Όχι από τον ΠΟΥ (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) στη χρήση των τεστ αντιγόνου, των γνωστών ως rapid test, για τον έλεγχο των ταξιδιωτών στα ...
Τα παραπάνω ανέφερε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μικροβιολογίας στο Κέντρο Αναφοράς SARS-CoV2 της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ, Γεωργία Γκιούλα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της, με θέμα «Γενικά χαρακτηριστικά του ιού SARS-Cov2 και η επιδημιολογία της νόσου που προκαλεί», στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής, που διοργάνωσε διαδικτυακά ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.
«Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, τα τεστ αντιγόνου δεν πρέπει να εφαρμόζονται για τον έλεγχο σε αεροδρόμια ή σύνορα, κάτι το οποίο μπορεί να φαίνεται περίεργο. Η αλήθεια είναι ότι όλο το καλοκαίρι δεχόμασταν χιλιάδες δείγματα τόσο από τα σύνορα του Προμαχώνα όσο και από τα αεροδρόμια προκειμένου να ελέγξουμε αυτούς τους τουρίστες με την κλασική μοριακή μέθοδο PCR. Ο λόγος που ο ΠΟΥ δεν θεωρεί αξιόπιστα τα τεστ αντιγόνου είναι γιατί ακριβώς τα άτομα αυτά προέρχονται από χώρες με διαφορετικό επιπολασμό της νόσου, άρα δεν μπορούμε να έχουμε αξιόπιστα αποτελέσματα με τη χρήση αυτών των τεστ στις συγκεκριμένες περιπτώσεις», εξήγησε η κ. Γκιούλα και πρόσθεσε «και κάτι πολύ σημαντικό: τα αποτελέσματα εξαρτώνται απόλυτα από το CT, δηλαδή από το όριο ανίχνευσης του ιού. Όταν έχουμε ένα όριο ανίχνευσης πάνω από τους 30 κύκλους, κάτι που το έχουμε σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό θετικών ατόμων, υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να έχουμε ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα».
ΠΟΥ: Πότε πρέπει να εφαρμόζονται
Σύμφωνα με την κ. Γκιούλα, τα τεστ αντιγόνου δίνουν αποτέλεσμα σε μικρότερο χρονικό διάστημα, έχουν υψηλή ακρίβεια επί θετικού αποτελέσματος, έχουν χαμηλότερη ευαισθησία σε σύγκριση με τη μοριακή μέθοδο PCR και καλύτερα αποτελέσματα στα αρχικά στάδια της νόσου. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας δεν συνιστώνται για αποκλεισμό οξείας λοίμωξης και ένα αρνητικό αποτέλεσμά τους, δυστυχώς πρέπει να επιβεβαιώνεται.
Ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις όπου τα τεστ αντιγόνου πρέπει να εφαρμόζονται. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), οι περιπτώσεις αυτές είναι οι εξής:
– καταρχήν διαγνωστικά όταν υπάρχει λοίμωξη με συμπτώματα συμβατά με COVID-19 ή όταν υπάρχει γνωστή επαφή με ένα γνωστό θετικό και ένα επιβεβαιωμένο ή ύποπτο περιστατικό
– όσον αφορά το screening, θα πρέπει να γίνεται σε ασυμπτωματικά εκτεθειμένα άτομα για την πρόληψη της διασποράς μέσω αναγνώρισης των μεταδοτικών ασθενών και βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις για την επιτήρηση της νόσου και για την παρακολούθηση του επιπολασμού.
– όταν οι μοριακές τεχνικές δεν είναι διαθέσιμες ή όταν η καθυστερημένη διάγνωση αποκλείει την κλινική χρησιμότητά τους.
πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.