Ο Μητσάρας ήταν σε μια ξένη πόλη περαστικός και το βραδάκι μπαίνει σ’ ένα «καφέ» να περάσει λίγο την ώρα του Το καφέ είναι άδειο κι η μόνη...
Ο Μητσάρας ήταν σε μια ξένη πόλη περαστικός και το βραδάκι μπαίνει σ’ ένα «καφέ» να περάσει λίγο την ώρα του Το καφέ είναι άδειο κι η μόνη που βρίσκεται μέσα είναι μια κοπέλα.
«Να της πιάσω κουβέντα.. . σκέφτεται εκείνος, να μην είμαι έτσι μόνος και χαμένος»
-Μήτσος Χιόνης.
Η κοπέλα δεν μιλάει . . . Αυτός εξακολουθεί να έχει απλωμένο το χέρι του και επιμένει
-Μήτσος Χιόνης, δεσποινίς. Δεν θα μου χαρίσετε το ονοματάκι σας;
-Άνοιξη, του λέει αυτή.
-Ανοιξη;
-Ωωωω!… εμείς οι δυο ήταν γραφτό να βρεθούμε. Όλος ο κόσμος θα μιλάει για μας! Θα μας γράψουν οι εφημερίδες.
Η κοπέλα τον κοιτάζει απορημένη …
-Μα γιατί; προσπαθεί να ρωτήσει. Κι αυτός:
-Φανταστείτε το πρωτοσέλιδο:
-Είκοσι πόντοι χιόνι, μέσα στην άνοιξη…