που απέτυχαν στην αντιμετώπισή της, όπως οι ΗΠΑ. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα σημαντικού άρθρου στο διεθνούς κύρους αμερικανικό περιοδικό «Foreign Affairs» του κορυφαίου Αμερικανού επιδημιολόγου Μάικλ Όστερχολμ, καθηγητή και διευθυντή του Κέντρου Έρευνας και Πολιτικής Λοιμωδών Νόσων του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, καθώς και του συγγραφέα Μαρκ Ολσέικερ. Οι Όστερχολμ και Ολσέικερ, το 2017, είχαν συγγράψει το μπεστ-σέλερ «Ο φονικότερος εχθρός: Ο πόλεμός μας ενάντια στα φονικά μικρόβια».
Όπως επισημαίνουν στο άρθρο τους στο Foreign Affairs, και αναπαράγει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, «ο χρόνος εξαντλείται για την προετοιμασία ενόψει της επόμενης πανδημίας. Πρέπει να δράσουμε τώρα με αποφασιστικότητα και στόχο» και αυτό αφορά τις κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις και τους επιστήμονες δημόσιας υγείας.
«Η τωρινή κρίση θα τελειώσει είτε όταν βρεθεί ένα εμβόλιο είτε όταν αρκετό μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού έχει αναπτύξει ανοσία (αν όντως η ανοσία διαρκείας είναι δυνατή), κάτι που πιθανώς θα απαιτήσει περίπου τα δύο τρίτα του συνολικού πληθυσμού να μολυνθούν. Τίποτε από τα δύο δεν θα γίνει γρήγορα και στο μεταξύ το ανθρώπινο και οικονομικό κόστος θα είναι τεράστιο», υπογραμμίζουν.
Μία προαναγγελθείσα καταστροφή
Και όπως η τωρινή πανδημία είχε προβλεφθεί, έτσι και η επόμενη, ήδη, έχει προβλεφθεί. Γι' αυτό, «αν ο κόσμος δεν πάρει τα σωστά μαθήματα από την αποτυχία του να προετοιμαστεί και να δράσει έγκαιρα», τότε «ο απολογισμός των θυμάτων την επόμενη φορά θα είναι σημαντικά μεγαλύτερος. Όσο και αν φαίνεται τρομερό, η Covid-19 πρέπει να λειτουργήσει ως προειδοποίηση για το πόσο χειρότερη μπορεί να γίνει μία πανδημία», σημειώνουν.
Οι κορωνοϊοί SARS και MERS, η γρίπη Η1Ν1, οι ιοί Έμπολα και Ζίκα, όσο κι αν διαφέρουν, τονίζει το άρθρο, «έχουν ένα αξιοσημείωτο κοινό χαρακτηριστικό: Όλοι εμφανίστηκαν ως εκπλήξεις και δεν θα έπρεπε». Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις των επιστημόνων, «η κατάσταση ετοιμότητας είχε χειροτερέψει τα τελευταία χρόνια αντί να βελτιωθεί, ιδίως στις ΗΠΑ», π.χ. όσον αφορά τη διαθεσιμότητα στις ίδιες τις χώρες (χωρίς να χρειάζεται να εξαρτώνται από την Κίνα ή την Ινδία) διαφόρων ζωτικών φαρμάκων και ιατρικών εφοδίων, όπως αναπνευστήρες, μάσκες κ.ά., κυρίως για την πρώτη κρίσιμη φάση της πανδημίας.
Οι ελλείψεις στα νοσοκομεία και στα συστήματα υγείας έκαναν τα πράγματα χειρότερα σε πολλές χώρες, καθώς και τα αργά αντανακλαστικά ορισμένων κυβερνήσεων, όπως η αμερικανική, μετά το ξέσπασμα της Covid-19. Παρόλο που, ήδη από την πανδημία του 1918, είχε φανεί ότι όσες πόλεις και χώρες αντέδρασαν πιο γρήγορα στη γρίπη, απαγορεύοντας τις δημόσιες συναθροίσεις και συμβουλεύοντας τους πολίτες τους να μείνουν σπίτι, τελικά είχαν τις λιγότερες απώλειες.
Στην τωρινή πανδημία, υποστηρίζουν οι συγγραφείς, «οι ΗΠΑ και άλλες χώρες πήγαν στον πόλεμο ενάντια σε μία ταχέως μεταδιδόμενη λοιμώδη νόσο χωρίς να έχουν σχέδιο μάχης, επαρκές προσωπικό, επαρκείς ιατρικές εγκαταστάσεις, επαρκή αποθέματα εξοπλισμού και εφοδίων, αξιόπιστη αλυσίδα τροφοδοσίας, κεντρικό σύστημα διοίκησης και πολίτες εκπαιδευμένους ή προετοιμασμένους για την επερχόμενη μάχη».
Όπως αναφέρουν, «με την εξαίρεση ενός θερμοπυρηνικού πολέμου και τη μακροπρόθεσμη επίπτωση της κλιματικής αλλαγής, μία πανδημία λοιμώδους νόσου έχει το μεγαλύτερο καταστροφικό δυναμικό για την υγεία και την οικονομική σταθερότητα, παγκοσμίως. Όλες οι άλλες μορφές καταστροφών και συμφορών είναι περιορισμένες γεωγραφικά και χρονικά, είτε πρόκειται για τυφώνα, σεισμό ή τρομοκρατική επίθεση. Μία πανδημία μπορεί να συμβεί οπουδήποτε ξαφνικά και να διαρκέσει μήνες ή χρόνια».
Οι εκτιμήσεις για τα θύματα της πανδημίας γρίπης του 1918 φθάνουν τα 100 εκατομμύρια, που -ως ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού- αντιστοιχούν σήμερα σε πάνω από 400 εκατομμύρια ανθρώπους, κάτι που εύκολα την καθιστά τη χειρότερη φυσική καταστροφή της σύγχρονης εποχής. Λαμβάνοντας υπόψη, όμως, πόσο πιο διασυνδεμένοι είναι πλέον οι άνθρωποι χάρη στην παγκοσμιοποίηση, «μια παρόμοια μολυσματική πανδημία γρίπης σήμερα θα ήταν εκθετικά πιο φονική από ό,τι πριν έναν αιώνα». Επιπλέον, ελλείψει εμβολίου, «είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι ο κόσμος σήμερα είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένος για να αντιμετωπίσει μία μαζική πανδημία από ό,τι ήταν οι γιατροί, οι υπηρεσίες δημόσιας υγείας και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι πριν 100 χρόνια».
Η Μεγάλη «ζαριά»
Το άρθρο επισημαίνει ότι «ορισμένοι αποκαλούν την Covid-19 πανδημία που συμβαίνει κάθε 100 χρόνια», όμως «το γεγονός ότι ο κόσμος περνάει τώρα μία πανδημία δεν είναι περισσότερο προφητικό για το πότε θα συμβεί η επόμενη, από ό,τι ένα ρίξιμο του ζαριού προφητεύει την επόμενη ριξιά». Έτσι, «η επόμενη ζαριά ή η μεθεπόμενη μπορεί να είναι πραγματικά "Η Μεγάλη" που θα κάνει την τωρινή πανδημία να φαντάζει συγκριτικά ασήμαντη».
Όπως προειδοποιούν, «όταν έλθει η πανδημία του νέου ιού γρίπης μπορεί στ' αλήθεια να γονατίσει ολόκληρο τον κόσμο, σκοτώνοντας εκατοντάδες εκατομμύρια ή περισσότερα, διαλύοντας το εμπόριο, αποσταθεροποιώντας τις κυβερνήσεις, στρεβλώνοντας την πορεία της ιστορίας για τις επόμενες γενιές». Και αντίθετα με την Covid-19, αλλά ακριβώς όπως η πανδημία του 1918, η πραγματικά επερχόμενη Μεγάλη Πανδημία δεν θα λυπηθεί τους υγιείς ανθρώπους 18 έως 40 ετών.
Γι' αυτό, από τώρα οι κυβερνήσεις, πέρα από την προετοιμασία επί χάρτου «σεναρίων» ετοιμότητας, πρέπει να μην εξαρτώνται πλέον τόσο πολύ από την αγορά και από άλλες χώρες, αλλά να φροντίσουν να χρηματοδοτήσουν έγκαιρα την έρευνα για ανάπτυξη νέων φαρμάκων και εμβολίων, να ενισχύσουν το εγχώριο παραγωγικό δυναμικό για επαρκή εφόδια άμεσης ανάγκης, να αυξήσουν τα διαθέσιμα αποθέματά τους και να βελτιώσουν τη διεθνή συνεργασία τους, ίσως και με τη δημιουργία –παράλληλα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας- ενός νέου διεθνούς οργανισμού τύπου «ΝΑΤΟ δημόσιας υγείας». Επειδή «τα μικρόβια δεν σέβονται τα σύνορα».