«Είχα εξαντληθεί, σκεφτόμουν το ενδεχόμενο να τα παρατήσω, να βουλιάξω μεσ' την θάλασσα και να ηρεμήσω, αφού θα έχω πρώτα ξεψυχήσει...

«Είχα εξαντληθεί, σκεφτόμουν το ενδεχόμενο να τα παρατήσω, να βουλιάξω μεσ' την θάλασσα και να ηρεμήσω, αφού θα έχω πρώτα ξεψυχήσει»
Τα λόγια των παιδιών έχουν πάντα περισσότερη δύναμη από εκείνη των μεγάλων. Δεν παραποιούν καταστάσεις, δεν καμουφλάρουν γεγονότα, δεν κρύβουν αλήθειες και πάνω απ’ όλα αντέχουν στον χρόνο για να μας υπενθυμίζουν ποσό πολύ μικροί φαντάζουμε μπροστά τους. Το γράμμα ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού, «αποτύπωμα» του αγώνα που έδωσε μαζί με την οικογένειά της στην θάλασσα την ημέρα της απόλυτης καταστροφής είναι αφιερωμένο «σε όλους όσους νομίζουν ότι ξεχνάμε...»
Μετά από κάμποση ώρα, άνοιξα τα μάτια μου. Η εικόνα που αντίκρισα με έχει στιγματίσει. Είδα το απόλυτο τίποτα. Το άπειρο. Έναν απέραντο ωκεανό και μια ήρεμη θάλασσα να ενώνονται στα βαθιά με μία γραμμή, εκεί που δεν έφτανε η όρασή μου. Οι καπνοί είχαν πλημμυρίσει τον ουρανό και οι στάχτες την θάλασσα. Είχε επικρατήσει η μαυρίλα. Ανακουφίστηκα πολύ όταν συνειδητοποίησα ότι το χέρι υπάρχει ακόμα. Ήταν εκεί να με πιέζει, δεν σταμάτησε ποτέ! Τότε η γιαγιά η οποία δεν είχε καταφέρει να ανοίξει τα μάτια της ακόμα, φώναξε αν είμαστε όλοι καλά, με μια φωνή τόσο ταλαιπωρημένη που δεν έχω ξανακούσει από εκείνη. Η μαμά είπε ότι η ίδια, εγώ και η αδερφή μου, ήμασταν καλά. Όμως καμία απάντηση από τον μπαμπά. Η μαμά με ανησυχητική φωνή, επανέλαβε την φράση της γιαγιάς. Ο μπαμπάς απάντησε με την αγριεμένη φωνή του ότι θα έπρεπε να σταματήσουν να ρωτάνε. Φαίνεται ότι είχε επαναληφθεί αυτό αρκετές φορές. Η φωνή του μπαμπά με παραξένεψε. Ήταν αγριεμένη αλλά φάνηκε ότι μέσα του ήταν θλιμμένος και πάνω από όλα κουρασμένος. Συνεχίσαμε να κολυμπάμε για πολύ ώρα όταν ακούσαμε κάποιους να φωνάζουν βοήθεια. Ήταν δύο γιαγιάδες με έναν παππού στα χέρια τους. Ναι φάνηκε, δεν ζούσε πια. Καταλάβαμε ότι φώναζαν σε ένα ελικόπτερο, το οποίο πετούσε από πάνω μας. Φωνάξαμε, ουρλιάξαμε, τσιρίξαμε, αλλά τίποτα. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές με ελικόπτερα και πλοία κατά τη διάρκεια του αγώνα μας, αλλά κανένα δεν μας άκουσε. Πήγαμε κοντά στις άγνωστες κυρίες και αποφασίσαμε όλοι μαζί να πάμε από μια κατεύθυνση, η οποία ήταν ενάντια στο ρεύμα της θάλασσας. Άρχισε να σκοτείνιαζε, σε σημείο που δεν βλεπόμασταν. Συνέχισε η γνωστή φράση, "ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ;", ανά δευτερόλεπτα. Είχα εξαντληθεί, σκεφτόμουν το ενδεχόμενο να τα παρατήσω, να βουλιάξω μεσ' την θάλασσα και να ηρεμήσω, αφού θα έχω πρώτα ξεψυχήσει. Αλλά δεν μπορούσα να διανοηθώ, ότι θα έκανα κάτι τέτοιο, δεν γινόταν να τα παρατήσω, είχα ακόμα δυνάμεις τις οποίες δεν ήξερα ότι υπάρχουν μέσα μου.
[...] Ήρθε ένας άγνωστος, μας έντυσε με τα ρούχα του και μας αγόρασε τρόφιμα. Κάποιος μας ενημέρωσε για ένα ξενοδοχείο λίγο πιο πάνω. Δώσαμε τα ρούχα πίσω στον κύριο, αφού επέμενε η μαμά, και ανεβήκαμε την ανηφόρα για να φτάσουμε. Τότε συνειδητοποίησα ότι υπάρχει πολύς κόσμος, η ώρα ήταν δώδεκα. Δηλαδή είχαμε κολυμπήσει για τέσσερις ώρες και τριάντα λεπτά. Απίστευτο! Δεν ήταν δυνατόν! Ο κόσμος μας κοιτούσε χωρίς να ξέρει τι έχει γίνει, λες και ήμασταν άστεγοι. Χωρίς ρούχα, ξυπόλυτοι, τα μαλλιά γεμάτα κόμπους και άπλυτο δέρμα. Η αλήθεια είναι ότι φαινόμασταν άστεγοι. Δεν ντρεπόμουν καθόλου, ίσα ίσα, ήμουν περήφανη για τον εαυτό μου, τα κατάφερα και ας μην το ξέρουν. Όταν φτάσαμε, μας είπαν ότι για να κοιμηθούμε εκεί, το ένα βράδυ, χρειάζεται να δώσουμε τριακόσια ευρώ. Πήραμε τηλέφωνο από εκείνο το γραφείο τον θείο μου να έρθει να μας πάρει. Όσο περιμέναμε είδα στα χέρια της γιαγιάς το τσαντάκι της και στα πόδια της τις σαγιονάρες που της είχε πάρει ο παππούς πριν φύγει από την ζωή. Κατάλαβα ότι είχε κολυμπήσει τόσες ώρες με αυτά. Μα πώς; [...]