Ένας ιερεύς, ο πάπα-Θεόδωρος, κλήθηκε για να κοινωνήσει δύο χριστιανούς ετοιμοθάνατους. Έναν πλούσιο, σκληρό και φιλάργυρο, και μία ενάρ...
Ένας ιερεύς, ο πάπα-Θεόδωρος, κλήθηκε για να κοινωνήσει δύο χριστιανούς ετοιμοθάνατους.
Έναν πλούσιο, σκληρό και φιλάργυρο, και μία ενάρετη χήρα, που μεγάλωσε μόνη της, με τιμιότητα και σωφροσύνη, σκληρό αγώνα και φτώχεια πολλή, εκείνα τα χρόνια, οκτώ παιδιά!!!
Ο πάπα-Θεόδωρος πήρε μαζί τον διάκονό του, τον πατέρα Λαυρέντιο. Μπροστά ο διάκονος και ο ιερεύς με το άγιο Ποτήριο, ασκεπής και με τον Αέρα στους ώμους, (όπως εσυνηθίζετο τότε), πήγαν πρώτα στο σπίτι του πλούσιου, αλλά αυτός ούτε καν ήθελε να ακούσει για Θεία Κοινωνία! Μόνο φώναζε:
- Δεν είμαι εγώ για θάνατο!
Έγινε ένας διάλογος, όσο ήταν δυνατόν, μεταξύ του ιερέως και του άρρωστου, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος, δεν ήθελε να κοινωνήσει. Λέγει τότε ο διάκονος, ο πατήρ Λαυρέντιος:
-Πάτερ Θεόδωρε, μου δίνετε, σας παρακαλώ το άγιο Ποτήριο, να πάω να κοινωνήσω την ετοιμοθάνατη κυρία Μαρία και εσείς να συζητήσετε με τον ασθενή μέχρι να γυρίσω! Kαι, εάν έχει πεισθεί, να τον κοινωνήσομε μετά;
- Να πας παιδί μου, με τις ευχές μου.
Ο νεωκόρος μπροστά με το λαδοφάναρο και πίσω ο διάκονος με την Θεία Κοινωνία, έφθασαν σε ένα φτωχικό σπιτάκι. Μπήκαν μέσα και είδαν γύρω από το κρεβάτι της κυρά-Μαρίας να παρευρίσκονται τα παιδιά, τα εγγόνια, οι λοιποί συγγενείς της και όλοι να κλαίνε για την υπέροχη αυτή μητέρα, γιαγιά και συγγενή.
Μόλις προχώρησε λίγο ο διάκονος, έμεινε ακίνητος! Τι είδε; Ανείπωτο θέαμα! Περικυκλωμένη δεν ήταν μόνο από ανθρώπους η αγιασμένη αυτή ψυχούλα, αλλά και από δεκάδες Αγγέλους και Αρχαγγέλους, που συνωστίζονταν μέσα στο δωμάτιο ποιός θα πρώτο-χαϊδέψει και ποιός θα πρώτο-απαλύνει και θα πρώτο-σφουγγίσει τον ίδρωτα αυτής της υπερευλογημένης μάνας! Και δεν ήταν μόνο αυτό!!! Ακριβώς πάνω από το κεφαλάκι της, στο προσκεφάλι της δηλαδή, ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος, η οποία με ένα θεοΰφαντο μαντήλι της σκούπιζε τον ίδρωτα του πυρετού από το μέτωπό της. Τα δε χείλη της ετοιμοθάνατης ψιθύριζαν: «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε».
Μετά την Θεία Κοινωνία οι Άγγελοι πήραν, την ψυχή αυτής της ευλογημένης μάνας, την παρέδωσαν στα χέρια της Παναγίας και όλοι μαζί ανήλθαν στον Ουρανό. Άστραψε ο τόπος, μοσχοβόλησε το δωμάτιο και ο διάκονος με φόβο και χαρά απερίγραπτη και αγαλλίαση έφυγε…και επέστρεψε στο σπίτι του πλουσίου…
Μπήκε μέσα και τον κατέλαβε ρίγος! γιατί γύρω από το κρεβάτι, του φιλάργυρου αυτού ανθρώπου, βρίσκονταν εκατοντάδες δαίμονες, οι όποιοι με τρίαινες φοβερές κατατρυπούσαν το σώμα του σε διάφορα σημεία: στα γόνατα, στα πόδια, στα χέρια, στις παλάμες, στην κοιλιά, στο λάρυγγα, στα μάτια, στο κεφάλι… Με όσα μέλη αμάρτησε, πάνω σ’ αυτά τρυπούσαν οι δαίμονες. Ούρλιαζε, φώναζε ο ταλαίπωρος πλούσιος. Παρέδωσε το άγιο Ποτήριο τρέμοντας, στα χέρια του ιερέως, ο διάκονος, και από τον τρόμο του λιποθύμησε…
Ο ιερεύς εις μάτην προσπαθούσε να πείσει τον πλούσιο να «ετοιμαστεί» για το τέλος! Αυτός τίποτα! Πέθανε τελικά χωρίς Θεία Κοινωνία και χωρίς Εξομολόγηση.